Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

"Μηδενική γωνία" της Μαρίας Εμ.Μαραγκουδάκη, εκδόσεις εύμαρος


H επόμενη συνάντηση της Λέσχης θα γίνει στις 6 Νοεμβρίου 2017.
Το βιβλiο που θα διαβάσουμε είναι το  "Μηδενική Γωνία " της Μαρίας Εμ.Μαραγκουδάκη, εκδόσεις εύμαρος, στις 10πμ στην Βιβλιοθήκη Διονύσου.
ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!


Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε :
Εικοσιένα διηγήματα, άλλα ρεαλιστικά, άλλα βιωματικά και  άλλα παράδοξα.  Μικρά διαμάντια που τα ανακαλύπτεις μέσα σε ιστορίες αληθινές, γραμμένες σε καμβά μυθοπλασίας. Ένα ιδιαίτερο βιβλίο που διαβάζεται εκπληκτικά γρήγορα και νιώθεις ότι είσαι κι εσύ μες τις ιστορίες του. Μνήμες παιδικές, μνήμες της πόλης και του χωριού. Ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων και κάποιες γραμμένες στην τραγουδιστή ντοπιολαλιά της Κρήτης. Ιστορίες με χιούμορ και μελαγχολία, ιστορίες χωρίς τέλος, όπως η ζωή, ιστορίες αγαπημένων νεκρών που ζωντανεύουν στα όνειρά μας και όχι μόνο. Έρωτες εφηβικοί, έρωτες ανεκπλήρωτοι.
Ζωή και θάνατος ένα. Ο νεκρός ήρωας μιλάει, ο χάρος σιωπά. Ο νεκρός δεν είναι πεθαμένος, ζωντανεύει μέσα στη σκέψη και συνείδησή μας. Τα λόγια των νεκρών είναι η αλήθεια μας, είναι οι μνήμες, οι χαρές, οι ενοχές μας, που αντηχούν στη ζωή και στο όνειρό μας.
Οι αριθμοί είναι παρόντες σε πολλά διηγήματα (από τον τίτλο ακόμη, στα «έξι σημεία ασυνέχειας», στα «ερωτήματα για γάτες», στο «πάντα κόνις» ) με τη δική τους αισθητική και δυναμική. Στα τελευταία διηγήματα (ερωτήματα για γάτες, η πορτοκαλί κορδέλα, ημιπερατή μεμβράνη) διακρίνεται έντονα η αναζήτηση του υπερβατικού και του μεταφυσικού. 
Με λίγες γραμμές, κάποια από τα παρακάτω διηγήματά της, έχουν το λόγο.
-Πηγάδι άπατο, της κουζουλής Κατίγκως το μαύρο μαράζι. Η ίδια παίγνιο, περισσότερο φόβου παρά γέλιου, της πιτσιρικαρίας του χωριού να την προγκάει και κείνη σαν λυσσασμένο σκυλί να τα κυνηγά με τις πέτρες και να δείχνει εκείνο το μαύρο, το άπατό της, “εκεί που θα τα έχει”, έτσι και τα πιάσει.
-Η τσάκιση: Τσακισμένο κάθετα το χαρτί, από τη μια μεριά να γράφεις «Υπέρ αναπαύσεως» και με ένα σταυρό από κάτω, όπως ακριβώς το υπαγορεύει η μάνα σε σένα, που ξέρεις γράμματα, και στην άλλη μεριά «Υπέρ υγείας» Και τώρα όλοι αυτοί που αγάπησες, με ένα σάλτο πέρασαν την τσάκιση από την υγεία στην ανάπαυση.
-Δώδεκα λεπτά: Αλήθεια, όταν στο πόλεμο λουφάζεις πίσω από ένα μεγάλο σκίνο, να μην σου πάρει κάνα βλήμα το κεφάλι,  και  έρχεσαι αντικριστά με έναν γαλανομάτη γερμανό, που κρυμμένος τρέμει από φόβο, τι κάνεις; Ορμάς και τον σφάζεις με το μαχαίρι πριν σε σφάξει εκείνος;
-Στη βορινή λοτζέτα: Η ηρωίδα επαναφέρει στη μνήμη της, τώρα που ανήκει στην δικαιοδοσία του θανάτου, όλη τη ζωή της, με τα παράπονά που ποτέ δεν εξέφρασε, τις αδικίες, τους έρωτες, τις συμφορές, τις αχαριστίες, τα φονικά που μόνο τα θηλυκά έκαναν, λες και η Φραγκογιαννού τους άφησε διαθήκη.
-Ο μεσημεράς ήταν ο φόβος και τρόμος των παιδιών που δεν μαζεύονταν στο σπίτι να κοιμηθούν, το μεσημέρι.  ίσως τα τσουβάλιαζε και κείνα αναστατωμένα του δάγκωναν το δάχτυλο. Όπως αυτός εδώ στο πλοίο, που θυμίζει στην ηρωίδα μας  τον μεσημερά, όταν παρατήρησε το μεσαίο δάχτυλό του τυλιγμένο με γάζα. Όμως δεν άργησε να αναγνωρίσει εκείνον που στο μεταίχμιο της παιδικότητας και της εφηβείας της, συγγενής βλέπεις εξ αγχιστείας, της χάιδεψε τ’ απόκρυφα, όπου την συνεπήρε μια πρωτόγνωρη γλυκιά διέγερση.
-Μηδενική γωνία: Πάντα κουστουμαρισμένος με γκρι μαύρες γραβάτες, και πουκάμισα άσπρα ή σιέλ. Οι κινήσεις του αργές, προσεκτικές. Η συμπεριφορά του μεγαλοπρεπής. Στο εστιατόριο, που σύχναζε, πήγαινε την ίδια ώρα και το τραπέζι του ήταν πάντα ρεζερβέ. Τα γκαρσόνια τον υποδέχονταν και τον χαιρετούσαν με ελαφριά υπόκλιση. Μέχρι παραδόθηκε ολόγυμνος και αφύλακτος στον θάνατό του. Με υπολογισμένες κινήσεις λύγισε τα γόνατά του έτσι που οι μηροί και οι κνήμες σχημάτισαν μηδενική γωνία.
Απανθίσματα:
-Σκέφτηκα να βγάλω το μαχαίρι. Δε μου πήγαινε. Μηδέ τα ματοτσίνορά μας δεν κουνιότανε…..
Κι αν με προλάβει; Αν μου ρίξει πρώτος; Έσυρα τη δεξά χέρα μου σιγά σιγά, μην το καταλάβει, να πιάσω το μαχαίρι…… 
Για μια στιγμή μου φάνηκε πως χαμογελάσανε τα ξεπλυμένα μάθια…….
Τα ξεπλυμένα μάθια χαμογελάσανε φοβισμένα…………..
Μόνο τα μάθια του θυμούμαι. Μπλάβα ξεπλυμένα. Όλα τ’ άλλα είναι θολά.
-Βγήκα έξω. Φυσούσε. Μια παγωνιά και μια ερημιά κι ένα γαμημένο φεγγάρι να με κοροϊδεύει. Ήθελα να το πυροβολήσω. Να πυροβολήσω το φεγγάρι, τα φώτα, τις βιτρίνες, τις μπούκλες της, τους αριθμούς, τα κολλητά τζιν, όλα τα κρικάκια στους αφαλούς, το περίπτερο με την περιπτερού μαζί, τα μουνιά, τις Άννες όλου του κόσμου, τα κάγκελα, τις φούστες, τις φουστίτσες, τα αυτοκίνητα, τη μουριά, ξανά τους αριθμούς, τα γαλάζια λουλουδάκια, το κεφάλι μου, να γεμίσω τρύπες τα ουράνια και επουράνια, να λουστώ στο αίμα, γαμώ τη φάρα μου, γαμώ, να είμαι σαράντα δύο χρονών, ως τα μπούνια ερωτευμένος, γαμώ τη φάρα μου γαμώ.
- Με καρφιτσώνει με τα μάτια και ρωτά επίμονα, με φωνή τόσο διαπεραστική που μου τρυπάει τα τύμπανα και τόσο διαυγή που θυμίζει ήχο κρυστάλλων, «από τα δικά μας αποκαΐδια τι;».
-Ήταν Μάρτης, ο τελευταίος Μάρτης της προηγούμενης δεκαετίας, ημέρα Παρασκευή, ώρα 20.05 και στο κινητό ήρθε το μήνυμα: «18.05 ώρα Ελλάδας ο αδερφός σου πνίγηκε σε κανάλι». Αντί για αριθμό στη θέση του αποστολέα ήταν ευκρινέστατη η φωτογραφία του θείου που είχα τραβήξει το προηγούμενο βράδυ στο όνειρο. Φαινόταν ολοκάθαρα η εφημερίδα στη μασχάλη και εκείνο το μισό περιπαιχτικό του χαμόγελο.  Η  τελευταία παράγραφος στην ημιπερατή μεμβράνη.
Η Αρετή Καράμπελα έγραψε :
Η ομάδα συνέπλευσε πλήρως με τη Μηδενική Γωνία της Μ. Μαραγκουδάκη. Ιστορίες θανάτου και έρωτα με διάμεσο τη μνήμη, συνθέτουν ένα σύμπαν καφκικό, με τους νεκρούς να ζουν ανάμεσά μας, τη δική τους ζωή. Με γλώσσα αποτελεσματική, καθαρή, ευθύβολη, η Μαραγκουδάκη  οδεύει σε ανατροπές και εκπλήξεις, παίζει με τον χρόνο,το ιερό και το βέβηλο, το στερεοτυπικό και το καινοφανές. Ανάγνωσμα υβριδικό, που συνομιλεί με την παράδοση και τη νεωτερικότητα μέσα από στέρεες γλωσσικές ατραπούς.