Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Μπλέ βαθύ σχεδόν μαύρο του Θανάση Βαλτινού

Το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού '' Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο'',
άρεσε στα περισσότερα μέλη της Ομάδας μας. Ο μονόλογος της μοναδικής  μεσήλικης ηρωίδας του, που μιλάει από μνήμης [ εδώ  έχουμε τυραννία της μνήμης ]
είναι γνωστό ότι αποτελεί ενα προνομιούχο τόπο για τον συγγραφέα. Μέσα σ'αυτόν τον μονόλογο υπάρχουν πολλές αφορμές για αναλύσεις
ψυχολογικής προσέγγισης.Έχει πολλά θεματικά εναύσματα που από μόνα τους μπορεί να αποτελέσουν τίτλους άλλων βιβλίων.
 Το επόμενο βιβλίο που καλούμεθα να διαβάσουμε είναι, ''Η πείνα '' του Κνουτ Χάμσουν. Η συνάντηση της Ομάδας μας ορίζεται
για την πρώτη Τρίτη του Φλεβάρη 3 του μήνα στις 5 μμ.


Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε:
Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, λόγος πυκνός (χειμαρρώδης), απλός, διανθισμένος με χιούμορ, γλώσσα καθομιλουμένη.
Ένα βιβλίο που αντέχει (και θα αντέχει) στο χρόνο. Το μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο, όπως ο ύπνος, όπως ο θάνατος. Ένας μονόλογος μια γυναίκας, που συνομιλεί με τη μοναξιά της, που θυμάται-ξεχνά αυτούς που πέρασαν στη ζωή της, άλλοι σα σκιές, άλλοι από το αίμα της, άλλοι μες στο σπίτι της, τώρα ούτε η σκόνη τους. 
Φαντάζεσαι μια σκηνή θεάτρου, μια καρέκλα, ένα κρεβάτι, μια ηλικιωμένη γυναίκα με τη νυχτικιά της, με το πορτατίφ στο κομοδίνο, τα χάπια της, τα ηρεμιστικά της  να πηγαίνει για έναν ύπνο στο κρεβάτι ή να κατέρχεται στο βαθύ σκοτάδι, παραμερίζοντας τη μνήμη.  (σελ.91) Αλλά η μνήμη δεν παραμερίζεται. Η μνήμη είναι.
Η μνήμη τής ανήκει  με ‘κεινη συνομιλεί  εκείνη φέρνει εικόνες, αλήθειες, υποκρισίες, ψέματα.. εκείνη φέρνει τον εαυτό της απέναντι της από τότε που άρχισε η μνήμη όχι μόνο να εικονοποιεί, αλλά να αντιλαμβάνεται ως παιδί.. ως έφηβη, ως ενήλικη, και το «τότε» γίνεται «τώρα». Τώρα. Το στερημένο χάδι-στοργή της μάνας, η ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς, το πρώτο φιλί, ο πρώτος έρωτας, η φιλία, γάμοι που δε στέριωσαν, σύζυγος σε διαρκή ερωτική αναζήτηση εκτός συζυγικής κλίνης, τα παράξενα της ζωής που συσσωρεύονται και σε κουράζουν, οι κοινωνικά παραδεκτές δεσμεύσεις, απαράδεκτες της αλήθειας του εαυτού σου.. Η οργή μνήμης. Το ξεγύμνωμα χαρούμενων ή θλιβερών γεγονότων.  Οι φρούδες ελπίδες για το αύριο. Ένα βάρος η ζωή όσο την ανεβαίνεις... και κατεσπευσμένα κατέρχεσαι να την ελαφρύνεις, βυθισμένος στα σκότη του ύπνου..
*σελ. 16: Δεν ξέρω. Θα ήταν καλά να έχεις έναν άντρα ο ποίος λείπει κάπου και τον περιμένεις, λες θα γυρίσει. Το ζήτημα είναι αν μπορείς να δεχτείς την αλήθεια. Είμαι πολύ στενοχωρημένη, έλεγε η Νικόλ, δεν μπορώ να καταλάβω, έρχεται ο Μιχάλης. Έρχεται αύριο και είμαι στενοχωρημένη. Οπότε της λεω, είναι γιατί ένα χρόνο ήσουνα ελεύθερη να βγαίνεις ενώ τώρα θα μπει ο Μιχάλης στη μέση και θα πηγαίνετε πάλι δυο-δυο, σαν τους Χιώτες.
Μίλαγε για μένα. Είναι φοβερό να γίνεσαι ράκος, όπως δηλαδή με έχει δει αυτή να γίνομαι τόσο συχνά. Πρέπει να πιάσεις φίλο, μου λεει. Να το ρίξεις έξω. Όλα αυτά ξεκαρδισμένη στα γέλια. Να ρίξω τι; Έξω και πού; Σα να σου λένε ρίξε έξω το στήθος σου. Είναι γελοίο. Μου λεει, οι εννιά στις δέκα γυναίκες έχουν φίλο – και στην ηλικία μας. Οπότε λεω, και τι νόημα έχει αυτό..
*σελ.26-27. Θα ήθελα να είμαι διαφορετική, ένας άνθρωπος με πολλή κατανόηση. Και φυσικά την έχω την κατανόηση, αλλά άμα με πληγώνει εμένα δεν μπορώ. Δεν γεννήθηκα μεγαλομάρτυρας. Το λάθος των ανθρώπων είναι που δεν κρατάνε πτυχές. Πτυχές μέσα τους για του ίδιους. Με τη συμβίωση αφήνεσαι και σε μαθαίνει ο άλλος τελείως. Και είναι ολέθριο αυτό, χάνεσαι. Αυτό που σε τραβάει σε κάποιον είναι το άγνωστο.
*σελ.58. Ίσως θα έπρεπε κανείς να δεχτεί τον εαυτόν του, να φιλιώσει μαζί του. Ίσως. Αλλά πώς να φιλιώσεις με όλα αυτά που σε κάνουν κομμάτια. Δεν θέλω να γενικεύω γιατί μπορεί να νιώθω εγώ μόνον έτσι, επειδή η ζωή μου είναι κάπως στραβή. Αν ήμουν ευχαριστημένη, ίσως. Και ξέρω πόσο εύκολο θα ήταν να είμαι ευχαριστημένη. Όταν όμως συλλογιέσαι ότι όλα αυτά που θέλησες δεν μπορούν να γίνουν, τότε, τότε. Πάντα λες είμαι νέος, έχω καιρό. Αύριο μεθαύριο, αύριο μεθαύριο, υπάρχει όλος ο χρόνος. Και τελικά κάπου φτάνεις και διαπιστώνεις ότι δεν υπάρχει πια χρόνος.
*σελ. 84. Ήταν τόσο ζωντανή και ήθελε τόσα πράγματα και μου διηγιόταν συχνά τις ερωτικές ιστορίες της. Μου έλεγε, αυτός ο γιατρός Μαράκι είναι τσιμπημένος μαζί μου. Μου ρίχτηκε. Και ήταν πόσο χρόνων η Αίγλη, εβδομήντα σχεδόν. Και έτρεχε, ξέρεις, με όλη αυτήν την ανησυχία, δεν μπορούσε να τη δαμάσει. Δεν μπορούσε. Είχε τόση δίψα για τη ζωή και ποτέ δεν κατάφερε να ξεδιψάσει.
*σελ.88. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί.


 ''Μπλέ βαθύ σχεδόν μαύρο'' , του Θανάση Βαλτινού, εκδόσεων ΑΓΡΑ. Η συνάντησή μας θα γίνει στις 13 Ιανουαρίου , ημέρα Τρίτη , στις 5μ.μ. στην βιβλιοθήκη Διονύσου.
Χαρουμενα Χριστούγεννα και Ευτυχισμένος ο Καινούργιος Χρόνος 2015 !


Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Το καφέ της Χαμένης Νιότης του Πατρίκ Μοντιανό, ο συγγραφέας που πηρε το φετινό βραβείο Νόμπελ (2014)



Η συνάντησή μας για το βιβλίο  ''Στο καφέ της χαμένης νιότης'' είχε μεγάλη συμμετοχή και επιτυχία! Το βιβλίο του φετινού Νομπελίστα Πατρίκ Μοντιανό, άρεσε στην πλειοψηφία των μελών της ομάδας μας. Παρ' όλη την μελαγχολία του γκρίζου τόνου, που θύμιζε'' φιλμ νουάρ'' ,είχε μια κατάφαση για την ζωή, ακομα και σε στιγμές που οι ήρωές του βρίσκοντα ιστα όριά τους. (B.Βαλσαμάκη)



H Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το συγκεκριμένο βιβλίο:
Ένα βιβλίο μελαγχολικό, για έναν κόσμο περαστικό, για κείνους που χάνονται, για κείνους που λείπουν «πέρασμα και επιστροφή», για κείνους που ο τόπος τους είναι «οι ουδέτερες ζώνες».
Αξίζει, να διαβάσει κανείς τον Modianο τόσο, που λαχταράει να ακινητοποιήσει το χρόνο, να κρατήσει τις στιγμές, τις εικόνες του Παρισιού των μποέμ, τους δρόμους, τα στέκια, τους δυσδιάκριτους ανθρώπους μέσα σε ομιχλώδεις ατμόσφαιρες σε χάραμα, γέρμα, καπνό. Ονειρώδη τοπία, τα όμορφα «καφέ» του Παρισιού, εποχή δεκαετίας του ’60. Ανθρώπους αγαπημένους, ανθρώπους άγνωστους που τους αγαπάς. Ψυχές που αναζητάς να ξαναγυρίσουν στη ζωή, φωνές που τις ακούς μόνο εσύ όταν η απώλεια σε τυραννάει. Η μνήμη σου και ο έντονος πόθος της νοσταλγίας για ό,τι φεύγει και συ δεν ξεχωρίζεις, δεν ξεφεύγεις της αιώνιας επιστροφής  δεν τολμάς να μάθεις αυτό που είσαι, να γνωριστείς με τον εαυτό σου, γιατί έχει κόστος, ίσως την ίδια τη ζωή.. όμως το πέταγμα του δέσμιου είναι η απελευθέρωσή και λύτρωσή του.
Μια ζωή που κυλάει αέναα, φιδοσέρνεται σαν ποτάμι, χτυπάει σαν μια συμπαντική καρδιά, σα μουσική από την αρχή στο τέλος, από το τέλος στη μέση, πάλι στη μέση, πάλι στο τέλος, πάλι στην αρχή. Να παίρνεις τους δρόμους, να χάνεσαι, μέχρι να τους μάθεις. Χάνεις τον κόσμο κάτω από τα πόδια σου και ζητάς στήριγμα. Ζητάς- ψάχνεις μια μορφή που δε γνώρισες και λέγεται πατέρας, ψάχνεις μια μάνα που γνώρισες, που λείπει, που ξέχασε το ρόλο της. Παιδί γεννιέσαι και πεθαίνεις. Σφίγγεις γροθιές να κρατήσεις ευτυχισμένες στιγμές που γλιστρούν σα νερό στη χούφτα σου, επουλώνεις επιπόλαια βαθιά τραύματα με χιόνι, που σου προσφέρει πρόσκαιρη φίλη που κι αυτή με χιόνι νομίζει ότι θεραπεύει τα δικά της. Πίνεις το ποτό σου στα στέκια της αριστερής όχθης, εκεί που συχνάζουν οι μποέμ, οι φαν της αμεριμνησίας, φοιτητές, συγγραφείς, μουσικοί, γιατροί, μετανάστες. Είσαι ένα πρόσωπο θολό μυστηριώδες, ούτε τ’ όνομά σου δεν τους λες, όμως δεν πτοούνται με το που σε βλέπουν σε βαφτίζουν Λουκί. Ακόμα και όταν μιλάς μόνη για τον εαυτό σου, δεν ανοίγεσαι. Είσαι φευγάτη. Χάνεσαι. Χάνεσαι. Χάθηκες ίσα που πρόλαβες να ψιθυρίσεις τρεις λέξεις, «Αυτό είναι. Αφήσου».  Όμως όλοι αυτοί που αντάμωσες κάτι έχουν να πουν για σένα, παρότι η σιωπή σου κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των διηγήσεών τους. Άφησες τόσα ίχνη ίσα για να μπορέσει ο συγγραφέας να περιγράψει την εποχή που έζησες, την ομορφιά  και τη σκληρότητα συνάμα του Παρισιού, το εναέριο μετρό, τις πεζογέφυρες, τα βιβλιοπωλεία,  τις σκοτεινές γειτονιές  που προτιμάνε οι μοναχικοί, εκεί στην αριστερή όχθη, εκεί στις ουδέτερες ζώνες. Ο Μοντιανο μετέδωσε με νοσταλγία και με πικρό χιούμορ τη μελαγχολία της ηρωίδας του, τη δική του και του αναγνώστη του.
Πρωτοπορόσωπη η αφήγηση της μυθιστορίας, χωρισμένη σε τέσσερα κεφάλαια. Ο αφηγητής του κάθε κεφαλαίου προσπαθεί να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης της νεαρής Λουκί, το πραγματικό της όνομα Ζακλίν, όπου σύχναζε σε στέκια μποέμ, μποέμ και η ίδια. Στο πρώτο κεφάλαιο  ένας σπουδαστής στη Σχολή μεταλλειολόγων. Δεν δείχνει την ταυτότητά του, όπως και οι άλλοι θαμώνες του καφέ conde, όμως η φιγούρα της Λουκί τού μένει ανεξίτηλα στη μνήμη και οι περιγραφές και παρατηρήσεις του είναι ανάγλυφα χαραγμένες. Ακολουθεί το δεύτερο κεφάλαιο αφηγητής ο ντετέκτιβ Κεσλέ, που τον προσέλαβε ο σύζυγος της Λουκί να την βρει, γιατί τον είχε εγκαταλείψει χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Ο Κεσλέ την ψάχνει, ψηλαφίζει τα ίχνη της, τη νιώθει και σταματάει την έρευνα γιατί όπως λεει: Με ποιο δικαίωμα μπαίνουμε σαν διαρρήκτες στη ζωή των ανθρώπων, με ποιο θράσος βυθομετρούμε τα νεφρά και την καρδιά τους και τους ζητάμε και λογαριασμό; Με ποια ιδιότητα;»  Στο τρίτο κεφάλαιο μιλάει η ηρωίδα για τη ζωή της, μια περιγραφή για τα συμβάντα της ζωής της, όμως κρύβει καλά την ψυχή της μόνο ένας ψίθυρός της ακούγεται, «Τι ευτυχία να πλανιέμαι στον αέρα και να νιώσω επιτέλους αυτή την έλλειψη βαρύτητας που πάντα έψαχνα! Θυμάμαι τόσο καθαρά εκείνο το πρωί, εκείνον το δρόμο και τον ουρανό στο βάθος...     μια μέρα στις μαύρες μου έγραψα στο εξώφυλλο ενός βιβλίου, που μου ‘χε δανείσει ο Γκι ντε Βερ,  Λουίζ του Κενού, άλλαξα με το στιλό το όνομα με το δικό μου: Ζακλίν του Κενού. Στο τέταρτο κεφάλαιο μιλάει γι αυτήν ο Ρολάν συγγραφέας, σύντροφος και φίλος της.  Διηγείται τη γνωριμία τους, τη συμβίωσή τους, τις ευτυχισμένες στιγμές.. όμως ακόμα απορεί για τη φυγή της και επιζητεί την αιώνια επιστροφή λέγοντας, «ακόμα και σήμερα, τα βράδια, μου συμβαίνει ν’ ακούω στο δρόμο μια φωνή να με καλεί με το μικρό μου. Μια φωνή βραχνή. Σέρνει λίγο τις συλλαβές, και την αναγνωρίζω αμέσως: η φωνή της Λουκί. Γυρίζω, μα δεν είναι κανείς. Όχι μόνο τα βράδια, αλλά και τις νεκρές ώρες κάποιων καλοκαιρινών απομεσήμερων που δεν είσαι σίγουρος ποια χρονιά είναι. Όλα θα ξαναρχίσουν όπως πριν. Οι ίδιες μέρες, οι ίδιες νύχτες, τα ίδια μέρη, οι ίδιες συναντήσεις. Η Αιώνια Επιστροφή».



Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

''ΑΔΡΙΑΝΟΥ Απομνημονεύματα'' της Marguerite Yourcenar ,εκδόσεων Χατζηνικολή.

Η συνάντηση της Ομάδας μας  έγινε στο χώρο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Διονύσου στις 7\10\ 14 στις 5 μ.μ.
Ηρθαν πολλα νέα μέλη, αλλά λόγω αλλαγής της ώρας αποχωρούν άλλα.
Το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού '' Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο'' δίχασε την Ομάδα. ''Αλλοι ενθουσιάστηκαν και πέρασαν
ένα ευχάριστο καλοκαίρι διαβάζοντάς το και άλλους τους κούρασε.
 

Η νέα συνάντηση θα γίνει στις 4 Νοεμβρίου ημέρα Τρίτη στις 5 μ.μ. στην Βιβλιοθήκη. Το βιβλίο που ορίσαμε να διαβάσουμε είναι
''ΑΔΡΙΑΝΟΥ Απομνημονεύματα'' της Marguerite Yourcenar ,εκδόσεων Χατζηνικολή. Ο εκδοτικός Οίκος έχει δώσει τα δικαιώματα στο
βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ. Είναι ένα από τα 100 βιβλία που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος βιβλιόφιλος ,ανάμεσα στην Ομήρου Οδήσσεια
και στην Ιλιάδα!

Το βιβλίο  Αδριανού Απομνημονεύματα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ , έτυχε μεγάλης αποδοχής από τα μέλη μας! Πυκνογραμμένο και ουσιαστικό ,ψαγμένο ιστορικά από την ίδια την συγγραφέα , η οποία θα πρέπει να έτρεφε μεγάλο θαυμασμό στην προσωπικότητα αυτού του φιλέλληνα Αυτκράτορα και στο έργο του.

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο ‘Ανδριανού Απομνημονεύματα‘
Μια βιογραφία για το έργο ενός μεγάλου αυτοκράτορα, τον τρίτο από τους λεγόμενους «πέντε καλούς αυτοκράτορες» από μια συγγραφέα που θεωρείται κορυφαία λογοτεχνική μορφή της Γαλλίας του 20ου αιώνα.
Ένα έργο βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα της ζωής και του έργου του αυτοκράτορα Πούπλιου Αίλιου Τραϊανού Αδριανού, γραμμένο με τη μυθιστορηματική βαρύτητα της λογοτεχνίας.
Ο Αδριανός αυτοκράτορας κατά τα έτη 117 – 138 ήταν συγγραφέας, ποιητής, στωικός και επικούρειος φιλόσοφος. Γεννήθηκε στις 24 Ιαν. του 76 μ.Χ. και απεβίωσε στις 10 Ιουλ. του 138 μ.Χ.
Η Γιουρσενάρ σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μας ταξιδεύει ζωντανεύοντας βήμα βήμα  την συναρπαστική ζωή του πολυμερούς  Αδριανού.
Ένα βιβλίο για μελέτη και φιλολογική ανάλυση. Ένα βιβλίο για τον αξιομνημόνευτο αυτοκράτορα που η συγγραφέας, μπορώ να πω ταυτίζεται μαζί του  στην πολυγνωσία, στην αγάπη της λογοτεχνίας, στα ταξίδια, στη λατρεία του Ελληνικού πολιτισμού και Παιδείας, στα δημοκρατικά ιδεώδη, στον ειρηνισμό, στα αγνά αισθήματα αγάπης και έρωτα έξω από συμβατικούς κανόνες. Μια γραφή όπου στην ανασύνθεση των ιστορικών γεγονότων ενσωματώνει θέματα που προβληματίζουν μέχρι σήμερα την ανθρωπότητα.

Το εύρημά της στο βιβλίο είναι η επιστολή του  Αδριανού στον διάδοχό και υιοθετημένο του γιο Μάρκο Αυρήλιο, λίγο πριν πεθάνει από βαριά καρδιακή νόσο. Μια επιστολή, κληρονομιά ιερή, μέσα από τα μύχια της ψυχής του. Επιστολή αποχαιρετισμού, επιστολή απολογισμού ζωής, για τα καλά, για τα σφάλματα, για τις ειρηνικές διαδρομές μέσω των βαρβαρικών ατραπών  κατά τη διάρκεια της εξουσίας του και τόσα άλλα.   

Δεν θα κάνω μια κατά βάθος εισήγηση, αυτή είναι δουλειά φιλολόγων.
Είναι πολύ καλύτερα να διαβάσει κανείς το βιβλίο. ΑΞΙΖΕΙ.
Θα παραθέσω  όμως κάποια αποσπάσματα,  που έχω υποσημειώσει:

*σελ. 11: είναι δύσκολο να παραμείνει κανείς αυτοκράτορας μπροστά σ’ ένα γιατρό, όπως είναι δύσκολο να διατηρήσει και την ανθρώπινη ιδιότητά του..
*σελ. 20: όσο για τους θρησκευτικούς ενδοιασμούς του γυμνοσοφιστή, για την αηδία του στη θέα των ματωμένων κρεάτων, θα με συγκινούσε περισσότερο αν δε μου είχε τύχει ν’ αναρωτηθώ σε τι διαφέρει ουσιαστικά η οδύνη του χόρτου που κόβομε από του αρνιού που σφάζομε, και αν η φρίκη μας μπροστά στα δολοφονημένα ζώα δεν οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η ευαισθησία μας υπάγεται στο ίδιο βασίλειο με τη δικιά τους.
*σελ. 32: Ο γραπτός λόγος μ’ έμαθε ν’ ακούω την ανθρώπινη φωνή, ακριβώς όπως οι μεγαλοπρεπείς ακίνητες στάσεις των αγαλμάτων με μάθανε να εκτιμώ τις κινήσεις, και αντίστροφα, στη συνέχεια, η ζωή μού φώτισε τα βιβλία.
*σελ. 54: Το μεγάλο λάθος μας είναι πως προσπαθούμε να αποσπάσουμε από τον καθένα αρετές που δεν έχει, παραμελώντας να του καλλιεργήσουμε εκείνες που έχει.
*σελ. 87: Ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Αναγκάστηκα να τον ξαναρχίσω και να τον τελειώσω  λίγους μήνες μετά την ανάρρησή μου. Η τάξη βασίλευε, έστω πρόσκαιρα, σε κείνη τη μεθόριο. Γύρισα στη Ρώμη γεμάτος τιμές. Αλλά είχα γεράσει.
*σελ. 192: Πιστεύω πως ένα από τα πιο όμορφα επακόλουθα του έρωτα είναι η ηρεμία μας, που τόσο ευνοϊκή είναι για τα έργα και για τις πνευματικές πειθαρχίες μας. Και παραξενεύομαι που αυτές τις χαρές, τις τόσο πρόσκαιρες, τις τόσο σπάνια τέλειες μέσα σε μια ανθρώπινη ζωή, σ’ όποια έξαλλη μορφή κι αν τις αναζητήσουμε ή τις δεχθούμε, μερικοί υποτιθέμενοι συνετοί τις αντιμετωπίζουνε τόσο δύσπιστα, τονίζοντας τη συνήθεια και την υπερβολή τους, αντί να τονίσουν την έλλειψη, ή τον χαμό τους, που χαραμίζουν τυραννικά τις αισθήσεις μας για ένα χρονικό διάστημα που θα αξιοποιούσαμε πολύ καλύτερα πασχίζοντας να ομορφύνουμε την ψυχή μας ή να την ισορροπήσουμε.

(Για την αυτοκτονία του Αντίνοου) *σελ. 236. Ένα παιδί, φοβισμένο μήπως τα χάσει όλα, είχε βρει αυτόν τον τρόπο για να με δέσει μαζί του για πάντα. Αν είχε ελπίσει να με προστατέψει μ’ αυτή τη θυσία του, θα πρέπει να αισθανόταν πολύ λίγο αγαπητός για να μην καταλάβει ως το χειρότερο των δεινών θάτανε να τον
χάσω.

*σελ.340:..... Μικρή ψυχή, ψυχή τρυφερή και μετέωρη, σύντροφε του κορμιού μου που σε φιλοξένησε, θα κατεβείς σ’ αυτούς τους ωχρούς τόπους, τους σκληρούς και γυμνούς, όπου θα χρειαστεί ν’ απαρνηθείς τα παιχνίδια του άλλοτε. Μια ακόμα στιγμή, ας κοιτάξουμε μαζί τις γνωστές μας ακτές, τα πράγματα που είναι βέβαιο πως δεν θα ξαναντικρίσουμε πια.. Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στο θάνατο με ανοιχτά τα μάτια....

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

''Σκηνές από τον βίοτου Ματίας Αλμοσίνο'' του Ισίδωρου Ζουργού, εκδόσεων Πατάκη

 Η συνάντηση στις 7/10/2014 για το βιβλίο ''Σκηνές από τον βίοτου Ματίας Αλμοσίνο'' του Ισίδωρου Ζουργού, εκδόσεων Πατάκη θα γίνει στην Δημόσια βιβλιοθήκη Διονύσου στις 5.00 το απόγευμα.

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014



Η τελευταία συνάντηση της Ομάδας μας, πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 3 Ιουνίου. Το βιβλίο της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως  Χριστίνας Καράμπελα '' Καιροί τέσσερεις '', άρεσε στις φίλες της Ομάδας μας!  Για την ζωντάνια του λόγου και της περιγραφής, για την πρωτοτυπία του θέματος'παραβολή με τον μύθο της Περσεφόνης' και την γλαφυρότητά του.

Το βιβλίο που βάλαμε για το καλοκαίρι και θα αναλύσουμε στις 7 Οκτωβρίου , ημέρα Τρίτη, με την έναρξη της καινούριας περιόδου είναι.''Σκηνές από τον βίοτου Ματίας Αλμοσίνο'' του Ισίδωρου Ζουργού, εκδόσεων Πατάκη.

Ευχόμαστε στα μέλη μας και σε όλους τους φίλους Καλό Καλοκαίρι.



H Eυγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλιο '' Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο'' 
 
Έργα του:
Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού,
Στη σκιά της πεταλούδας,
Η αηδονόπιτα,
Ανεμώλια,
   κ.α..

Συνήθως αποφεύγω τα πολυσέλιδα βιβλία, όμως έκανα εξαίρεση στον καλό συγγραφέα Ζουργό, για το πρόσφατο βιβλίο του των 780 σελίδων.  Έχω διαβάσει τρία βιβλία του (αυτό είναι το τέταρτο) και σε μερικά υπάρχει η εισηγητική μου σ’ αυτό το μπλογκ. 
            Πολύ μεγάλο το ταξίδι (ζωής του ήρωα Ματίας Αλμοσίνο) με κούρασε, αν και πολύ ενδιαφέρον, όμως πολλές σελίδες τις διάβασα τροχάδην. Πολυπρόσωπο πόνημα.  Τι να πρωτοθυμηθώ. Όλοι με περγαμηνές, διάσημοι οι περισσότεροι του 17ου αιώνα, που η σοφία και η πολυγνωσία τους σφραγίζει τις εποχές μέχρι σήμερα.
            Η αλήθεια είναι πως από το χέρι μου δεν το άφησα, όπως κάνω σε άλλα μυθιστορήματα, πληκτικά κατά τη γνώμη μου. Δεν άφησα το μυθιστόρημα του Ζουργού για τις θαυμάσιες περιγραφές της Ευρώπης του 17ου αι., όπως Ελβετία, Βενετία, Ζάκυνθος, Κων/πολη, Λονδίνο, Μολδαβία, Ρωσία, Άγιον Όρος. Δεν το άφησα για την με λεπτομέρειες περιγραφή της ιατρικής επιστήμης, εκείνης της εποχής, για την καταπολέμηση θανατηφόρων νόσων.
            Ο συγγραφέας δημιούργησε έναν ήρωα χαρισματικό και ανθρώπινο που σε ελκύει η σκέψη, η ταπεινότητά, η πολυμάθεια και η επιστημοσύνη του, τον ιατρό Ματίας Αλμοσίνο. 
           
            Ο συγγραφέας μας αφηγείται την ζωή του κρυπτοεβραίου Ματίας Αλμοσίνο από την παιδική του ηλικία, στη Βασιλεία. Γιος του περουκοποιού Τομπίας και της Έστερ. Όλα αλλάζουν στην οικογένεια όταν θα φτάσει από το Άμστερνταμ ο θείος του Ματίας, ο Ισαάκ, που είναι δίδυμος αδελφός του Τομπίας.  Η Έστερ εγκυμονεί και πεθαίνει στη γέννα. Ο θείος Ισαάκ πείθει τον αδελφό του να φύγουν για Βενετία, όπως πολλοί Εβραίοι. Ο μικρός Ματίας συνοδεύεται στο δύσκολο αυτό ταξίδι από τον θρησκόληπτο πατέρα του και τον ανοιχτόμυαλο και διορατικό θείο του. Γρήγορα θα μάθει ότι πραγματικός του πατέρας είναι ο θείος Ισαάκ. Ο Τομπίας είναι στείρος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα αρρωστήσει από ευλογιά και θα γλιτώσει το θάνατο με έντονα σημάδια στο πρόσωπο. Το ταξίδι συνεχίζεται και βρίσκονται στη Σαλονίκη, όπου ο θείος του εργάζεται στο σπίτι του εμπόρου Μελισσηνού. Όμως ο πατέρας Ισαάκ θα πεθάνει όταν μια επιδημία πανούκλας εξαπλώνεται στην περιοχή. Ο έμπορος Μελησσηνός θαυμάζει την οξυδέρκεια του μικρού, τον παίρνει μαζί του στη Βενετία. Η  Θεανώ υπηρέτρια και ερωμένη του Μελισσηνού, τον μεγαλώνει με πολύ αγάπη. Ο Μελισσηνός υιοθετεί τον Ματίας και τον στέλνει να σπουδάσει ιατρική στην Πάντοβα.
Με το νέο του όνομα, Ματέο Μελισσηνός, γιατρός  πλέον θα ταξιδέψει στην Κων/πολη, όπου συναντά παλιούς συμφοιτητές του και ως αυθεντία μπαίνει σε κύκλους ευγενών. Σε σκλαβοπάζαρο της Πόλης θα αγοράσει μια νέα γυναίκα και θα την παντρευτεί. Το ταξίδι θα συνεχιστεί στο Λονδίνο, όπου συναναστρέφεται με αυθεντίες της ιατρικής επιστήμης.
Για χατίρι της αγαπημένης του γυναίκας, της Όλγας, θα ταξιδέψει στην πατρίδα της την Μολδαβία. Εκείνη θα τραυματιστεί βαριά από ατύχημα και θα πεθάνει.
Η περιπετειώδης ζωή του Ματίας, όπου σε κάθε πόλη και χώρα ταξιδεύουμε μαζί του (χάριν των καταπληκτικών και λεπτομερών περιγραφών του συγγραφέα), θα τελειώσει στο Άγιον Όρος, ως εξώκοιτος καλόγερος, με το όνομα του «αδελφού» του ιερομόναχου Ιωαννίκιου, νόθο παιδί του εμπόρου Μελισσηνού και της Θεανώς, ο οποίος  πεθαίνει,  συνοδευόμενος από τον Ματίας, κατά τη διάρκεια ταξιδιού προς τον Άθω.
Σελ. 640.          «Δαιμόνια! Έξω απ’ το χωριό στις σπηλιές ο τόπος είναι γεμάτος δαιμόνια!»                             «Είδανε στην είσοδο απ’ το παλιό ορυχείο τέρατα».
                        «Τι τέρατα δηλαδή;»
                        «Λέγανε για κόκκινα πρόσωπα της κόλασης με πληγές κι ένα μάτι, που δε μιλάνε ανθρώπινα αλλά μουγκρίζουν, που τα πόδια τους είναι τριχωτά με τραγίσιες οπλές».
«Και λοιπόν;»
«Θα πάνε όλοι τους, με τον παπά μπροστά. Θέλουν να πας κι εσύ, σ’ έχουν για άνθρωπο σοφό».
«Δεν ξέρω να κάνω εξορκισμούς».
«Ματίας, σε σέβονται και σ’ αγαπάνε».
Σελ.642.    Η είσοδος του ορυχείου μύριζε ανθρωπίλα κι όχι δαιμόνια. Τότε μου ήρθε στη μύτη καπνός απ’ το θυμιατό – ο παπάς ερχόταν πίσω μου.
 «Πάτερ, δε νομίζω να μυρίζει έτσι η κόλαση  αυτό είναι απλυσιά και ιδρώτας».
«Ο διάβολος ξέρει, παιδί μου, να μεταμφιέζεται».
Έγειρα τους πυρσούς, για να μην ακουμπήσουν στη χαμηλή οροφή, και μπήκα. Κοντοσταθήκαμε. Η γαλαρία στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν γκρεμισμένη  άφηνε μόνο μια τρύπα στο βάθος απ’ όπου ίσα που χωρούσε να περάσει άνθρωπος Αφουγκραστήκαμε. Για λίγη ώρα ακουγόταν μόνο το ρετσίνι των πυρσών που καιγόταν ύστερα ήρθε κάτι σαν ψίθυρος απ’ την τρύπα κι ένα σύρσιμο σε πέτρες και χαλίκια. Κάτι μας πλησίαζε έρποντας. Οδήγησα τον πυρσό προς το άνοιγμα τότε ξεχωρίσαμε κάτι που προσπαθούσε να βγει απ’ την τρύπα. Ο Όλιβερ δίπλα μου είχε ήδη κρατήσει το μουσκέτο στο χέρι και σημάδευε.
Ο δαίμονας δεν μπορούσε να περπατήσει παρά μόνο σερνόταν. «Ένα σώμα κουλουριασμένο βγήκε απ’ την τρύπα και σταμάτησε μπροστά στη φωτιά των πυρσών. Είχε μόνο ένα μάτι, η μύτη έλειπε, μαλλιά μακριά, ένα πουκάμισο τρύπιο, παντού επάνω στο δέρμα τα σημάδια της κόλασης – ζαρωμένο δέρμα σαν της χελώνας, κοκκινίλες και πληγές.
Ο παπάς δίπλα μου ύψωσε τον σταυρό κι άρχισε να ψέλνει.
«Πίσω όλοι σας!» έβγαλα μια φωνή.
Ο δαίμονας, με φαγωμένο το πρόσωπο απ’ τα τέρατα της κόλασης, με κοίταζε ατάραχα.
«Πίσω, να μην ακουμπήσει κανείς, είναι λεπρός!»
Σελ. 731.          Καθώς πλησίαζαν τα γεράματα, είχε αποκτήσει και τη συνήθεια να προσεύχεται κάθε βράδυ πριν κλείσει τα μάτια. Χρόνια πριν, όταν του ερχόταν παρόμοια επιθυμία, είχε την αμηχανία πού να στρέψει την προσευχή και πώς να την πει. Τα τελευταία χρόνια προσευχόταν σ’ αυτόν τον Θεό που είχε βρει πως του ταίριαζε, σ’ Αυτόν που είχε αγαπήσει το ανθρώπινο σώμα σαν να ‘ταν γιατρός, που είχε νιώσει πώς είναι το κορμί όταν υποφέρει, σ’ Αυτόν που αγάπησε τη σάρκα των ανθρώπων και δεν τη χαράμισε για πάντα στο χώμα, αλλά της φύτεψε την ελπίδα της Ανάστασης.