Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

24 του Γιάννη Γορανίτη, εκδόσεις Πατάκη

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στη Δημοτική Κοινότητα Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλιο του Γιάννη Γορανίτη " 24", εκδόσεις Πατάκη.


Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για αυτο το βιβλίο:
Το 24 είναι το πρώτο του βιβλίο. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς, έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ιστοσελίδες και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους.
Είκοσι τέσσερα διηγήματα, σπαράγματα μυθιστορήματος, κάθε στάση του τρένου και μια ιστορία. Ιστορίες έξω και μέσα στα βαγόνια. Ιστορίες που θυμίζουν τον εαυτό μας. Μια διαδρομή-ταξίδι από Κηφισιά μέχρι Πειραιά αρχή και τέλος; Τέλος και αρχή; Το ταξίδι κρύβει το συμπαντικό μικρόκοσμό μας, εικοσιτέσσερις στάσεις, κάθε στάση μια ανάσα και ξανά στο τρέξιμο. Μια  καθημερινή διαδικασία για την έγκαιρη επιβίβαση –μη χάσουμε το τρένο- μια διαδρομή άγχους –μην αργήσουμε στη δουλειά, αγωνίας να είμαστε στο νοσοκομείο κοντά σε αγαπημένο -η ζωή και ο θάνατος στο ζύγι- και άλλες φορές επιβίβαση με ρυθμούς περιπάτου και ραχατιού να γεμίσει μέρος του 24ώρου. Εικοσιτέσσερις φωτογραφίες, μαγνητοσκοπούν προφίλ ανφάς πρόσωπα, λόγια, σκέψεις. Βλέπουμε κι ακούμε μέσα σε μια ώρα τη ζωή  να φωνάζει, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον σιδηροδρομικό θόρυβο,  να σταματάει απότομα με ένα κλικ. Μια ανάσα και η ζωή βοά, κινείται αέναα, ταξιδεύει κάθε φορά με παλιούς και νέους επιβάτες. Ταξιδεύει  με σκιές πάμπολλες. Τα ίχνη, οι μυρωδιές γέρων, νέων, παιδιών αιώνες τώρα στα ίδια βαγόνια. Στα ίδια βαγόνια χαμόγελα, λύπες, φωνές, γέλια, δάκρυα,  όπου ο συγγραφέας βάζει δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων και όχι μόνο.
Στα ίδια βαγόνια καθόμαστε ενάμιση αιώνα τώρα, από Πειραιά ανεβαίνουμε Κηφισιά. Αρχή και τέρμα. Από Κηφισιά κατεβαίνουμε Πειραιά. Αρχή και τέρμα. Τέρμα και Αρχή. Το κάθε βαγόνι απορρόφησε και απορροφά αμέτρητες ιστορίες η μια παρεισφρέει στην άλλη. Ιστορίες που οι φωνές τους χάθηκαν και χάνονται στις χαλύβδινες σιδηροτροχιές.  Με το τρένο χωμένοι κατάβαθα στο σκοτάδι.  Με το τρένο ανασυρμένοι στο φως.
Τ’ αυτί του συγγραφέα καταγράφει τις συζητήσεις των επιβατών, τα προσωπικά τους τηλεφωνήματα, μπαίνει στη σκέψη τους, στη σκέψη που τρέχει μέσα στην αγωνία της καθημερινότητας. Χανόμαστε, δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, τους γύρω μας, κολυμπάμε στο χάος της ζωής καθορίζουμε τον χρόνο με ημερομηνίες,             ακούμε μουσική με τα headphones στ’ αυτιά, ενόσω υποκρούουν φωνές συνανθρώπων μας. Στις γραμμές του τρένου αυτοκτονούν. Στα βαγόνια του την απόλυτη προσοχή μας. Όχι  όπως της μάνας που η κουβέντα την παρασύρει κατεβαίνει σε λάθος στάση και δεν αντιλαμβάνεται την εξαφάνιση του παιδιού της με τη μεστή, θα έλεγα, σκέψη. Και τέλος ας ψάξουμε μαζί με τον συγγραφέα ποιος είναι αυτός που δεν μιλάει με κανέναν, αλλά διηγείται με το «νι» και με το «σίγμα» την οικογενειακή του κατάσταση και όχι μόνο...
                                             **--**--**
*Η γυναίκα-μάνα στήριγμα στο παιδί της, παραδομένο στην καταστροφή των ουσιών, γιατί
«τόσα χρόνια στα προγράμματα, έναν πατέρα δεν είδα όλο μανάδες. Μαθημένες στα ψέματα, δεν τις χαλάει ένα ακόμα και η μάνα μου το ξέρει, αλλά ήθελε να το παλέψουμε. Έτσι έλεγε. Να το παλέψουμε».
*Αγωνία μέχρι να φτάσεις στο ΚΑΤ, θα προλάβεις να τον δεις ζωντανό; Ήταν ένας έρωτας. Ένας μεγάλος έρωτας αν και του ήσουν θυμωμένη.
«Μετράς από μέσα σου τα δευτερόλεπτα μέχρι να κλείσουν οι πόρτες, κάθε δευτερόλεπτο κι ένας χτύπος της καρδιάς..»
*Τι γυρεύεις μες στο τρένο με γαλάζιες παιδικές πιζάμες και παντοφλάκια με λιοντάρια; Ευτυχώς που δεν είμαι γυμνή σκέφτεσαι. Ποιος σε σημαδεύει με όπλο; Ζητάς βοήθεια. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει, ζεις στην αλήθεια του παραμυθιού σου.
*Η Έλλη νεαρή συγγραφέας σκέφτεται το κείμενο της που έστειλε στον εκδότη της, όταν άκουσε διαφορετικά το όνομά της
«Ελιζαβέτα». Μιλάει μια γυναίκα με σπαστά ελληνικά:
«(Η )Μπήκε νύχτα στο κλινική, άντρα πολλοί, φωνάζει έξω ξένοι έξω παράνομος. Στο νοσοκομείο την πιάσει. Μπήκε νύχτα στο κλινική, άντρας πολλοί, φωνάζει έξω ξένοι, έξω παράνομος, μπήκε θαλάμο έδιωχνε νοσοκόμα. Ελιζαβέτα φωνάζει, πώς φύγω, γιαγιά εγκεφαλικό, άντρας βγάλει έξω Ελιζαβέτα, κλοτσές, αστυνομία πάει, δεν πιάνει άντρας, πιάνει ‘Ελιζαβέτα, ε, τώρα απέλαυση». (Θ) Απέλαση το λένε>>.
* Ας ακούσουμε κι αυτή τη φωνή.
«Αυτοί κάνουνε πως με πληρώνουνε κι εγώ κάνω πως δουλεύω. Σιγά τα λεφτά, αλλά κι αυτά θα μου λείψουνε, έχω παιδιά να ταΐσω, γυναίκα να ταΐσω… για πάρτη μου δεν χαλώ τίποτα. Έναν καφέ την ημέρα. Ενενήντα σεντς, αφήνω ευρώ στην κοπέλα. Φτωχύναμε, αλλά μη γίνουμε και γύφτοι. Ωραίο κομμάτι. Της τον σφύραγα άνετα..»
*Να μην σου τύχει να είσαι μες στο τρένο, μαζί με τον αφηρημένο τρομοκράτη, αλλού προορίζεται η σακούλα με την προκήρυξη και τις ντομάτες στ’ αριστερό του χέρι και αλλού τα δυναμιτάκια με όσες ντομάτες περίσσεψαν στο δεξί.

Ας ακούσουμε κι άλλες φωνές. Πολλές ασταμάτητες φωνές σαν τα τζιτζίκια το καλοκαίρι.
*           «Κουβαληθήκανε εδώ πέρα και κάνανε τις ζωές μας άνω κάτω, μας βαράνε, μας ληστεύουνε, μας σπαν’ τα μαγαζιά, σε λίγο θα μας πηδάνε και τις κόρες. Συγγνώμη κιόλα, κυρ-Δημήτρη. Τι να κάνουμε, να καθόμαστε να τους κοιτάμε;……. Ε και να ‘χα καραμπίνα, έναν έναν θα τους καθάριζα».
*           <<Η μάνα του δεν ήξερε να γράφει. Ούτε να διαβάζει. Την τελευταία φορά στο γηροκομείο δεν τον αναγνώρισε καν. Κάθισε δίπλα της και κράτησε το αριστερό της χέρι μέσα στα δικά του. «Βοήθεια» φώναξε. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς το μέρος της… Ο Πέτρος έμεινε με τα χέρια ανοιχτά, παράλληλα μεταξύ τους, λες και είχε μόλις απελευθερώσει ένα αιχμάλωτο πουλί…. «καλά που ήρθες» είπε εκείνη στον νοσοκόμο και χάιδεψε την ανάστροφη της παλάμης του. «Αυτός θα με βίαζε» και έδειξε τον Πέτρο>>.
*           <<Ένα από αυτά τα δάχτυλα του γέρου –ο δείκτης του αριστερού χεριού για την ακρίβεια- είχε δείξει στον έφηβο τότε Προκόπη τον δρόμο της εξόδου. «Δεν μπορεί αυτή η πόρνη να κοιμηθεί στο κρεβάτι της μάνας μου» του είχε πει με φωνή τρεμάμενη αλλά κατά βάθος σίγουρη ο Προκόπης…
Σήκωσε το αριστερό του χέρι…. ο Προκόπης ευχήθηκε να το κατεβάσει στη μούρη του, να του ανοίξει τη μύτη να του σκίσει τα χείλη, να του σπάσει ει δυνατόν ένα δυο δόντια….. «Όταν γυρίσω, μη σε βρω εδώ, είπε με σταθερή φωνή και του έδειξε την πόρτα>>.
*           «το πρωί στο βαγόνι άκουσε ένα νέο κορίτσι να διαμαρτύρεται «κάθε μέρα τίγκα ο ηλεκτρικός. Πού πάνε πέρα δώθε τόσοι γέροι;»……… Το πρόσωπό της εκπέμπει την ψευδαίσθηση του άφθαρτου. Στα διαυγή της μάτια διαβάζει τη βεβαιότητα ότι την περιμένει μια ζωή γεμάτη ευκαιρίες. Ούτε που θα καταλάβεις για πότε και πώς θα τις σπαταλήσεις, σκέφτεται. Ούτε που θα καταλάβεις για πότε θα συνωστίζεσαι σε γεμάτα βαγόνια, για πότε θα μετακινείσαι άσκοπα σε μια πόλη που δεν σ’ έχει ανάγκη».


Και άλλες φωνές αέναες, λέξεις, λόγια που φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια μας, μπαινοβγαίνουν στα αυτιά μας, καμιά φορά στη σκέψη, ίσως και στην καρδιά μας
 
Η Αρετή Καράμπελα μετά την συνάντηση της Λεσχης μας έγραψε:
 
Η ομάδα, στο βιβλίο του Γιάννη Γορανίτη, 24, διέκρινε πολλές όψεις της σύγχρονης ζωής, όχι βέβαια ευχάριστες, πλην όμως αληθινές. Οι επιβάτες του συρμού, άλλοτε εσώκλειστοι στο δικό τους σύμπαν κι άλλοτε ωτακουστές και παρατηρητές των άλλων, αναμετρώνται με τα δύσκολα και αδιέξοδα του βίου τους. Με γλωσσική πιστότητα, οι ήρωες υποδύονται τους ρόλους τους και βυθίζονται στα όρια του κόσμου και του εαυτού, αυθόρμητα και αθόρυβα. Νέοι, γέροι, μικρά παιδιά, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, πειστικά εκφέρουν τη ζωή τους σε εικόνα και λόγο, τραβώντας την κουρτίνα των προφανών και ανομολόγητων, στη διάρκεια των 24 σταθμών του τρένου. Επιβιβαστείτε. 

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στη Δημοτική Κοινότητα Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλιο του Ίαν Μακ Γιούαν " Νόμος περι Τέκνων", εκδόσεις Πατάκη.

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο αυτό:
Πυκνή και ψυχρή, θα έλεγα, στο βιβλίο αυτό, η γραφή του πολυβραβευμένου – σπουδαίου συγγραφέα Ίαν Μακ Γιούαν. Θίγει θέματα κοινωνιολογικά, ως οι επαγγελματικές  και ερασιτεχνικές απασχολήσεις, οι δικαστικές αποφάσεις - άλλες σωστές, άλλες επικίνδυνα λαθεμένες- οι μακροχρόνιες συζυγικές σχέσεις με βασικό κορμό τη συνήθεια, όπως οι ηλικιωμένοι ήρωες του βιβλίου,  η εκτροπή της συνήθειας αυτής,   από την υποβόσκουσα ερωτική ορμή των νιάτων και τέλος οι αποφάσεις, στο ατομικό ζύγι του καθενός, άλλες σωστές και άλλες λαθεμένες μέχρι θανάτου.
Όπως τα περισσότερα έργα του συγγραφέα οι σκηνές κυλούν κινηματογραφικά. Στο «Νόμος περί Τέκνων», μας μεταφέρει σε περιβάλλον αστικό, ανθρώπων επιστημόνων, με οικονομική επιφάνεια και καριερίστικη αντίληψη. Οπωσδήποτε με χόμπι όπως το πιάνο και η κλασική μουσική για την 59χρονη δικαστίνα Φιόνα Μέι, ηρωίδα του έργου και τον σύζυγό της Τζακ, καθηγητή πανεπιστημίου, αφοσιωμένο στις γεωπολιτικές του διαλέξεις και στην αγάπη του για την τζαζ μουσική.
Η Φιόνα στο Ανώτατο δικαστήριο – τμήμα Οικογενειακών Υποθέσεων- είναι καθημερινά απασχολημένη και σε ετοιμότητα, καθ’ υπέρβαση,  με την απαιτητικότητα της δουλειάς της,  χρειάζεται την άμεση επίλυση σοβαρών υποθέσεων με λεπτό και ευκταίο τρόπο. Η οδύνη των υποθέσεων, γάμοι διαλύονται, καυγάδες συζύγων για τα  παιδιά, θρησκείες αντιδρούν με φανατισμό στον ορθό λόγο, παίζοντας τη ζωή 17χρονου παιδιού με τον   θάνατο, εξιτάρουν και εντυπωσιάζουν την Φιόνα, της οποίας το όνομα είναι στο επίκεντρο των αξιέπαινων δικαστών.
Έχει  στα χέρια της  την υπόθεση του 17χρονου Άνταμ, πάσχει από λευχαιμία, αλλά αρνείται πεισματικά, όπως και οι γονείς του,  στην μετάγγιση αίματος, που θα του σώσει τη ζωή του, για θρησκευτικούς λόγους.
Πριν βγάλει απόφαση,  η Φιόνα ζητάει να δει τον νεαρό Άνταμ, σε λίγους μήνες ενηλικιώνεται και δεν θα έχει καμιά  δικαιοδοσία επάνω του.
Μια συνάντηση, μια κουβέντα μ’ ένα άρρωστο παιδί. Ένα παιδί συγκροτημένο, με ιδέες, έγνοιες και ανησυχίες ενηλίκου. Μια συζήτηση μαζί του φέρνει την καθαρή εικόνα του προγενέστερα καλού γάμου της. Γάμος με έρωτα, γάμος χωρίς παιδιά, με την καριέρα αμφοτέρων να υπερτερεί. Γάμος  που φθείρεται με την κακή χρήση του χρόνου. Οι νόμοι είναι ορθοί, την καλύπτουν στις αποφάσεις της, έναντι εκείνων των συναισθημάτων, πίστεως και ηθικής του κάθε ανθρώπου.
Η Φιόνα με ένα βλέμμα, λίγα λόγια και σύμμαχο τον Νόμο σώζει το παιδί. Πρωτόγνωρα συναισθήματα διακατέχουν τον νεαρό και πέφτει με ορμή ταύρου για τα μάτια της Φιόνας, για τον έρωτα, για την αγάπη, για τη φιλία, για τη ματιά της μάνας, όπως εκείνος ήθελε.
Η Φιόνα τον τράβηξε πίσω στη ζωή, εκείνος  την ευχαριστεί με ένα ερωτικό φιλί  στο στόμα κι εκείνη ανταποδίδει με αίσθημα ενοχής και δεν αργεί να επανέλθει στις συμβατικές της υποχρεώσεις και στην κοινωνική ηθική, αναφορικά με τον έρωτα. Ο νεαρός της γράφει ποιητικές επιστολές σε αχνογάλαζες σελίδες, που εκείνη καταχωνιάζει κυρίως από τον εαυτό της. Μέχρι που τ’ αγόρι  αγνά και άδολα της επιστρέφει τη ζωή που του χάρισε.

**Βάδισε αργά στην οδό Θίομπαλντ συνεχίζοντας να αναβάλλει τη στιγμή της επιστροφής. Αναρωτιόταν ξανά μήπως η αγάπη που είχε χάσει ήταν γι’ αυτή μια σύγχρονη μορφή ευυποληψίας, μήπως αυτό που φοβόταν δεν ήταν η περιφρόνηση  και ο εξοστρακισμός, όπως στα μυθιστορήματα του
Φλωμπέρ και του Τολστόι, αλλά οίκτος. Η μετατροπή της σε αντικείμενο γενικευμένου οίκτου ήταν επίσης μια μορφή κοινωνικού θανάτου. Ο δέκατος ένατος αιώνας βρισκόταν πιο κοντά απ’ όσο πίστευαν οι περισσότερες γυναίκες. Το να την πιάσουν στα πράσα να παίζει τον ρόλο της σ’ ένα στερεότυπο φανέρωνε μάλλον κακό γούστο παρά ηθικό παράπτωμα. Ανήσυχος σύζυγος  στην τελευταία του ζαριά, γενναία συμβία που διατηρεί την αξιοπρέπειά της, νεότερη γυναίκα απόμακρη και ανεπίληπτη. Κι εκείνη που είχε νομίσει ότι οι μέρες που υποδυόταν το οτιδήποτε είχαν τελειώσει πάνω στο καλοκαιρινό γρασίδι,  ακριβώς πριν ερωτευεί.**

H Aρετή Καραμπελα έγραψε τα παρακάτω μετα την συνάντηση της Λέσχης για το βιβλιο αυτό:
Το βιβλίο του Ίαν Μακ Γιούαν, Νόμος περί τέκνων, κινητοποίησε την ομάδα. Ο Νόμος και η Ηθική, η ηθική της ατομικής συνείδησης, η θρησκευτική προσήλωση, η φθορά μέσα στο γάμο, το ατομικό και το συλλογικό, σ' ένα παστίς με αριστοτεχνικές συναρμογές. Όπως και στη ζωή, η ιστορία μας επιφυλάσσει ένα αμφίθυμο τέλος.Η ηρωίδα επιστρέφει στην κανονικότητα της ζωής της και ο άρρωστος προστατευόμενός της, πεθαίνει.