Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί στις 14 Νοεμβρίου στην Βιβλιοθήκη του Δήμου Διονύσου στις 18.00 όπου θα αναλύσουμε το βιβλιο τηςΡιβέρα-Λετελιέ-Ερνάν " Η Αφηγήτρια Ταινιών" απο τις εκδοσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ.




  Η Ευγενία Μακαριάδη εισηγήθηκε:
Ο συγγραφέας, βασίζει το έργο του σε πραγματικά γεγονότα,  όπως  η εκμετάλλευση από Άγγλους, Γερμανούς και άλλους κατακτητές, της Χιλιανής ερήμου Ατακάμα, πλούσια σε κοιτάσματα νατρίου. Αφηγείται χωρίς λογοτεχνική διατύπωση (θα έλεγα), την ιστορία ανθρώπων που ζουν κάτω από τον αυταρχισμό εταιρίας που εκμεταλλεύεται τον τόπο τους και τους χρησιμοποιεί ως κολίγους- εργάτες των ορυχείων, στη Χιλιανή έρημο του τόπου τους. «Τσιφλικάδες», λοιπόν, των πλούσιων κοιτασμάτων νίτρου σε χωριό της Χιλής, που το ονομάζουν (οι αυθαίρετοι ιδιοκτήτες) «οικισμός της Εταιρίας Νίτρου». Οι γηγενείς δεν έχουν δικαίωμα ούτε στην ονομασία του χωριού τους και όχι μόνο. Στερούνται των βασικών αναγκών, σε στέγη, υγεία, σίτιση.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η αφηγήτρια Μαρία-Μαργαρίτα αναφέρεται στα παιδικά – εφηβικά της χρόνια, καθώς και σ’ αυτά που διαδραματίζονται στο χωριό της. Οι περισσότεροι κάτοικοι του φτωχού αυτού χωριού είναι εργάτες των ορυχείων. Άλλη διασκέδαση από τον κινηματογράφο δεν έχουν. Όμως και για το εισιτήριο χρήματα δεν περισσεύουν. Έτσι και στην οικογένεια της μικρής Μαρίας – Μαργαρίτας, δεν περισσεύουν χρήματα για το σινεμά που λατρεύει όλη οικογένεια. Ειδικά μετά το εργατικό ατύχημα του πατέρα της, που τον άφησε ανάπηρο. Είναι καθηλωμένος σε αυτοσχέδιο καρότσι. Τα αδέρφια της προσάρμοσαν στην πολυθρόνα του ρόδες παλιού τρικύκλου, μια και η εταιρία αδιαφόρησε να διαθέσει στον δουλευτή της αναπηρικό αμαξίδιο. Κι άλλη ατυχία αναστατώνει το σπιτικό τους, όταν η μητέρα, αμέσως μετά το ατύχημα  εγκαταλείπει τον ανάπηρο σύζυγο και πέντε παιδιά, γιατί θέλει να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, που είναι το τραγούδι και ο χορός. Αποφασίζουν, με την προτροπή του πατέρα τους, να πηγαίνουν τα παιδιά εκ περιτροπής στο σινεμά και στο σπίτι να αφηγούνται την ταινία που είδαν. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Μαρία-Μαργαρίτα θα πρέπει να πηγαίνει στο σινεμά και μετά να τους λέει το έργο. Και αυτό γιατί όχι απλώς αφηγείται αλλά παίζει θεατρικά την κάθε σκηνή και πολλές φορές αυτοσχεδιάζει. Η οικογένεια απολαμβάνει την αφήγηση και δεν έχουν καμιά επιθυμία πλέον να πάνε στο σινεμά. Δεν αργεί να ακουστεί στο χωριό το ταλέντο της μικρής, μέχρι που κατακλύζουν το μικρό τους σπίτι (ένα μικρό παράπηγμα από λαμαρίνες με ανοίγματα για πορτοπαράθυρα)  για να την δουν, να την ακούσουν και θαυμάσουν. Τόσο πολύ τους γοητεύει, που μετά από παρότρυνση θεατή, αποφασίζουν να βάλουν ένα κονσερβοκούτι στην είσοδο και να αφήνει ο καθένας την προσφορά του. Έτσι ο ένας τοίχος της παράγκας γίνεται σκηνή, μάλλον οθόνη, και στη μικρή αφηγήτρια με το ξεχωριστό ταλέντο, δίνουν το τιμητικό παρατσούκλι «συνεράιδα». Συνηθισμένα τα παρατσούκλια στο χωριό.  Έχουμε δεκαετία του '60, δεν αργεί η είσοδος της τηλεόρασης, και η πτώση του κινηματογράφου, παράλληλα με την παρακμή και την καταστροφή της οικογένειας.  

Ο συγγραφέας διασαφηνίζει την αξία της τέχνης, που εκκολάπτεται ακόμα και σε παράγκα. Γραφή που καταγράφει σε απλή γλώσσα  και με χιούμορ πολλές φορές) σκληρά γεγονότα βάναυσης συμπεριφοράς, σεξουαλικής κακοποίησης κοριτσιών και εγκληματικής εκμετάλλευσης αυτών που έχουν την εξουσία σε ανθρώπους και πράγματα.

-Η σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα με μάγευε. Στα μάτια μου φάνταζε σαν σπήλαιο μυστηριώδες, μυστικό, μονίμως ανεξερεύνητο. Με το που περνούσα τις βαριές βελούδινες κουρτίνες, είχα την αίσθηση ότι άφηνα την πεζή πραγματικότητα κι έμπαινα σ’ έναν θαυμαστό μαγικό κόσμο.

-Κάθε δειλινό είναι σαν το τελευταίο πανοραμικό πλάνο κάποιας παλιάς ταινίας, μιας ταινίας τεκνικολόρ και σινεμασκόπ, με υπόκρουση το θόρυβο του ανέμου πάνω στις λαμαρίνες. Μιας ταινίας που επαναλαμβάνεται  μέρα με τη μέρα. Άλλοτε θλιβερή, άλλοτε λιγότερο θλιβερή.
Που έχει όμως πάντα το ίδιο τέλος:
Στο βάθος αυτής της μεγάλης δειλινής οθόνης, βλέπω να  ξεμακραίνει ο πατέρας μου καθισμένος στην πολυθρόνα του με τις ρόδες, βλέπω να ξεμακραίνουν τ’ αδέλφια μου, ένα, ένα, και η μητέρα μου με τα μεταξωτά της μαντίλια να ανεμίζουν. Τους βλέπω να φεύγουν όπως έφυγαν οι κάτοικοι του οικισμού, τους βλέπω να χάνονται στον ορίζοντα σαν αντικατοπτρισμοί, καθώς η μουσική σβήνει σιγά σιγά, ενώ πάνω από τις φιγούρες τους προβάλλει κατηγορηματική , μοιραία, η λέξη που κανείς ποτέ δεν θέλει να διαβάσει: