Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Το καφέ της Χαμένης Νιότης του Πατρίκ Μοντιανό, ο συγγραφέας που πηρε το φετινό βραβείο Νόμπελ (2014)



Η συνάντησή μας για το βιβλίο  ''Στο καφέ της χαμένης νιότης'' είχε μεγάλη συμμετοχή και επιτυχία! Το βιβλίο του φετινού Νομπελίστα Πατρίκ Μοντιανό, άρεσε στην πλειοψηφία των μελών της ομάδας μας. Παρ' όλη την μελαγχολία του γκρίζου τόνου, που θύμιζε'' φιλμ νουάρ'' ,είχε μια κατάφαση για την ζωή, ακομα και σε στιγμές που οι ήρωές του βρίσκοντα ιστα όριά τους. (B.Βαλσαμάκη)



H Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το συγκεκριμένο βιβλίο:
Ένα βιβλίο μελαγχολικό, για έναν κόσμο περαστικό, για κείνους που χάνονται, για κείνους που λείπουν «πέρασμα και επιστροφή», για κείνους που ο τόπος τους είναι «οι ουδέτερες ζώνες».
Αξίζει, να διαβάσει κανείς τον Modianο τόσο, που λαχταράει να ακινητοποιήσει το χρόνο, να κρατήσει τις στιγμές, τις εικόνες του Παρισιού των μποέμ, τους δρόμους, τα στέκια, τους δυσδιάκριτους ανθρώπους μέσα σε ομιχλώδεις ατμόσφαιρες σε χάραμα, γέρμα, καπνό. Ονειρώδη τοπία, τα όμορφα «καφέ» του Παρισιού, εποχή δεκαετίας του ’60. Ανθρώπους αγαπημένους, ανθρώπους άγνωστους που τους αγαπάς. Ψυχές που αναζητάς να ξαναγυρίσουν στη ζωή, φωνές που τις ακούς μόνο εσύ όταν η απώλεια σε τυραννάει. Η μνήμη σου και ο έντονος πόθος της νοσταλγίας για ό,τι φεύγει και συ δεν ξεχωρίζεις, δεν ξεφεύγεις της αιώνιας επιστροφής  δεν τολμάς να μάθεις αυτό που είσαι, να γνωριστείς με τον εαυτό σου, γιατί έχει κόστος, ίσως την ίδια τη ζωή.. όμως το πέταγμα του δέσμιου είναι η απελευθέρωσή και λύτρωσή του.
Μια ζωή που κυλάει αέναα, φιδοσέρνεται σαν ποτάμι, χτυπάει σαν μια συμπαντική καρδιά, σα μουσική από την αρχή στο τέλος, από το τέλος στη μέση, πάλι στη μέση, πάλι στο τέλος, πάλι στην αρχή. Να παίρνεις τους δρόμους, να χάνεσαι, μέχρι να τους μάθεις. Χάνεις τον κόσμο κάτω από τα πόδια σου και ζητάς στήριγμα. Ζητάς- ψάχνεις μια μορφή που δε γνώρισες και λέγεται πατέρας, ψάχνεις μια μάνα που γνώρισες, που λείπει, που ξέχασε το ρόλο της. Παιδί γεννιέσαι και πεθαίνεις. Σφίγγεις γροθιές να κρατήσεις ευτυχισμένες στιγμές που γλιστρούν σα νερό στη χούφτα σου, επουλώνεις επιπόλαια βαθιά τραύματα με χιόνι, που σου προσφέρει πρόσκαιρη φίλη που κι αυτή με χιόνι νομίζει ότι θεραπεύει τα δικά της. Πίνεις το ποτό σου στα στέκια της αριστερής όχθης, εκεί που συχνάζουν οι μποέμ, οι φαν της αμεριμνησίας, φοιτητές, συγγραφείς, μουσικοί, γιατροί, μετανάστες. Είσαι ένα πρόσωπο θολό μυστηριώδες, ούτε τ’ όνομά σου δεν τους λες, όμως δεν πτοούνται με το που σε βλέπουν σε βαφτίζουν Λουκί. Ακόμα και όταν μιλάς μόνη για τον εαυτό σου, δεν ανοίγεσαι. Είσαι φευγάτη. Χάνεσαι. Χάνεσαι. Χάθηκες ίσα που πρόλαβες να ψιθυρίσεις τρεις λέξεις, «Αυτό είναι. Αφήσου».  Όμως όλοι αυτοί που αντάμωσες κάτι έχουν να πουν για σένα, παρότι η σιωπή σου κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των διηγήσεών τους. Άφησες τόσα ίχνη ίσα για να μπορέσει ο συγγραφέας να περιγράψει την εποχή που έζησες, την ομορφιά  και τη σκληρότητα συνάμα του Παρισιού, το εναέριο μετρό, τις πεζογέφυρες, τα βιβλιοπωλεία,  τις σκοτεινές γειτονιές  που προτιμάνε οι μοναχικοί, εκεί στην αριστερή όχθη, εκεί στις ουδέτερες ζώνες. Ο Μοντιανο μετέδωσε με νοσταλγία και με πικρό χιούμορ τη μελαγχολία της ηρωίδας του, τη δική του και του αναγνώστη του.
Πρωτοπορόσωπη η αφήγηση της μυθιστορίας, χωρισμένη σε τέσσερα κεφάλαια. Ο αφηγητής του κάθε κεφαλαίου προσπαθεί να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης της νεαρής Λουκί, το πραγματικό της όνομα Ζακλίν, όπου σύχναζε σε στέκια μποέμ, μποέμ και η ίδια. Στο πρώτο κεφάλαιο  ένας σπουδαστής στη Σχολή μεταλλειολόγων. Δεν δείχνει την ταυτότητά του, όπως και οι άλλοι θαμώνες του καφέ conde, όμως η φιγούρα της Λουκί τού μένει ανεξίτηλα στη μνήμη και οι περιγραφές και παρατηρήσεις του είναι ανάγλυφα χαραγμένες. Ακολουθεί το δεύτερο κεφάλαιο αφηγητής ο ντετέκτιβ Κεσλέ, που τον προσέλαβε ο σύζυγος της Λουκί να την βρει, γιατί τον είχε εγκαταλείψει χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Ο Κεσλέ την ψάχνει, ψηλαφίζει τα ίχνη της, τη νιώθει και σταματάει την έρευνα γιατί όπως λεει: Με ποιο δικαίωμα μπαίνουμε σαν διαρρήκτες στη ζωή των ανθρώπων, με ποιο θράσος βυθομετρούμε τα νεφρά και την καρδιά τους και τους ζητάμε και λογαριασμό; Με ποια ιδιότητα;»  Στο τρίτο κεφάλαιο μιλάει η ηρωίδα για τη ζωή της, μια περιγραφή για τα συμβάντα της ζωής της, όμως κρύβει καλά την ψυχή της μόνο ένας ψίθυρός της ακούγεται, «Τι ευτυχία να πλανιέμαι στον αέρα και να νιώσω επιτέλους αυτή την έλλειψη βαρύτητας που πάντα έψαχνα! Θυμάμαι τόσο καθαρά εκείνο το πρωί, εκείνον το δρόμο και τον ουρανό στο βάθος...     μια μέρα στις μαύρες μου έγραψα στο εξώφυλλο ενός βιβλίου, που μου ‘χε δανείσει ο Γκι ντε Βερ,  Λουίζ του Κενού, άλλαξα με το στιλό το όνομα με το δικό μου: Ζακλίν του Κενού. Στο τέταρτο κεφάλαιο μιλάει γι αυτήν ο Ρολάν συγγραφέας, σύντροφος και φίλος της.  Διηγείται τη γνωριμία τους, τη συμβίωσή τους, τις ευτυχισμένες στιγμές.. όμως ακόμα απορεί για τη φυγή της και επιζητεί την αιώνια επιστροφή λέγοντας, «ακόμα και σήμερα, τα βράδια, μου συμβαίνει ν’ ακούω στο δρόμο μια φωνή να με καλεί με το μικρό μου. Μια φωνή βραχνή. Σέρνει λίγο τις συλλαβές, και την αναγνωρίζω αμέσως: η φωνή της Λουκί. Γυρίζω, μα δεν είναι κανείς. Όχι μόνο τα βράδια, αλλά και τις νεκρές ώρες κάποιων καλοκαιρινών απομεσήμερων που δεν είσαι σίγουρος ποια χρονιά είναι. Όλα θα ξαναρχίσουν όπως πριν. Οι ίδιες μέρες, οι ίδιες νύχτες, τα ίδια μέρη, οι ίδιες συναντήσεις. Η Αιώνια Επιστροφή».