Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Ο Γύρος του Θανάτου του Θωμά Κοροβίνη, εκδόσεις ΑΓΡΑ

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί στις 10 Οκτωβρίου στην Βιβλιοθήκη του Δήμου Διονύσου στις 18.00 όπου θα αναλύσουμε το βιβλιο του Θωμά Κοροβίνη "Ο Γύρος του Θανάτου' απο τις εκδοσεις ΑΓΡΑ.Καλή Ανάγνωση και Καλό Φθινόπωρο!
Η Ευγενία Μακαριάδη εγραψε για το βιβλιο αυτό:
Το θέμα του βιβλίου είναι η αληθινή ιστορία του Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος συλλαμβάνεται στα είκοσι τρία του χρόνια, ως κατά συρροήν δολοφόνος νεαρών γυναικών και ζευγαριών στο Δάσος του Σέιχ Σου, στη Θεσσαλονίκη. Καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται τον Φεβρουάριο του ’68, σε ηλικία είκοσι οκτώ χρόνων. Λίγο πριν το παράγγελμα «Σκοπεύσατε Πυρ», είπε: Παιδιά σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι και συγχρόνως φώναξε «Μανούλα μου, είμαι αθώος».

Στο πρώτο κεφάλαιο διαβάζουμε αποσπάσματα της δίκης. Στα υπόλοιπα κεφάλαια μέσα από τις μαρτυρίες φίλων, γνωστών και άλλων ανθρώπων του σιναφιού Αριστείδη Παγκρατίδη, παρακολουθούμε με έντονο ενδιαφέρον τη ζωή του.

Η κάθε μαρτυρία έχει ιδιότυπη φωνή και θυμίζει άνθρωπο χωρίς ηθικές αρχές, χωρίς εκπαίδευση οι περισσότεροι, με παρασιτική ζωή, φτωχής ή ταπεινής καταγωγής, αλλά και παρακρατικών και παραλήδων που εκμεταλλεύονται σεξουαλικά φτωχά παιδιά και νεαρούς, όπως τον Παγκρατίδη. Έχουμε μια τοιχογραφία της Θεσσαλονίκης, εποχής του ’60, γειτονιές, σπίτια, ήθη, ντοπιολαλιές που ποικίλουν κι ακόμα πολύ παραστατικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.

Εποχή όπου η αυταρχικότητα της δικαστικής εξουσίας και μάλιστα μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, κάνει τον κόσμο να μην εμπιστεύεται τις αποφάσεις της. Απλώνεται παντού η φήμη ότι ο καταδικασθείς εις θάνατον Παγκρατίδης, είναι θύμα πλεκτάνης των αρχών, οι οποίες βρήκαν τον φτωχό αλητάκο για να εξευμενίσουν την ανικανότητά τους, στη σύλληψη του πραγματικού ενόχου. Και ακόμη περισσότερο όταν δεν βρήκαν πουθενά ίχνη του στα θύματα. Λέγεται μάλιστα ότι η δίκη δεν έγινε με δίκαιους όρους και ότι ηθελημένα καταδικάστηκε εφ’ όσον υπήρχε τότε η επιβολή των εξουσιαστών να φυλακίζουν και να καταδικάζουν, όποιον ζούσε έξω από τα νόμιμα και καθιερωμένα. Υπήρχε προσέτι διασκορπισμένη η κοινολόγηση ότι ο πραγματικός ένοχος  είναι γόνος επωνύμων και φυγαδεύτηκε.  

Έμπειρος ο συγγραφέας μας μεταφέρει ανάγλυφα και ενεστωτικά τα γεγονότα, τόσο που ο αναγνώστης δεν αφήνει το βιβλίο από τα χέρια του.
Ένα βιβλίο κραυγή στον αυταρχισμό, στην εκμετάλλευση, στον απολυταρχισμό, στον βασανιστικό θάνατο της καθημερινότητας φτωχών ανθρώπων για τον επιούσιο. Ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε γεγονότα αληθινά, απάνθρωπα, βίαια, μισητά, βρόχος στο λαιμό ανθρωπιάς που φρίττει και παραδέρνεται μέχρι τις μέρες μας αδίκως.


..πόσες δεν τις πετάξανε στα σοκάκια, ξαναγυρίσανε στο πατρικό τους, δεν τις δέχτηκαν οι δικοί τους και γίνανε εξ ανάγκης πρόστυχες! Πόσες δεν τις έβαζε χέρι το αφεντικό κι εκείνες.. μούγκα! Κι η κυρά του σπιτιού να τα ξέρει όλα-σχεδόν μπροστά στα μάτια της γίνονταν τα αίσχη- και να κάνει το κορόιδο και να ξεσπάει απάνω στην υπηρέτρια, απ’ το άχτι της, απ’ τη ζήλια της, να την εκδικηθεί. Σε άλλες δεν δίνανε ούτε άδεια εξόδου. Δεν ήταν μόνο η ξακουσμένη Σπυριδούλα που τη σιδερώσανε τ’ αφεντικά. Πόσες άλλες Σπυριδούλες, δούλες-Σπυριδούλες σαν κι αυτήν….                  
…ήτανε λέει καθισμένος στο κελί του την  τελευταία νύχτα πριν τον εκτελέσουν και συλλογιόταν: «τον πατέρα μου τον έσφαξαν μπροστά μου. Κάποιος καπετάν Λεωνίδας. Δεν θέλω να θυμάμαι. Από τότε φοβάμαι το αί μα. και μια σταγόνα να δω, αναγουλιάζω και φεύγω. Τι θα μου κάνουν; Πώς θ’ αντικρύσω το δικό μου αίμα να τρέχει σαν ποτάμι;  Ή μήπως εκείνη την ώρα δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Μπαμ και κάτω; Η ώρα είναι τέσσερις. Σε δυο ώρες… Χειμώνας είναι. Έξω σφυρίζει ο Βαρδάρης. Ποιος να ‘ναι ξάγρυπνος τέτοια ώρα; Τι ώρα έπλασε ο Θεός τον κόσμο; Οι νυχτοφύλακες, οι φαροφύλακες, οι σκοπιές στον στρατό, στο ναυτικό, στην αεροπορία. Στα σύνορα. Αυτοί που φυλάνε εργοστάσια, δικαστήρια, διοικητήρια. Οι νυχτερινοί στη δουλειά. Που κάνουνε βραδινή βάρδια. Οι φαροφύλακες. Αυτοί ξαγρυπνούν σαν και μένα τον μελλοθάνατο.
έγινε, λέει, στο Γεντί Κουλέ ανάστα ο Κύριος, την ώρα που τον έπαιρναν. Εκεί δίπλα, λένε, έγινε η εκτέλεση του Αριστείδη, στο βορειοανατολικό τμήμα έξω απ’ τα κάστρα του Γεντί, κοντά στον υπαίθριο χώρο, εκεί που γίνονται σήμερα συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις, στο θεό σου, καρντάση μου. Αχ, δεν με είχε πει λέξη για τα πάθη του, καρντάση. Δεν μπορούσε να πάει άλλο αυτή η δουλειά. Η μοίρα μου το’ χει για. Το τυχερό μου είναι αχ καρντάση! Ποτέ δεν στέριωσα. Έφυγε, χάθηκε κάποια μέρα ο Αρίστος, κι ούτε τον ξανάδα από τότε. Άστραψε σαν κεραυνός, μ’ έκαψε κι ύστερα έσβησε. «Φαρμάκι και μαχαίρι, φαρμάκι κι μαχαίρι ενθύμιο μ’ αφήνεις». Τέτοια τραγούδια τραγουδούσα εκείνο τον καιρό. Κατά βάθος θρήνος ήτανε, τραγουδούσα βαλαντωμένη. Τον είχα αγαπήσει πραγματικά, τον είχα βαθιά πονέσει. Τον ήθελα πολύ καρντάση μου. Τον γύρεψα, έτρεξα σε μοιρατζούδες, μέχρι μια χαρτορίχτρα Μενιδιάτισσα φώναξα, παντρεμένη στα Κάστρα, να με ρίξει τα χαρτιά∙ άφαντος. Ας μην τον ξανάβλεπα, μα να ‘χε προστασία στη ζωή, να ‘βρισκε το παιδί έναν άνθρωπο να τον τραβήξει στον ίσιο δρόμο, ένα βήμα απ’ τον γκρεμό στεκόταν ο δύστυχος. Κάθε χρόνο, 17 Φλεβάρη, μέρα της εκτέλεσής του, τον ανάβω το κεράκι του. Και μ’ έρχονται στο νου τα τελευταία του λόγια τα φαρμακωμένα., καρντάση μου, κι η καρδιά μου σπαράζει, τι να σε πω. «Παιδιά σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι». Έπεσε ικέτης στους άντρες του αποσπάσματος. Αυτή ήταν η τελευταία παράκληση. Τι να σε πω! Παλικάρι μου! Θαρρείς και πήρε κάτι απ’ τη δουλειά του, ναι, από κει πήρε, αυτόν τον κυνηγούσε η ζωή, καρντάση μου, όπως κυνηγούσαν οι μοτοσυκλέτες τον κίνδυνο σ’ εκείνο τον τρελό το γύρο του θανάτου.-