Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Η Διαθηκη της Μαριας του Κολμ Τομπίν εκδ.ΙΚΑΡΟΣ



 Η επόμενη συνάντησή μας θα γίνει 2-3-16  με το βιβλίο ’’Η διαθήκη  της Μαρίας’’του

Κολμ Τομπίν από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, στην βιβλιοθήκη στις 11,30 π.μ.
Είναι η πρώτη Τετάρτη του μήνα





 H Αρετή Καράμπελα έγραψε:
Πώς μπορείς να απομονώσεις το θείο δράμα και να το δείς ανθρώπινα;
 Ο Τομπίν, στη διαθήκη της Μαρίας, το κατορθώνει, έστω κι αν μέσα από τη μητέρα του θεανθρώπου, βλέπει τη βασανισμένη, πλην δυνατή μάνα των πολεμιστών του IRA.
 Η δική του Παναγία, φοβάται για τη ζωή της και αφήνει το γιο της να ξεψυχήσει μόνος. Δεν πιστεύει στα θαύματα, απομυθοποιεί τους Αποστόλους και δραπετεύει από το κλασικό σκηνικό των Γραφών, κρατώντας παραμάσχαλα μέχρι το θάνατο, τα όνειρα και τον άφατο πόνο της.
 Η υπνωτιστική, μακροπερίοδη γραφή του Τομπίν, συγκινητική και σάρκινη, αιχμαλώτισε την ομάδα ανάγνωσης, έστω κι αν κάποιοι διαφώνησαν με την ασυνήθιστη στάση της Μαρίας.
 Η γλώσσα της ψυχής  δεν έχει φύλο,  για τα όρια του κακού, της εξουσίας, της εξέγερσης, της σκληρότητας και του φόβου στη ζωή μας.  

  H Ευγενία Μακαριάδη έγραψε:
Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, γλαφυρή γλώσσα, με θέμα την αποξένωση της μάνας από τον ενήλικα γιο της.
Αβάσταχτη η μοναξιά της μάνας, ηρωίδας του βιβλίου, από το δούναι και λαβείν  της τρυφερότητας κατά τη νηπιακή και παιδική ηλικία του παιδιού της –ως και των περισσοτέρων μανάδων- θα έλεγα.
Στα γεράματα κλεισμένη στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού της, πενθεί τη φρικαλέα θανάτωσή του γιου της.  Στο δωμάτιό του υπάρχει η καρέκλα του που όχι μόνο δεν επιτρέπει σε κανέναν να την αγγίξει, αλλά απειλεί με μαχαίρι όποιον την παρακούσει, γιατί «ανήκει στη μνήμη, ανήκει σ’ έναν άνθρωπο που δεν θα γυρίσει, που το σώμα του είναι πια χώμα, αλλά που  κάποτε διαφέντευε το σύμπαν».  Δεν θα γυρίσει.
Ο Τομπίν έγραψε μια φανταστική ιστορία με πρόσωπα από την καινή διαθήκη και συγκεκριμένα του Ιησού και της μητέρας του Μαρίας  οπωσδήποτε δεν έχει να κάνει με την αγιότητα των δυο αυτών προσώπων όπως περιγράφονται στα Ευαγγέλια, στις αποστολικές επιστολές, καθώς και σε χριστιανικές πηγές, αλλά σε ένα μονόλογο μιας γερασμένης και πονεμένης μάνας, που αναθυμάται τον βασανισμό και τον μαρτυρικό θάνατο του γιου της πάνω στο σταυρό. Έτσι, έχουμε εικόνες της Ιερουσαλήμ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όπου οι παραβάτες του νόμου, όπως ληστές, στασιαστές, ανατρεπτικοί και άλλοι,  τιμωρούνται με σταύρωση. Ο Ιησούς καταδικάστηκε να σταυρωθεί, διότι ασέβησε στα θεία, σύμφωνα με τις ιουδαïκές αρχές, διακηρύττοντας ότι είναι υιός του Θεού καθώς και ως ανατρεπτικός εφ’ όσον ισχυριζόταν ότι είναι ο βασιλιάς των ιουδαίων.
Ο συγγραφέας σε πολλά του έργα έχει αναφερθεί στις σχέσεις μάνας-γιου. Στην περίπτωση της «Διαθήκης της Μαρίας», όπως αναφέρει και η μεταφράστρια του έργου Αθηνά Δημητριάδου στο εξαίρετο επίμετρό της, δείχνει τη στενοχώρια τής μάνας για την αποκοτιά του παιδιού της να αυτοαποκαλείται «υιός του Θεού» και να το πληρώνει με το θάνατό του. Όλα αυτά παραπέμπουν να δούμε τον ήρωα σα μαχητή του IRA, μια και (όπως γράφει στο εσώφυλλο του βιβλίου) η οικογένειά του συγγραφέα ήταν ιδιαιτέρως πολιτικοποιημένη, δεδομένου ότι ο παππούς του και ένας θείος του ήταν μέλη του IRA.
Ας ακούσουμε τώρα το μονόλογο της γερασμένης μάνας, που μας αφηγείται με λεπτομέρειες τον κόσμο που βρίσκεται σε αναταραχή, εκείνη την εποχή, «το τέλος μιας  εποχής», μια και τίποτα δε μένει αμετάβατο.
Η Μαρία, μάνα του εσταυρωμένου, νιώθει αβάσταχτο πόνο όχι μόνο για το χαμό του παιδιού της, αλλά για τις ερινύες  που την καταδιώκουν, γιατί λάκισε λίγο πριν εκείνος εκπνεύσει και δεν τον πήρε αγκαλιά και μετά να τον θάψει όπως  οι κανόνες της πίστης της υπαγορεύουν και όλα αυτά γιατί φοβήθηκε τη σύλληψή της από τους σπιούνους της χώρας, που καραδοκούσαν.
Στην αρχή του έργου, μας λεει το πόσο ενοχλείται από τους γραφιάδες, που έρχονται καθημερινά στο σπιτικό της και της ζητάνε επίμονα να πει λεπτομέρειες, όπως εκείνοι απαιτούν και ευαγγελίζονται, για να αλλάξουν τον κόσμο, όπως λένε,  και όχι όπως η ίδια θυμάται πολλά από τα γεγονότα και συγκεκριμένα της ανάστασης του Λάζαρου, το γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας, και της σταύρωσης του γιου της στην Ιερουσαλήμ. Εκνευρίζονται με τα λόγια της αν και απαλαίνουν τη φωνή τους στις ερωτήσεις τους, όμως έχουν κάτι τραχύ, κάτι βάρβαρο  και αδηφάγο, που το γνωρίζει καλά, το οσμίζεται στον αέρα, όπως οσμίζεται το ζώο που το κυνηγούν. Όμως εκείνη δεν φοβάται πια, αν και της αρέσει που φροντίζουν για την προστασία της, τη διατροφή και το ντύσιμό της. Όσα δε θέλει να ειπωθούν μένουν καλά φυλαγμένα μέσα της και κείνα που οι ακόρεστες ανάγκες τους επιζητούν δεν τα εισπράττουν, γιατί είναι ασύστολα ψέματα, όπως ότι ο γιος της, ως γιος Θεού ενανθρωπίστηκε και μια νέα εποχή μια νέα θρησκεία ανατέλλει..
Σελ. 11:  υπήρξε μια εποχή που νόμιζα ότι στ’ αλήθεια δεν είχα πια άλλα δάκρυα μέσα μου, ότι το απόθεμά μου είχε ξοδευτεί, ευτυχώς όμως κάτι τέτοιες ανόητες σκέψεις δεν μένουν για πολύ, η αλήθεια δεν αργεί να βγει στην επιφάνεια. Δάκρυα υπάρχουν πάντα, αν τα έχεις πραγματική ανάγκη.
Σελ. 23: όλη μου τη ζωή την λάτρευα την ημέρα του Σαββάτου. Η καλύτερη περίοδος ήταν τότε που ο γιος μου ήταν οκτώ εννέα ετών...  Ήταν γαλήνια τα πρωινά...  Ήταν οι ώρες που επικρατούσε η σιγαλιά και η ηρεμία, οι ώρες που κοιτάζαμε μέσα μας και σχεδόν αδιαφορούσαμε για το θόρυβο του έξω κόσμου ή για τα σημάδια που είχαν αφήσει πάνω μας οι προηγούμενες μέρες.          
Σελ. 73: ο Πιλάτος μπήκε στο κτίριο, και στον κόσμο γύρω μας σαν κάτι να άλλαξε, οι κουβέντες και οι ψίθυροι κόπασαν...... Έπιανα στον αέρα μια δίψα για αίμα....... από πλήθος που έκανε ό,τι του έλεγαν είχαν γίνει όχλος σε αναζήτηση της απροσμέτρητης ικανοποίησης που γεννούν μονάχα οι σκληριές του πόνου, η κατασπαραγμένη σάρκα, τα τσακισμένα κόκαλα.
Σελ. 105: «ήμουν εκεί», είπα. «Το έβαλα στα πόδια προτού τελειώσει, αλλά αν χρειάζεστε μάρτυρες, τότε βάλτε με κι εμένα. Όμως ένα πράγμα έχω να σας πω τώρα που μου λέτε ότι ο γιος μου έσωσε τον κόσμο. Λέω λοιπόν ότι δεν άξιζε τον κόπο. Δεν άξιζε τον κόπο».