Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Το επόμενο βιβλίο είναι το ''Καιροί Τεσσερεις'' της Καραμπελα Χριστίνας  και έχει εκδοθεί από τον οίκο Πόλις. Η συνάντηση θα γίνει στις 3 Ιουνίου ημέρα Τρίτη, στο σπίτι της φίλης Κας Μ. Τσομίδη,στις 11.30 π.μ.


Καιροί τέσσερεις
                    Της Χριστίνας Καράμπελα (γεν. 1963, Αθήνα)
                                    (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ)
Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί
στο λογοτεχνικό περιοδικό «δέκατα».
Το πρώτο μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα, όπου ρέει η γραφή, η εξαιρετική αφήγηση,  η αλληγορία, το χιούμορ, η μνήμη, το συναίσθημα, ο ρεαλισμός, το όνειρο, η μαγεία.   Ένας κόσμος μέσα από τα μάτια γυναικών πάνω και κάτω από τη γη. Ένα  βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα, που χαμογελάς/γελάς από την αρχή μέχρι το τέλος. Ένα βιβλίο που μοιράζει γεύσεις και αρώματα ζάχαρης, καραμέλας, φρούτων που μεταλλάσσονται σε γλυκά του κουταλιού και ανοίγεις το στόμα λιγωμένος για γλύκα σωματική και ψυχική. Δεν αργείς να πάρεις χαρτί και μολύβι να γράψεις τις συνταγές που ευφραίνουν έτσι αφήνεις έξω τους άρπαγες όπως, τον πανδαμάτορα χρόνο, την χθόνια Εκάτη, τον απαγωγέα Πλούτωνα, τη μάνα Δήμητρα που διεκδικεί την κόρη της. Και, η αιώνια κόρη η Περσεφόνη το έπαθλο νίκης διελκυστίνδας παντοδύναμων θεών.  Μέχρι πότε;  Πρωταγωνιστικό ρόλο και η Ευρυδίκη σύζυγος του μουσικού Ορφέα, συνοδός στο σκοτάδι του Άδη αθώων ψυχών.. σημαντικός ο ρόλος του υποχθόνιου Χάροντα που τριγυρίζει την όμορφη κόρη έμμονος να την κατακτήσει ερωτικά.
 Ένα βιβλίο που η φύση πρωταγωνιστεί έξω και μέσα στον άνθρωπο. Το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη, το καλοκαίρι. Μέσα από τον μύθο η αλήθεια, μέσα από τη συνειδητοποίηση η απελευθέρωση και η καταφυγή σε δρόμους αυτογνωσίας. Η αέναη πάλη των φύλων, η εξουσία/εκμετάλλευση ανθρώπου σε άνθρωπο, κι όλα αυτά γραμμένα και ανασυρμένα από τους αρχαίους μύθους νυμφών και θεών του πάνω και κάτω κόσμου. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά, όπως η συγγραφέας μας τα παρουσιάζει.
Τέσσερις καιροί του σήμερα  τέσσερα κεφάλαια, το καθένα με τίτλο το όνομα του αφηγητή που δραματοποιεί τα γεγονότα.
Καιρός πρώτος: Της Ρούλας
Φθινόπωρο.  Η ηλικιωμένη μάνα, πάσχει από ζάχαρο, είναι στο  τελευταίο στάδιο ζωής. Ρούλα το χαϊδευτικό της, Δήμητρα το όνομά της. Ζει σ’ έναν πύργο, χτισμένο τον περασμένο αιώνα, στο Μαρούσι. Πιστεύει ότι ο κόσμος θα ‘ταν καλύτερος χωρίς άντρες. Εξ’ άλλου από γιαγιά προς γιαγιά γέννησαν από μια κόρη και όλες μισούσαν τους άντρες και, οι άντρες ή τις παράτησαν ή τους απόδιωξαν. Η προγιαγιά η Ερατώ ήταν η εξαίρεση το φάντασμά της κάνει ό,τι μπορεί να ελαφρύνει το μίσος στέλνοντας σημειώματα, γραμμένα σε ελληνικά της εποχής της. Τα γλυκά του κουταλιού είναι η παράδοση τους και παρότι το ζάχαρο της Ρούλας την στέλνει βήμα το βήμα στον Άδη, εκείνη επιμένει να τα φτιάχνει και να τα  δοκιμάζει  συνταγές πολλές, φρούτα πάμπολλα. Της λείπει η συνταγή για γλυκό ρόδι και οι ροδιές του κήπου της, γεμάτες καρπούς. Η ροδιά με τον πολύσπερμο καρπό της. Η γονιμότητα. Της λείπει εδώ και πέντε χρόνια η κόρη της σπουδάζει στο Παρίσι. Μια κάρτα το χρόνο λαβαίνει στη γιορτή της που γράφει:
(σελ.15) ΄΄είμαι καλά, ελπίζω το ίδιο κι εσύ μητέρα, τις ευχές μου για την ονομαστική σου εορτή.’’  Κάθε χρόνο η ίδια ευχή, απαράλλαχτη. Σαν να τις έχει γράψει όλες μαζί και να τις ταχυδρομεί, μία τον χρόνο, μία ίδια κάρτα κάθε χρόνο.
(σελ. 30) το κυδώνι δεν είναι ακριβώς γλυκό, είναι είδος πρώτης ανάγκης, το έχεις πάντα στο σπίτι, μαζί με το σιμιγδάλι για χαλβά, το ψωμί, το λάδι, το γάλα, τις ελιές και τα μπαχάρια. Το κυδώνι δεν το συμπεριλαμβάνεις στα κεράσματα, δεν το στέλνεις σε άλλα σπίτια, είναι οικόσιτο, δεν το μοιράζεσαι, όπως δεν δανείζεται το κατσούλι του σπιτιού ούτε ο όφις ο οικουρός.
Καιρός δεύτερος: Του  Χαριτόπουλου
Χειμώνας. Ο φωτοευαίσθητος Χαριτόπουλος, δικηγόρος για την εκτέλεση διαθήκης της συχωρεμένης Ρούλας. Λιπόσαρκος, χλωμός, αποπνέει μυρουδιές θειαφιού και λιβανιού, όπου δείχνει, καθώς και το όνομα του (από το Χάρος) τον χθόνιο τόπο του. Ερωτεύεται την όμορφη Πέρσα, κόρη της εκλιπούσης Ρούλας. Την πολιορκεί ερωτικά, καταφέρνει να την πάρει  και να την κλείσει στον υπόγειο χώρο του, να την κοιμίσει.. μέχρι που..
Καιρός τρίτος: Της Ευρυδίκης
Άνοιξη. Η πανύψηλη Ευρυδίκη, υπηρέτρια της Ρούλας και νταντά της Πέρσας, που όπως έλεγε η μακαρίτισσα η Ρούλα:  (σελ. 17)  την άνοιξη, αν δεν έχω σαπίσει, ίσως ξεκινήσω τους περιπάτους στο κτήμα, η Ευρυδίκη αντέχει να με υποβαστάζει, ζυγίζει ογδόντα κιλά κόκαλα και δέκα λίπος. Δεν θέλει, λεει, ν’ αφήσει πολλή τροφή για τα σκουλήκια.
Η άνοιξη, ο ανθισμένος κήπος. Τα αρώματα των λουλουδιών συνηγορούν όχι μόνο τον έρωτα της  Ευρυδίκης για τον Αιμίλιο εξ Αλβανίας, αλλά και  γονιμότητας όπως της κοντοπίθαρης Φώφης της μεσίτριας (νοίκιαζε το σπιτάκι στον κήπο του πύργου) που λύσσαγε να τεκνοποιήσει και με το δίκιο της. Τα μεγάλα της βυζιά την τοποθετούσαν στην κατηγορία της βυζάστρας και το σατανικό της μυαλό στη θέση της «καρέκλας». Δεσπόζει στο κείμενο η καρέκλα, όπως μας διηγείται η Ευρυδίκη (σελ. 110) είχε καθίσει η Πέρσα και πριν από την Πέρσα η μάνα της η Ρούλα, και πριν από τη Ρούλα  η μάνα της η Βαρβάρα, και πριν από τη Βαρβάρα η μάνα της η Ερατώ. Κάθισα εκεί, και για μια στιγμή ήθελα πολύ να ήταν δική μου κόρη η Πέρσα, για να μπορώ, να έχω το δικαίωμα δηλαδή, να την τουλουμιάζω στα χαστούκια
Καιρός τέταρτος: Της Πέρσας
Καλοκαίρι.
Ταξιδεύει η Πέρσα  μαζί με την ασθματική της νόσο, ψάχνει λόγια, θύμησες, ρίζες, ψάχνει τον εαυτό της. Σταθμός τα πατρικά χώματα, μάλλον τα μητρικά χώματα. Εκεί σ’ ένα παγκάκι, (σελ.181) μύριζε τις χίλιες μυρουδιές της Σμύρνης, και καθώς εισέπνευσε με όλη τη δύναμη των πνευμονιών της, ένας γλάρος προσγειώθηκε δίπλα της.... άνοιξε την τσάντα της, το χάρτινο σακουλάκι με τα υπολείμματα από τα κουλούρια με το σουσάμι, τα έχυσε στην παλάμη της και του τα πρόσφερε, έσκυψε εκείνος και διάλεξε από το χέρι  της τέσσερα σπυριά ροδιού, τα έφαγε αργά το ένα μετά το άλλο, έτριψε για λίγο το κεφάλι του στο χέρι της, άνοιξε τα φτερά κι έφυγε....
Τώρα πια μπορούσε να ξεχωρίσει τις μυρωδιές, πολλές κι ευδιάκριτες, μαλλί γριάς, ποπ-κορν, μπαρούτι από πυροτεχνήματα που μόλις εκτοξεύτηκαν, φρεσκοτηγανισμένοι λουκουμάδες, σιρόπι από μέλι και καρύδια, μήλα βουτηγμένα στην καραμέλα, ο άνεμος από τη θάλασσα τις έφερνε, μια μια στην αρχή, μετά όλες μαζί, το καλοκαίρι τελείωνε, την υγρασία την είχε ρουφήξει το μελτέμι και η Πέρσα ανέπνεε με άνεση...............
Ευγενία Μακαριάδη