Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

"Ιακωβος" του Κωνσταντινου Χατζηνικολαου

H επόμενη συνάντηση της Λέσχης θα είναι την Δευτέρη στις 8.1.2018.Το βιβλiο που θα διαβάσουμε είναι το  "Ιάκωβος " του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, εκδόσεις Αντίποδες, στις 10πμ στη Δημοτική Κοινότητα Διονύσου. Έως τότε να είστε όλοι καλά να περάσετε όμορφα Χριστούγεννα και να έχετε μια υπεροχη Νέα Χρονιά με υγεία!!

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο :
Πολυσχιδής προσωπικότητα ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, ως το παραπάνω βιογραφικό του βεβαιώνει.
Ο  ΙΑΚΩΒΟΣ, είναι το πρώτο του βιβλίου. Ένα βιβλίο που έχει ψηλά τον δείχτη της λογοτεχνικής γλώσσας, της δόμησης, του γρήγορου ρυθμού, την εναλλαγή της τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης φωνής, από Αόριστο σε Ενεστώτα, έτσι που ο αναγνώστης ακολουθεί, το κινηματογραφικό μάτι του αφηγητή, ασθμαίνοντας την ιστορία των δραματικών γεγονότων του ελληνικού χωροχρόνου.
Ένα βιβλίο αγωνίας, θυμίζει Κάφκα, ένα βιβλίο παράδοξο και βαθιά πολιτικό θα έλεγα, ένας λαβύρινθος, χωρίς διέξοδο.  Πρόσωπα απρόσωπα, χωρίς ανθρώπινα συναισθήματα, απαίδευτα, σιωπηλά, χαιρέκακα φαντάσματα σε τόπο δυστοπίας, σαν μια φυλακή καταδικασμένων.
 Ένα φως που το καταπίνει το σκοτάδι, διαδοχή από σκοτάδι σε φως, από παγωνιά σε ζεστασιά. Η λασπουριά του ερημότοπου, που ξεραίνεται και η σκόνη του σε πνίγει, το ψύχος που τρυπάει κόκαλα, το βρόμικο χιόνι, ενισχύουν τις κατώτερες παρορμήσεις ανθρώπου και γίνεται ένα το χάος με τον τρόμο και το αντίθετο. Η απώλεια της μνήμης, η διαρκής ανησυχία  ο εξουσιαστής πατριάρχης οικογένειας και το Ιψενικό τρίγωνο, άνθρωποι και πράγματα, φυτεμένα λες, στα καταστραμμένα τους σπίτια και διεφθαρμένα στην αθλιότητα της καταστροφής τους. Ένα κεράκι στο σκοτάδι, η ωραία φωνή της τυφλής Νίνας, της κοινής πόρνης, που ικανοποιεί και ικανοποιείται στον έρωτα, αφού πιστεύει ότι ο καθένας που την επισκέπτεται είναι ο μοναδικός αγαπημένος της.
Ένα μυθιστόρημα όνειρο εφιαλτικό, μπροστά γκρεμός και πίσω ρέμα για τον ήρωα, χωρίς όνομα, χωρίς μνήμη, εγκλωβισμένος σ’ έναν τόπο σκοτεινό, άνυδρο, βρόμικο, ύπουλο, που οι κάτοικοι βρόμικοι και πεινασμένοι,  σέρνουν βαριά τα πατήματα τους (Έλιοτ –Έρημη Χώρα) στη γη.
 Ένα κλειδί η λύση για τον ερχομό της άνοιξης, της ακμής, της σκέψης, της μνήμης που χαμένη σιγά σιγά επανέρχεται και χρόνια κλειδωμένη δεν γνωρίζουμε αν ποθεί τελικά την απελευθέρωση  ή τη βολή της κάτω από την πατριαρχική εξουσία του Ιάκωβου, του σκοτεινού αυτού χαρακτήρα, που πρωταγωνιστεί μαζί με τον ξένο άντρα,  που βρέθηκε στον τόπο του, με χαμένη τη μνήμη του και  τον περιθάλπει. Σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, η δουλειά που αναθέτει ο Ιάκωβος στον άντρα, να σκάβει καθημερινά ένα ξεροχώραφο  γεμάτο πέτρες και  μετά από καιρό στον πυθμένα του ορύγματος, που έσκαψε,  είδε ένα άλογο να τρέχει στην περίμετρο του πηγαδιού, και άλλα δυο άλογα μετά…. Άλογα στον πυθμένα. Άλογα της φυγής, της απελευθέρωσης. Όμως, κάποτε, εκεί στο ίδιο μέρος θα σκάψει ο άντρας ένα λάκκο για να θάψει ένα κορίτσι  μιασμένο από τον πατέρα-πατριάρχη. Όμως, κάποτε, ο άντρας, χωρίς μνήμη, σε μια έξοδο χωρίς να τον συνοδεύει ο Ιάκωβος, χάθηκε στο χάος του άγριου  τόπου και όταν εμφανίστηκε από μακριά ο Ιάκωβος κουνώντας του το χέρι, ήταν για εκείνον ο σωτήρας του, ο πατέρας του. 
Έγραψα όλα αυτά χωρίς να εξηγώ τίποτα ούτε σε σας που έχετε διαβάσει το βιβλίο, ούτε σε εσάς που θα διαβάσετε το κείμενό μου, γιατί απλά η παραδοξότητα του ονείρου δεν εξηγείται….
  Η Μίνα τραγουδά ψιθυριστά μα ο ψίθυρός της είναι σαν να περνά μέσα απ’ όλα τα ζωτικά της όργανα, απ’ τα νεφρά και την καρδιά και το συκώτι και στους πνεύμονες και  ν’ ανακατώνεται  με το αίμα στις φλέβες της κι ύστερα να βγαίνει μέσα απ’ όλους τους πόρους του κοριού της σαν αχνιστός ιδρώτας και είναι σαν η φωνή της να έχει φτιάξει ένα λάκκο κάτω από τη φωνή και να έχει βάλει μέσα στο λάκκο αυτό που τραγουδά και αυτό που είναι η ίδια  και είναι σαν να έχει σφηνώσει όλα της τα υπάρχοντα γύρω της σαν στουπιά και όταν τελειώνει το τραγούδι είναι σαν να κλείνει το λάκκο με το σώμα της λες και το σώμα της είναι κλαδιά λες και είναι μανδύας ή ένα τριμμένο σεντόνι που το τεντώνει με πέτρες πάνω από το άνοιγμα ενώ η ίδια είναι ήδη μέσα στο λάκκο
           
            ….ο άντρας είδε κάτω απ’ τα πόδια του το χώμα να πετάγεται σαν πίδακας προς το μέρος του λες και κάποιος το φυσούσε από πίσω. Τότε,  σ’ ένα βάθος που δεν είχε φτάσει ακόμη με το φτυάρι του, είδε ένα άλογο που κάλπαζε γύρω απ’ την περίμετρο ενός πέτρινου πηγαδιού. Ο πάτος  του πηγαδιού ήταν γεμάτος άμμο όπως στις αρένες. Το χείλος του, που πατούσε το άλογο, ήταν ασφαλτοστρωμένος και κόκκινο, σαν διάδρομος. Επομένως οι οπλές του δεν άφηναν κανένα ίχνος κάτω. Έπειτα, από πίσω του, εμφανίστηκαν δυο ακόμη άλογα που ακολούθησαν την τροχιά του πρώτου. 

Η Αρετή Καράμπελα έγραψε για το βιβλίο αυτό :




Η Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα

Η Αρετή Καράμπελα έγραψε για το βιβλίο αυτό:

Η ομάδα "μεταμορφώθηκε" με τον Κάφκα.  Ένα αφήγημα τόσο ρεαλιστικό που αγγίζει τα όρια του αντιρεαλισμού. Με γλώσσα λιτή, χωρίς ποικίλματα, ο Κάφκα, πιστός στη ζωολογία του Ταλμούδ, μέσω μιας αλληγορίας, εξοβελίζει ό,τι μη αρμόζον από το οικογενειακό σύμπαν. Στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, στα στενά όρια ενός δωματίου, παίζεται μια τραγωδία, με κατάληξη την καθαρτική θυσία του μεταλλαγμένου ήρωα. Μόνον έτσι τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας συνεχίζουν να υπάρχουν. 
     Η αγωνία της ύπαρξης, η αναζήτηση ταυτότητας, ο επαναπροσδιορισμός, η ανοχή και η αντοχή της οικογένειας, οι σχέσεις με τον πατέρα, η ευλογία και η κατάρα του ανήκειν, είναι μόνο μερικά από τα θέματα που θίγει το διαχρονικό αυτό αφήγημα, ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες.
Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το παραπάνω βιβλιο: 
Πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα, γνωστό, αλληγορικό και τόσο αληθινό, που ο αναγνώστης μπορεί να βρει, στον χαρακτήρα του ήρωα Γκρέγκορ Σάμσα, τον εαυτό του κι αν όχι, μπορεί τα μέλη της οικογένειας του Γκρέγκορ να του θυμίσουν πρόσωπα οικεία που σε δύσκολες στιγμές, κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους, την επιβίωσή τους, το μέλλον τους. Έτσι, πολλές φορές όταν κάποιο μέλος της οικογένειας είναι ασήκωτο βάρος στην προκοπή ή στην επιβίωση των υπολοίπων, τότε η αποπομπή ή ο θάνατός του είναι η λύτρωσή τους. Είναι έτσι;

 Ας δούμε τι μας λέει η ιστορία του Γκρέγκορ Σάμσα.

Ο Γκρέγκορ εργάζεται σκληρά, ως πλασιέ,  σε μια επιχείρηση υφασμάτων, όπου ο αυταρχισμός των διοικούντων περισσεύει. Η δουλειά του τον φθείρει, τον εξαντλεί, διέξοδος δεν υπάρχει. Κουβαλάει στην πλάτη του τα βάρη της οικογένειας. Ο πατέρας του έχει σταματήσει να εργάζεται και εκείνος έχει αναλάβει να ξεπληρώσει τα χρέη του. Προσπαθεί με τη δουλειά  να εκπληρώσει, όσο γίνεται, τις προσδοκίες των γονιών  και της αδελφής του.  Σκέφτεται, μάλιστα, να πληρώσει τα δίδακτρα ενός καλού  ωδείου, ώστε να πάρει μαθήματα βιολιού η αδελφή του και να πραγματοποιηθεί το όνειρό της.  Νοιάζεται για ‘κείνη, που δείχνει  άβουλη, για τα  δεκαεφτά της χρόνια.

Ξυπνώντας ο Γκρέγκορ εκείνο το πρωί, από κακό όνειρο βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε τεράστιο έντομο. Αισθανόταν πολύ κουρασμένος και σκέφτηκε να κοιμηθεί λίγο ακόμα. Όμως η φουσκωτή κοιλιά και τα πολλά λεπτά ποδάρια του,  δεν του επέτρεπαν σχεδόν καμιά κίνηση. Έτσι, παρακολουθούμε τη ζωή του Γκρέγκορ-κατσαρίδα, όμως με λογική και συναίσθημα ανθρώπου.

Ο μοντερνιστής, για την εποχή του, Κάφκα, γελάει κάτω από τα μουστάκια του, γράφοντας μια αληθοφανή  ιστορία τρόμου, μια παράδοξη ιστορία, όπως εξ’ άλλου και σε άλλα του διηγήματα.

Αυτή η μεταμόρφωση βάζει τον αναγνώστη σε δίλημμα, τον αφορά. Η ευαισθησία του Γκρέγκορ, η ευγένειά του,  η φιλοπονία και η μέριμνα για την οικογένειά του, είναι ο ηθικός κανόνας του μέλους, εκείνου της οικογένειας, που συνήθως εκτιμούμε. Όμως όταν αναστατώνονται, και δεν μπορούν να λειτουργήσουν, να εξελιχθούν μέσα στην κοινωνία, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, κι ακόμη όταν τον βλέπουν όχι σαν ο άνθρωπος, που ήταν και αγάπησαν, αλλά ως κατσαρίδα που προκαλεί αποστροφή, τότε τι;
Ο εκλεπτυσμένος Γκρέγκορ θα δώσει κι αυτή τη φορά, δυνατότητες καλής διαβίωσης στα μέλη της οικογένειάς του, με την εξαφάνισή του.
κουγε τις φωνές πίσω του, αλλά δε ηχούσαν πια σαν τις φωνές ενός πατέρα∙ το πράγμα δεν ήταν καθόλου αστείο∙  ο Γκρέγκορ στριμώχτηκε στην πόρτα – ό,τι γίνει ας γίνει. Η μια πλευρά του σώματός του ανασηκώθηκε, βρέθηκε λοξός μέσα στο άνοιγμα, το ένα του πλευρό καταγδάρθηκε, η άσπρη πόρτα γέμισε με αηδιαστικούς λεκέδες∙  σε λίγο ο Γκρέγκορ είχε σφηνωθεί εντελώς και του ήταν αδύνατο να κινηθεί, τα ποδαράκια του από τη μια μεριά κλοτσούσαν στον αέρα μετέωρα, ενώ από την άλλη ήταν επώδυνα ζουληγμένα στο πάτωμα- και τότε ο πατέρας του έδωσε ένα γερό σπρώξιμο, πραγματικά λυτρωτικό που έστειλε τον Γκρέγκορ να προσγειωθεί αιμορραγώντας άσχημα μέσα στο δωμάτιο.

-Πρέπει να πάρει δρόμο, φώναξε η αδερφή του, δεν υπάρχει άλλη λύση, πατέρα. πρέπει απλώς να απαλλαγείς από την ψευδαίσθηση πως αυτό το πράγμα είναι ο Γκρέγκορ. Τόσο καιρό αυτό πιστεύαμε, να ποια είναι τελικά η δυστυχία μας. Από πού κι ως πού όμως να είναι τούτο δω ο Γκρέγκορ; αν ήταν πραγματικά αυτός, θα είχε από καιρό καταλάβει πως οι άνθρωποι δεν είναι δυνατόν να συμβιώνουν με ένα τέτοιο θηρίο και θα ‘χε φύγει μόνος του.

-Στο χέρι της έτυχε να κρατά μια μακριά σκούπα. Την άπλωσε από την πόρτα προς τον Γκρέγκορ και προσπάθησε να τον γαργαλήσει, χωρίς επιτυχία όμως. Τότε θύμωσε και τον έσπρωξε λίγο με τη σκούπα. Έπειτα τον έσπρωξε πάλι και μόνο όταν είδε πως δεν της έφερνε καμιά αντίσταση κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σύντομα συνειδητοποίησε ακριβώς τι συνέβαινε, γούρλωσε τα μάτια της, άρχισε να σφυρίζει αλλά δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα∙ άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και φώναξε μέσα στο σκοτάδι. –Ελάτε να δείτε, ετούτος ψόφησε. Είναι εκεί μέσα, έχει ψοφήσει για τα καλά σάς λέω.

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

"Μηδενική γωνία" της Μαρίας Εμ.Μαραγκουδάκη, εκδόσεις εύμαρος


H επόμενη συνάντηση της Λέσχης θα γίνει στις 6 Νοεμβρίου 2017.
Το βιβλiο που θα διαβάσουμε είναι το  "Μηδενική Γωνία " της Μαρίας Εμ.Μαραγκουδάκη, εκδόσεις εύμαρος, στις 10πμ στην Βιβλιοθήκη Διονύσου.
ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!


Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε :
Εικοσιένα διηγήματα, άλλα ρεαλιστικά, άλλα βιωματικά και  άλλα παράδοξα.  Μικρά διαμάντια που τα ανακαλύπτεις μέσα σε ιστορίες αληθινές, γραμμένες σε καμβά μυθοπλασίας. Ένα ιδιαίτερο βιβλίο που διαβάζεται εκπληκτικά γρήγορα και νιώθεις ότι είσαι κι εσύ μες τις ιστορίες του. Μνήμες παιδικές, μνήμες της πόλης και του χωριού. Ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων και κάποιες γραμμένες στην τραγουδιστή ντοπιολαλιά της Κρήτης. Ιστορίες με χιούμορ και μελαγχολία, ιστορίες χωρίς τέλος, όπως η ζωή, ιστορίες αγαπημένων νεκρών που ζωντανεύουν στα όνειρά μας και όχι μόνο. Έρωτες εφηβικοί, έρωτες ανεκπλήρωτοι.
Ζωή και θάνατος ένα. Ο νεκρός ήρωας μιλάει, ο χάρος σιωπά. Ο νεκρός δεν είναι πεθαμένος, ζωντανεύει μέσα στη σκέψη και συνείδησή μας. Τα λόγια των νεκρών είναι η αλήθεια μας, είναι οι μνήμες, οι χαρές, οι ενοχές μας, που αντηχούν στη ζωή και στο όνειρό μας.
Οι αριθμοί είναι παρόντες σε πολλά διηγήματα (από τον τίτλο ακόμη, στα «έξι σημεία ασυνέχειας», στα «ερωτήματα για γάτες», στο «πάντα κόνις» ) με τη δική τους αισθητική και δυναμική. Στα τελευταία διηγήματα (ερωτήματα για γάτες, η πορτοκαλί κορδέλα, ημιπερατή μεμβράνη) διακρίνεται έντονα η αναζήτηση του υπερβατικού και του μεταφυσικού. 
Με λίγες γραμμές, κάποια από τα παρακάτω διηγήματά της, έχουν το λόγο.
-Πηγάδι άπατο, της κουζουλής Κατίγκως το μαύρο μαράζι. Η ίδια παίγνιο, περισσότερο φόβου παρά γέλιου, της πιτσιρικαρίας του χωριού να την προγκάει και κείνη σαν λυσσασμένο σκυλί να τα κυνηγά με τις πέτρες και να δείχνει εκείνο το μαύρο, το άπατό της, “εκεί που θα τα έχει”, έτσι και τα πιάσει.
-Η τσάκιση: Τσακισμένο κάθετα το χαρτί, από τη μια μεριά να γράφεις «Υπέρ αναπαύσεως» και με ένα σταυρό από κάτω, όπως ακριβώς το υπαγορεύει η μάνα σε σένα, που ξέρεις γράμματα, και στην άλλη μεριά «Υπέρ υγείας» Και τώρα όλοι αυτοί που αγάπησες, με ένα σάλτο πέρασαν την τσάκιση από την υγεία στην ανάπαυση.
-Δώδεκα λεπτά: Αλήθεια, όταν στο πόλεμο λουφάζεις πίσω από ένα μεγάλο σκίνο, να μην σου πάρει κάνα βλήμα το κεφάλι,  και  έρχεσαι αντικριστά με έναν γαλανομάτη γερμανό, που κρυμμένος τρέμει από φόβο, τι κάνεις; Ορμάς και τον σφάζεις με το μαχαίρι πριν σε σφάξει εκείνος;
-Στη βορινή λοτζέτα: Η ηρωίδα επαναφέρει στη μνήμη της, τώρα που ανήκει στην δικαιοδοσία του θανάτου, όλη τη ζωή της, με τα παράπονά που ποτέ δεν εξέφρασε, τις αδικίες, τους έρωτες, τις συμφορές, τις αχαριστίες, τα φονικά που μόνο τα θηλυκά έκαναν, λες και η Φραγκογιαννού τους άφησε διαθήκη.
-Ο μεσημεράς ήταν ο φόβος και τρόμος των παιδιών που δεν μαζεύονταν στο σπίτι να κοιμηθούν, το μεσημέρι.  ίσως τα τσουβάλιαζε και κείνα αναστατωμένα του δάγκωναν το δάχτυλο. Όπως αυτός εδώ στο πλοίο, που θυμίζει στην ηρωίδα μας  τον μεσημερά, όταν παρατήρησε το μεσαίο δάχτυλό του τυλιγμένο με γάζα. Όμως δεν άργησε να αναγνωρίσει εκείνον που στο μεταίχμιο της παιδικότητας και της εφηβείας της, συγγενής βλέπεις εξ αγχιστείας, της χάιδεψε τ’ απόκρυφα, όπου την συνεπήρε μια πρωτόγνωρη γλυκιά διέγερση.
-Μηδενική γωνία: Πάντα κουστουμαρισμένος με γκρι μαύρες γραβάτες, και πουκάμισα άσπρα ή σιέλ. Οι κινήσεις του αργές, προσεκτικές. Η συμπεριφορά του μεγαλοπρεπής. Στο εστιατόριο, που σύχναζε, πήγαινε την ίδια ώρα και το τραπέζι του ήταν πάντα ρεζερβέ. Τα γκαρσόνια τον υποδέχονταν και τον χαιρετούσαν με ελαφριά υπόκλιση. Μέχρι παραδόθηκε ολόγυμνος και αφύλακτος στον θάνατό του. Με υπολογισμένες κινήσεις λύγισε τα γόνατά του έτσι που οι μηροί και οι κνήμες σχημάτισαν μηδενική γωνία.
Απανθίσματα:
-Σκέφτηκα να βγάλω το μαχαίρι. Δε μου πήγαινε. Μηδέ τα ματοτσίνορά μας δεν κουνιότανε…..
Κι αν με προλάβει; Αν μου ρίξει πρώτος; Έσυρα τη δεξά χέρα μου σιγά σιγά, μην το καταλάβει, να πιάσω το μαχαίρι…… 
Για μια στιγμή μου φάνηκε πως χαμογελάσανε τα ξεπλυμένα μάθια…….
Τα ξεπλυμένα μάθια χαμογελάσανε φοβισμένα…………..
Μόνο τα μάθια του θυμούμαι. Μπλάβα ξεπλυμένα. Όλα τ’ άλλα είναι θολά.
-Βγήκα έξω. Φυσούσε. Μια παγωνιά και μια ερημιά κι ένα γαμημένο φεγγάρι να με κοροϊδεύει. Ήθελα να το πυροβολήσω. Να πυροβολήσω το φεγγάρι, τα φώτα, τις βιτρίνες, τις μπούκλες της, τους αριθμούς, τα κολλητά τζιν, όλα τα κρικάκια στους αφαλούς, το περίπτερο με την περιπτερού μαζί, τα μουνιά, τις Άννες όλου του κόσμου, τα κάγκελα, τις φούστες, τις φουστίτσες, τα αυτοκίνητα, τη μουριά, ξανά τους αριθμούς, τα γαλάζια λουλουδάκια, το κεφάλι μου, να γεμίσω τρύπες τα ουράνια και επουράνια, να λουστώ στο αίμα, γαμώ τη φάρα μου, γαμώ, να είμαι σαράντα δύο χρονών, ως τα μπούνια ερωτευμένος, γαμώ τη φάρα μου γαμώ.
- Με καρφιτσώνει με τα μάτια και ρωτά επίμονα, με φωνή τόσο διαπεραστική που μου τρυπάει τα τύμπανα και τόσο διαυγή που θυμίζει ήχο κρυστάλλων, «από τα δικά μας αποκαΐδια τι;».
-Ήταν Μάρτης, ο τελευταίος Μάρτης της προηγούμενης δεκαετίας, ημέρα Παρασκευή, ώρα 20.05 και στο κινητό ήρθε το μήνυμα: «18.05 ώρα Ελλάδας ο αδερφός σου πνίγηκε σε κανάλι». Αντί για αριθμό στη θέση του αποστολέα ήταν ευκρινέστατη η φωτογραφία του θείου που είχα τραβήξει το προηγούμενο βράδυ στο όνειρο. Φαινόταν ολοκάθαρα η εφημερίδα στη μασχάλη και εκείνο το μισό περιπαιχτικό του χαμόγελο.  Η  τελευταία παράγραφος στην ημιπερατή μεμβράνη.
Η Αρετή Καράμπελα έγραψε :
Η ομάδα συνέπλευσε πλήρως με τη Μηδενική Γωνία της Μ. Μαραγκουδάκη. Ιστορίες θανάτου και έρωτα με διάμεσο τη μνήμη, συνθέτουν ένα σύμπαν καφκικό, με τους νεκρούς να ζουν ανάμεσά μας, τη δική τους ζωή. Με γλώσσα αποτελεσματική, καθαρή, ευθύβολη, η Μαραγκουδάκη  οδεύει σε ανατροπές και εκπλήξεις, παίζει με τον χρόνο,το ιερό και το βέβηλο, το στερεοτυπικό και το καινοφανές. Ανάγνωσμα υβριδικό, που συνομιλεί με την παράδοση και τη νεωτερικότητα μέσα από στέρεες γλωσσικές ατραπούς.  

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

"Νέα Φιλανδική Γραμματική " του Diego Marani, εκδόσεις


H επόμενη συνάντηση της Λέσχης θα είναι την πρώτη εβδομάδα του Οκτώβρη.Το βιβλiο που θα διαβάσουμε είναι το  "Νέα φινλανδική γραμματική " του Diego Marani, εκδόσεις Αιώρα, στις 4μμ στην Βιβλιοθήκη Διονύσου. ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!!!
(υποσημείωση: θα ενημερωθείτε εγκαίρως για την μέρα και την ώρα της συνάντησης)






H Eυγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο αυτό :

  Το μυθιστόρημα του Diego Marani διαβάζεται σαν θρίλερ, στοχαστικό, πολιτικό, πολιτισμικό και αντιπολεμικό. Το θέμα του η απώλεια της μνήμης  και όχι μόνο, αλλά κάτι ακόμα πιο οδυνηρό όπως η απώλεια της γλώσσας κι όταν η γλώσσα είναι το απαραίτητο μέσο, η βάση,  θα έλεγα, για τη συμβίωσή μας, όταν η γλώσσα είναι η πατρίδα μας, η κοινωνία που γεννηθήκαμε, που  ζούμε, τα ήθη, τα έθιμά, ο πολιτισμός μας, τότε τι; Yφιστάμεθα; Η γλώσσα που τη μαθαίνουμε από γεννησιμιού μας, από τα χείλη του ανθρώπου που μας μεγαλώνει, η αγαπημένη σιγαλή μουσική λόγων, τραγουδιών, αγάπης, μάθησης, τα πρώτα βήματα για μια λέξη, μια φράση, ένα νόημα μετά τους βρεφικούς ήχους. Σαν την χάσουμε, υφιστάμεθα; Ας δούμε την υπόθεση του έργου, η οποία εξελίσσεται το 1944, ενόσω μαίνεται ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. 
 Στην προβλήτα της Τεργέστης στρατιώτες του γερμανικού πλοίου «Τίμπιγκεν» περισυλλέγουν έναν αναίσθητο, τραυματισμένο άνδρα. Όταν ο άντρας αυτός συνέλθει συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει τελείως τη μνήμη του. Το μόνο στοιχείο που ο γιατρός του πλοίου, Πέτρι Φρίαρι, βρίσκει και προσπαθεί να βοηθήσει τον τραυματία, είναι το αμπέχονό του όπου αναγράφεται το ονοματεπώνυμο Σάμπο Κάργιαλαϊνεν, καθώς και ένα μαντίλι με τα αρχικά Σ.Κ.  Ο Γιατρός, φινλανδικής καταγωγής, μετά τις πρώτες βοήθειες,  πιστεύει ότι ο Σάμπο πρέπει να είναι φινλανδός και με φιλότιμες και επίμοχθες προσπάθειες τον εκπαιδεύει στη φινλανδική γλώσσα, μια γλώσσα δύσκολη και πολύπλοκη. Στη συνέχεια αποφασίζει  να τον στείλει στο Ελσίνκι με ταυτότητα που φέρει τ’ όνομα αυτό του αμπέχονου,  όπου στο τέλος αποδεικνύεται ότι δεν του ανήκει.   Εκεί στεγάζεται σε στρατιωτικό ξενώνα, γνωρίζεται με τον πάστορα Κόσκελα, με τον οποίο συνεχίζονται τα μαθήματα φινλανδικής, μαθαίνει επίσης θρησκευτικούς ύμνους, εμβατήρια, ιστορία πολιτισμού και  μυθολογίας της χώρας. Η μοναξιά του μέρα τη μέρα αυξάνεται καθόσον τίποτε δεν του θυμίζει κάτι ως πρόσωπο, ως λέξη, ως τόπος, η μελαγχολία βαραίνει την ψυχή του, και ακόμη δεν του λέει κάτι η έντονη συμπάθεια που του δείχνει μια νοσοκόμα που τον κουράρει. Με τις λέξεις και τα νοήματά τους παλεύει καθημερινά και τα καταγράφει ημερολογιακά, ξεκινώντας από τον γιατρό Φρίαρι που όχι μόνο τον γιάτρεψε σώζοντας του  τη ζωή, αλλά και για τις άοκνες προσπάθειές του να του μάθει βασικές λέξεις στα φινλανδικά, ίσα για να μπορεί να συνεννοείται, όσο γίνεται, στην Φινλανδία, τη χώρα, που προσπαθούσε να πιστέψει ότι ήταν η δική του. Ο πάστορας Κόσκελα συνεχίζει το έργο του γιατρού Φρίαρι, μαθαίνοντάς τον ύμνους θρησκευτικούς, το ιερό βιβλίο, η Βίβλος, που την αποκαλούν «γραμματική», καθώς επίσης και παραμύθια, των δασών και νερών, που δεν είναι άλλα από την Φινλανδική μυθολογία.
                                                *******
Γιατρός Φρίαρι: Μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να σώσει αυτόν τον άντρα και η δεσποινίς Ίλμα σχεδόν τα είχε καταφέρει. Είχα δίκιο. Η διάγνωσή μου ήταν άριστη∙ η θεραπεία, η σωστή, όμως ο ασθενής άλλος.
Σάμπο Κάργιαλαϊνεν  -Όμως αυτοί οι άγνωστοι ήχοι αντηχούσαν άδειοι στο στόμα και στο κεφάλι μου, χωρίς ν’ αφήνουν το παραμικρό μέσα μου , σαν μια ηχώ που αργοσβήνει.
-Το βλέμμα μου τρυπούσε τον ορίζοντα  αναζητώντας απεγνωσμένα μια αφορμή, μια θύμηση, μια εικόνα που θα μπορούσε ως δια μαγείας να ξαναζωντανέψει το κομμάτι του εαυτού μου που είχε πεθάνει.
-... ένιωσα να συσσωρεύεται πάνω μου όλη η σιωπή, όλη η μοναξιά που τόσο σκληρά είχα παλέψει να διώξω στη διάρκεια του ταξιδιού από την Τεργέστη στο Ελσίνκι.
-…το άγχος  να μην ξέρω ποιος ήμουν θέριευε μέσα μου, πνίγοντας σιγά σιγά τις δυνάμεις μου…. Γιατί ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς μνήμη.
-.. το γέλιο της ήταν σαν σπίρτο μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο της μνήμης.
                                                                *******
  
H Αρετή Καράμπελα έγραψε μετά την συνάντηση της ομάδας σχετικά με αυτό το βιβλίο τα εξής:
Η Νέα Φινλανδική Γραμματική ενθουσίασε την ομάδα. Ένα βιβλίο ύμνος στη γλώσσα κάθε λαού, πολυπρισματικό και δραστικό, φέρει στην επιφάνεια υπό το κάλυμμα μιας υπαρξιακής περιπέτειας, τα θέματα της ταυτότητας, της μνήμης, του θεού, της ιστορίας, του πολέμου, της αγάπης, της μοναξιάς, της ελεύθερης βούλησης. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση- εξομολόγηση και τις επιστολές, ξεδιπλώνεται η τραγική μοίρα των ηρώων και ο τρόπος που τη διαχειρίζονται. Ο  πρωταγωνιστής, ανέστιος και χωρίς μνήμη αν και έχει την ευκαιρία να συνθέσει εκ νέου την ταυτότητά του, επιλέγει τη μόνωση και τη θυσία, αρνούμενος τον έρωτα κι ένα νέο ξεκίνημα.

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

"Επείγουσα Ανάγκη Ελέου " του Θανάση Βαλτινού, εκδόσεις Εστία

H επόμενη συνάντηση της Λέσχης είναι την Τετάρτη στις 31 Μαίου.Το βιβλiο που θα διαβάσουμε "Επείγουσα Ανάγκη Ελέου " του Θανάση Βαλτινού, εκδόσεις Εστία, στις 4μμ στην Βιβλιοθήκη Διονύσου.
Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε:
Είκοσι ένα διηγήματα μπονσάι (μικρής φόρμας), στον τίτλο ηθελημένα μια λέξη ανορθόγραφη. Λέξη κλειδί για το θέμα του ομότιτλου διηγήματος που έχει να κάνει με τη σωτηρία ανθρώπων φυλετικά κυνηγημένων. Και σ’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων ο συγγραφέας, ως χαρακτήρας αφηγητή-παρατηρητή, αναφέρεται στην νεώτερη ελληνική ιστορία, των δεκαετιών του ’20 του ’40, τον εμφύλιο, και μέσα σ’ αυτήν μικρές ιστορίες λαϊκών ανθρώπων, με τα τοπικά ήθη και έθιμά τους. Ο συγγραφέας παραθέτει τα γεγονότα ρεαλιστικά (ωμά θα έλεγα), χωρίς επεξηγήσεις, χωρίς συναισθηματισμούς,  αφού προηγουμένως έχει διερευνήσει την ψυχοσύνθεση των ηρώων του. Έτσι, μέσα από τις επιλεκτικά διαλεγμένες λέξεις, ψάχνει ο αναγνώστης και βρίσκει σαν από μαγική εικόνα αυτό που υπονοεί ο συγγραφέας και εκλαμβάνει τα γεγονότα με οργή, πάθος, έρωτα και γέλιο. Παρακάτω συγκεφαλαιώνω μερικά από τα διηγήματά του:
** Φουραντάν
Σκοτώνει  με δηλητήριο  η μάνα το κορίτσι της, που έμεινε έγκυος και θα ρεζιλεύονταν στο χωριό. Η ντροπή ξεπλένεται με αίμα. Η μάνα,  χήρα γυναίκα με γιο κι άλλες τρεις κόρες. Ξέρει και τον φταίχτη, είναι ο κουνιάδος της και δεν προνόησε να τον ξαποστείλει αν και φαίνονταν τα μηνύματα από τη συμπεριφορά της παθούσης.
** Αυτή η Γαλλίδα
Ο θείος Ζαχαρίας λιγομίλητος και οστεώδης, με κομμένο από τον αγκώνα το δεξί του χέρι και χαλασμένο το δεξί, επίσης, μάτι του. Ο θείος Ζαχαρίας έριχνε φουρνέλα. Το ατύχημα έγινε όταν μια φορά άναψε το φυτίλι με την καύτρα του τσιγάρου του. Φώναξε «βάρδα φουρνέλο», για τους άλλους και έτρεξε να καλυφτεί και εκείνος, όμως έμεινε σύξυλος σαν είδε μια ολόγυμνη γαλλίδα να στεγνώνει, κουνώντας πέρα δώθε τα μαλλιά της, στην μικρή ακτή.  Cherchez la femme, μας κλείνει το μάτι ο συγγραφέας.
** Η μνήμη των σωμάτων
 Την συνάντησε μετά από είκοσι πέντε χρόνια και τον ρώτησε για τις ροδιές. Πάντα την ήθελε, αλλά εκείνη δεν ενέδιδε. Μια φορά πήγε στο σπίτι του κάθισαν στο μπαλκόνι, όπου οι γλάστρες με τα ρόδια. Έκαναν έρωτα στο άβολο τσιμέντο του μπαλκονιού. Αυτό θα είχε στο μυαλό της, όταν τον ρώτησε για τις ροδιές.
** Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
  Ο πανδαμάτορας χρόνος η αιτία,  για τις ρυτίδες, τις πανάδες, τα προβλήματα οργασμού,  την ανημποριά, την ασκήμια των γερατειών, που έκανε την γερμανίδα Χάνα να  στειρωθεί από τα σαράντα της.  Έτσι γιατί δεν μπορούσε να παραβλέψει την προδοσία του σώματός της. Τη βιολογική της απαξίωση. Χωρισμένη με ένα γιό και μια σειρά εραστές, μεταξύ των οποίων και ο αφηγητής. Τελευταίος δυνατός έρωτας  στα εξήντα της ένας ιπτάμενος, σμήναρχος της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Ίσως αυτός ο άγνωστος που ήρθε στην κηδεία της να ήταν ο σμηναγός, ποιος ξέρει, αναρωτήθηκε ο αφηγητής αφήνοντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στον τάφο της ογδονταεφτάχρονης φίλης του.
** Γαμήλια πτήση
Τριαντάρης ο ιδιοκτήτης, ετοιμαζόταν για γάμο  κι έσκαβαν οι εργάτες για να φτιαχτεί ένα κουζινάκι.   ο εργολάβος ανήσυχος βλαστήμησε σαν χτύπησαν σε κάτι στέρεο κι ήταν έτοιμος να σκεπάσει τον λάκκο. Τον φώναξε να δει κι ο ίδιος το μωσαϊκό και ενώ ο εργολάβος θυμωμένα έλεγε, τι θα κάνεις;  Θα σου το πάρουν, εκείνος μαγεμένος κοιτούσε το αστραφτερό μωσαϊκό -που απεικόνιζε τον Δία-ταύρο να έχει στην πλάτη του την αισθησιακή Ευρώπη- και  κούνησε το χέρι αδιάφορα στον εργολάβο.  
 ** Οικογενειακή ιστορία
Καταχωνιασμένο σε μια κασέλα ένα ταγάρι, που το κρατούσε για τσάντα η μάνα στα φοιτητικά της χρόνια. Όταν πήγε στο χωριό το έδειξα στη γιαγιά, το είχε η ίδια υφάνει στον αργαλειό. Ήταν μέρος της προίκας της και σχολίασε «πράγματα για μια ζωή». Στο σπίτι η γιαγιά είχε θερμοσίφωνο και τηλεόραση. Είχε ανοίξει την τηλεόραση για τις ειδήσεις, όταν της πρότεινε να πάει να μείνει μαζί τους στην Αθήνα και εκείνη είπε «γιατί τι θα έχω παραπάνω εκεί;»  
** Σκεύος αργίλου
Στο αρχαιολογικό μουσείο, όπου είχε δει μια συλλογή αγγείων. Τον είχε γοητεύσει ένα, όχι μόνο για τη φόρμα, για τις καμπύλες  και την κοιλότητά του, όσο μια δαχτυλιά, όπως το ίχνος του παράμεσου, που σύρθηκε επάνω του. Μια δαχτυλιά στο υπογάστριο γυναίκας.  
** Η μεγάλη Μάρθα
Η γιαγιά Μάρθα, χήρα στα τριάντα της, βρήκε ένα έκθετο κοριτσάκι στην πόρτα της. Το μεγάλωσε, το σπούδασε, το  πάντρεψε. Στα ογδόντα της με άνοια χανόταν, την έβρισκαν, την έχαναν, την έβρισκαν, την αγαπούσαν στην οικογένεια,  η κόρη, ο άντρας της  και  η εγγονή της. Πέθανε. Μετά την κηδεία, το σπίτι τούς φαινόταν άδειο, η κόρη αναστέναζε, ο άντρας της είπε «ήταν καλή γυναίκα» και η εγγονή «μου λείπει» είπε, και ξέσπασε σε κλάματα. Ναι, η γιαγιά Μάρθα δεν ήταν αίμα τους.
** Ειδύλλιο
Να σε παίρνει από πίσω ένα αδέσποτο, να σε φερμάρει αμίλητο με υγρά μάτια, να σ’ ακολουθεί μέχρι το σπίτι σου.  την κοιτάζεις και υποφέρεις, έχεις μόνο ένα μεγάλο μπαλκόνι, εκείνη μένει ακίνητη, αξιοπρεπής και σε παρακολουθεί που την κλείνεις έξω.
** Λιγνή μακρυπόδαρη Έβελυν
Το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι χτισμένο από χέρια μαστόρων Τζουμερικιωτών. Έχεις την αίσθηση ότι λικνίζεσαι ανεπαίσθητα μέσα στη διαύγεια του φωτός. Ασυζητητί η ωραιότερη καμάρα –μετά από εκείνη της λιγνής μακρυπόδαρης Έβελυν όταν παραλογισμένη από την αναμονή της έκρηξης γύριζε στα γόνατα, κρύβοντας τα μπράτσα και το κεφάλι της-και τους βόγγους της-στα μαξιλάρια του κρεβατιού. Τότε.
** Κάσια  Φράγκου
 Η Κάσια Φράγκου ήθελε να μπει στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όμως πλησίαζε τα τριάντα, ηλικία απαγορευτική για τέτοιες σπουδές. Ο αφηγητής δίδασκε τότε ιστορία της λογοτεχνίας. Ήθελε να την αποθαρρύνει τις έδωσε κείμενο έντεκα σελίδων να αποστηθίσει, με σκοπό να την αποτρέψει. Τον επισκέφτηκε, αρνήθηκε να την ακούσει. Του έστειλε μια κασέτα, την άκουσε…. ο σπαραγμός αλλοίωνε το κείμενο εντελώς, το μετέτρεπε σε κάτι αποκλειστικά δικό της. Χάθηκε, μέχρι που έπεσε στα χέρια του ένα παλιό φύλλο εφημερίδας, όπου στα κοινωνικά αναφερόταν η κηδεία της.
**
Αφήνει την τσάντα της στον άντρα της, εκείνος δεν θέλει να ανέβει επάνω ασθμαίνει ήδη. Τον άφησε.  Έτσι, εκείνη και ο άλλος, μόνοι, έρποντας, φτάνουν στον μικρό θάλαμο της κορυφής. Στη μέση ένας χτιστός πέτρινος πάγκος, εκεί όπου θα είχαν ακουμπήσει τη λάρνακα με τον βαλσαμωμένο Φαραώ. Γονατίζει μπροστά της,  της φιλάει του μηρούς, την σηκώνει στα μπράτσα του πάνω στον πέτρινο πάγκο. Τα πόδια της ανοιχτά το αιδοίο της σε πλήρη θέα.. στο τσακ πρόλαβαν, όταν ακούστηκαν λαχανιάσματα και ανάσες κάποιων  που ανέβαιναν.
** MV Myrina, Cargo Ship
Το γράμμα του λοστρόμου στη μάνα του, που ταξιδεύει δώδεκα μήνες τώρα με το φορτηγό πλοίο MV MYRINA και του φαίνεται αιώνας, δύσκολη η ζωή του ναυτικού ουρανός και θάλασσα,  να μην στεναχωριέται της γράφει προσέχει πολύ και να μην τρέμει η ψυχή για κείνον, εξ άλλου ο χρόνος περνάει γρήγορα μένουν τέσσερις μήνες μέχρι τον Μάρτη και τον Απρίλη θα πρέπει να παρουσιαστεί στον Σκαραμαγκά. Το κάργκο Μύρινα με φορτίο χάλυβα, απέπλευσε από το λιμάνι της Ν. Υόρκης για Νεάπολη Ιταλίας. Δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του.  Είχε πλήρωμα είκοσι ενός ανδρών.
** Κώστας και Μαρίνα
Έμαθε ότι κηδευόταν ο πατέρας του, κατέβηκε από το βουνό με δυο συντρόφους, πήγε στην εκκλησία την ώρα που έψελνε ο μπάρμπα- Φράγκος τον Απόστολο. Περιζωμένος με δυο χειροβομβίδες και ένα στεν. Ο παπάς τρόμαξε. Τον αναγνώρισε. Εκείνος προσκύνησε το λείψανο και φίλησε τη μάνα του που δεν τον αναγνώρισε, μόνο από τη μυρουδιά του τον κατάλαβε.  Το ’52 ήταν, ρώτησε τον παπά αν παντρεύονται τα δεύτερα ξαδέρφια και του ‘πε πως παντρεύονται, τότε εκείνος, , παντρεύτηκε τη δεύτερη ξαδέλφη του. Έκαναν έξι παιδιά, μετανάστευσε στην Αμερική να ζήσει την οικογένεια. Τα κατάφερε αφού δούλεψε σκληρά στην Αμερική, σαράντα ήταν. Γύρισε μετά είκοσι πέντε χρόνια. Έφτιασε μια μικρή πολυκατοικία-τρεις όροφοι, για τα παιδιά. Αλλιώς τα βρήκε στην Ελλάδα. Άλλες συμπεριφορές τα παιδιά του. Ο γιος του φωτογράφος, κλεισμένος στον εαυτό του. Τότε που ‘χε πάει να βρέξει τα μπετά, ήταν εκεί, μάλλον τον είδε. Ο γιος του αδιαφορώντας είπε στην νεαρή αρχιτεκτόνισσα του κτίσματος να ξεγυμνωθεί και την φωτογράφιζε στις σκαλωσιές.. Έφυγε τοίχο τοίχο σκαστός ντρεπόταν. Η μεγάλη κόρη γιατρός, παντρεύτηκε γιατρό. Δεν θέλουν παιδιά. Η δεύτερη αρραβωνιασμένη. Οι σημερινοί αρραβώνες, δικηγόρος κι εκείνος όμως δεν δουλεύει, του τη δίνει. Κοιτάζει τον κόσμο από κει πάνω. Η Μαρίνα έχει φαρδύνει λίγο.  Και κάτι σαν πίκρα έχει καθίσει στα χείλη της. Της φορτώνεται καμιά φορά, τον διώχνει. Εκείνη η φλόγα πάει. Μια μέρα έκλαψε. Χτες ήταν ακόμα που όργωνε τα βουνά.
** Επείγουσα ανάγκη ελέου
Μέλη εβραίων οικογενειών κάνουν ένα χριστιανικό μνημόσυνο, ανάβουν κεριά, δεν κάνουν το σταυρό τους. Στη μνήμη Γιώργου Μητζελιώτη. Μια γιαγιά ρωτάει την Νίνα, είσαι το κουνούπι; Ναι ήταν εκείνο το τρίχρονο κοριτσάκι, πριν από πενήντα δυο χρόνια, με τα λιγνά ποδαράκια, σκορπισμένοι οι εβραίοι σε μικρές καλύβες. Κάποιοι τους έφερναν φαγητό τις νύχτες. Η Βασιλική τότε νεαρή σβέλτη γυναίκα, την έπαιρνε αγκαλιά την πέταγε ψηλά.. Βασιλική είπε η Νίνα και αγκάλιασε τη γριά. Το 1943 έφτασε ένα τηλεγράφημα, προς Σωτήρη Μητζελιώτη που έγραφε «Επείγουα ανάγκη ελέου». Με έψιλον.  Πρέπει να είναι για σένα Γιώργο, είπε ο ταχυδρόμος. Ο Γιώργος μοναδικός Μητζελιώτης στο νησί. Το υπέγραφε ο Ζακ Λεών. Ο Ζακ που έβγαλε το άστρο και  το ‘σκασε από το γκέτο, έγραψε το τηλεγράφημα σε παλιό καλό συνεργάτη εμπορίου λαδιών, σαπουνιών. Ο Γιώργος δεν κατάλαβε το «ελέου» όμως το Σωτήρης ναι. Γι’ αυτό ναύλωσε μικρό καϊκι για Χαλκιδική και μετά οδικώς στην θεσ/νίκη. Γερός και δυνατός και θαρραλέος στην καρδιά ο Γιώργος ένιωσε το κάλεσμα για το σώσιμο ενός ανθρώπου. 
 
Η Αρετή Καράμπελα έγραψε|:
Στη συλλογή διηγημάτων του Βαλτινού, η ομάδα συνάντησε τα γνώριμα χαρακτηριστικά της γραφής του.Γλώσσα υβριδική βγαλμένη από τις γραφές, την αρχαία παράδοση καθώς και τη λαϊκή. Ζεύξη αντιθέσεων,συνειρμών, στιγμών καθημερινότητας, σκληρότητας και ευαισθησίας.
     Όλα τα διηγήματα, μικρές τραγωδίες με κάθαρση, διακατέχονται από ανθρωπισμό και αισθαντικότητα. Η μνήμη του σώματος, ο χρόνος η ενάργεια του παρελθόντος, καταλήγουν σ' ένα λακωνικό, περιεκτικό και λιτό αφηγηματικό παρόν.
     Στα κείμενα του Βαλτινού μοιάζει να μην περισσεύει τίποτα. Ο αναγνώστης συμμετέχει και μαζί συλλογάται. Αποτυπώνει λίγες πλην εμβληματικές φράσεις από τη σάρκα της αφήγησης και συνθέτει το δικό του σύμπαν. Ορατό και μεγαλειώδες, όσο αυτό των ηρώων.
 
 

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

" Πριν εκείνη με γνωρίσει " του Τζουλιαν Μπάρνς, εκδόσεις Μεταίχμιο

H επόμενη συνάντηση της Λέσχης είναι την Τετάρτη στις 3 Μαίου.Το βιβλiο που θα διαβάσουμε "Πριν εκείνη με γνωρίσει " του Τζούλιαν Μπαρνς, εκδόσεις Μεταίχμιο, στις 4μμ στην Βιβλιοθήκη Διονύσου.


  Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε:
Ο Τζούλιαν Μπαρνς, ένας από τους σημαντικότερους βρετανούς συγγραφείς με διεθνή αναγνώριση, γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας. Σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη. Το πρώτο του μυθιστόρημα, το Metroland, εκδόθηκε το 1980. Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ απέσπασε λογοτεχνικά βραβεία στην Αγγλία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Το 1986 η Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων των ΗΠΑ τού απένειμε το βραβείο Ε.Μ. Φόρστερ. Το 1988 χρίστηκε ιππότης του Γαλλικού Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων. Το μυθιστόρημά του Άρθουρ & Τζoρτζ ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker 2005, όπως επίσης και Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ το 1984 και το England, England το 1998. Στην τέταρτη υποψηφιότητά του για το ίδιο βραβείο, αναδείχθηκε νικητής για το μυθιστόρημά του με τίτλο Ένα κάποιο τέλος (2011).


Ο Τζούλιαν Μπαρνς, είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας με διεθνή αναγνώριση. Το βιβλίο του αυτό, αν και δραματικό, είναι γραμμένο με χιουμοριστική διάθεση και με λεπτομερείς, προκλητικές (θα έλεγα)  σεξουαλικές περιγραφές.
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα καταπιάνεται όχι απλά με τη ζήλια, αλλά με την εμμονική ερωτική ζήλια∙ ένα συναίσθημα που στην ιστορία αυτή καταλύει τη σημασία της λογικής, της διακριτικότητας, φέρνει τα πάνω  κάτω και στην περίπτωσή του ήρωα, Γκράχαμ, το ερωτικό παρελθόν της νέας του συζύγου, της Ανν, γίνεται το μαρτύριό του, για το σήμερα.

 Ας δούμε από την αρχή τι συμβαίνει στο μυαλό του άντρα, του ανθρώπου, θα έλεγα, που υποφέρει από ζήλια. Ένα συναίσθημα, που βιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι και είναι τουλάχιστον ενοχλητικό, για να μην πω απεχθές γι αυτόν που υφίσταται την ανάκριση- αμφισβήτηση του παθολογικά ζηλιάρη.  Ο αφηγητής, παρακολουθεί τον ήρωα Γκράχαμ  κατά  πόδας, μας λέει την ιστορία της έγγαμης ζωής του, που είναι πολύ συνηθισμένη και καθημερινή. Ο Γκράχαμ τυπικός πανεπιστημιακός καθηγητής ιστορίας,  (βαρετός, ως ο αφηγητής μάς τον παρουσιάζει) είδε σε ταινία τη δεύτερη σύζυγό του, να διαπράττει μοιχεία και κρυφογέλασε∙ δηλαδή μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είδε με τα  μάτια της μετέπειτα  σκέψης του κάτι τόσο απρεπές, αφού δεν του πέρασε από το μυαλό να κλείσει με την παλάμη του τα μάτια της ανήλικης κόρης του.

Ο Γκράχαμ χώρισε την γυναίκα του Μπάρμπαρα, γιατί ερωτεύτηκε την 30χρονη Ανν, πρώην ηθοποιό και νυν στέλεχος μόδας, που γνώρισε σ’ ένα πάρτι.  Την ερωτεύεται και αποφασίζει να εγκαταλείψει σύζυγο και κόρη και κατ’ επέκταση την βαρετή ζωή του μες την οικογένεια. Παντρεύεται την Ανν με την  οποία όχι μόνο ξανανιώνει αλλά και παρακινείται σε νέες  ερωτικές εμπειρίες. Ο Γκράχαμ  ζει ευτυχισμένος,  μέχρι που ανακαλύπτει τον παρελθόν της Ανν∙  κι αυτό άρχισε όταν η Μπάρμπαρα, υποβολιμαία σκεπτόμενη, τον προέτρεψε να συνοδεύσει την  κόρη τους σε ταινία, όπου εμφανιζόταν, σε μικρό ρόλο, η Ανν σε σεξουαλικές σκηνές∙  τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τον Γκράχαμ. Παρακολουθεί όλες τις παλιές ταινίες της Ανν καθώς και των συμπρωταγωνιστών της. Ψάχνει με περισσή περιέργεια και μαθαίνει τις ζωές των πρώην εραστών της πραγματικών και  κινηματογραφικών. Ενδιαφέρεται τόσο πολύ να μαθαίνει τρόπους της σεξουαλικής ζωής τής Ανν, καθώς και των εραστών της, που παρανοϊκά σκεπτόμενος καταφεύγει σε πορνό περιοδικά και αυτοϊκανοποιείται. Τον ενδιαφέρει επίσης πολύ η ερωτική ιστορία του παρελθόντος της Ανν και των φίλων της, που πλάθει ιστορίες σεξουαλικές γι αυτούς με το μυαλό του. Έτσι, δεν αργεί να χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και να παρουσιάσει μια έντονη ψυχοπαθολογική διαταραχή.

Στο τέλος μπροστά στα μάτια της Ανν σκοτώνει τον φίλο τους τον Τζάκ, αφού του καρφώθηκε στο  κεφάλι η υποψία ότι είχε ερωτικές σχέσεις μαζί του, και αυτοκτονεί.  

Έχοντας στο νου τα βιβλία του Τζ. Μπαρνς ο παπαγάλος του Φλωμπέρ, ένα κάποιο τέλος κ.α., λέω πως το βιβλίο αυτό δεν είναι ισάξιό τους.

 Η Αρετή Καράμπλεα έγραψε μετά την συνάντησή μας για το βιβλίο αυτό:
Το "Πριν εκείνη με γνωρίσει" του Τζ. Μπαρνς, μια σπουδή στη ζηλοτυπία των ζευγαριών δίχασε την ομάδα. Για άλλους η παραφορά του κεντρικού ήρωα δεν ήταν πειστική, σε άλλους  θύμιζε "οικεία κακά".
Με τον πάντα ιδιαίτερο τρόπο του ο Μπαρνς,παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη μεταμόρφωση του Γκράχαμ, κεντρικού ήρωα του βιβλίου,
 σε ζηλόφθονο αυτοκαταστροφικό και φονικό ον. 
Στην ιστορία συμπλέκονται η επιστήμη, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, η ίδια η ζωή. Πρόκειται για μια ανατομία της ζήλιας με εμμονή στην ψηλάφηση του παρελθόντος και τα παιχνίδια του μυαλού. Έχοντας ως μήτρα τον Οθέλλο, ο Μπαρνς με αρκετό φλέγμα και χιούμορ αναδομεί την εστία του κακού στη συζυγική προδοσία και οδηγεί τους μεν συμβαλλόμενους στο θάνατο, τους δε αναγνώστες στην απόλαυση της ιστορίας.

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

"Γραφικός Χαρακτήρας" του Νικου Παναγιωτόπουλου, εκδόσεις Μεταίχμιο

H επόμενη συνάντηση της Λέσχης είναι την Τετάρτη στις 5 Απριλίου.Το βιβλiο που θα διαβάσουμε "Γραφικός Χαρακτήρας" του Νικου Παναγιωτόπουλου, εκδόσεις Μεταίχμιο, στις 4μμ στην Βιβλιοθήκη Διονύσου.
Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλιο αυτό:
Εξήντα εφτά διηγήματα, που όπως αναφέρει στον επίλογό του ο συγγραφέας οι ιστορίες τους είναι αυτοβιογραφικές και  πέρα για πέρα αληθινές.   Τώρα είναι δεν είναι αληθινές,  καλέ μου συγγραφέα,  δεν είναι εκείνο που θα με κάνει να αλλάξω γνώμη γι αυτά τα «μπονσάι» διηγήματα, που είναι όλα σαν να έχεις στην τσέπη σου ένα μπουκαλάκι παλιού αγαπημένου αρώματος που ναι μεν τελείωσε, αλλά κρατάει γερά η μυρουδιά του. Ευκολοδιάβαστο βιβλίο, η γλώσσα ρέει καθώς και οι ιστορίες,  που όπως πολύ καλά επισημαίνει ο συγγραφέας «είναι ιστορίες μιας ανάσας οι περισσότερες από τις οποίες θα μπορούσαν να διαβαστούν άνετα ακόμα κι ανάμεσα σε δυο σταθμούς του αθηναϊκού μετρό».  Οι γειτονιές της Αθήνας εδώ και πενήντα χρόνια. Οι οικογένειες, οι γονείς, τ’ αδέλφια, οι θείες, οι θείοι, ο νονός, το καφενείο, η ταβέρνα, το κουρείο, το τηλέφωνο, που για να το ‘χεις στο σπίτι σου περίμενες δυο και τρία χρόνια να σου το συνδέσει ο ΟΤΕ, οι αδελφικοί τσακωμοί, τα παιδικάτα, το ξύλο που έπεφτε από τη μάνα και πού και πού από τον πατέρα, η εφηβεία, ο καυγάς με τον πατέρα νεαρός πλέον το μεγάλο παιδί που θυμώνει και δεν μιλιέται μαζί του, αλλά ευτυχώς πάντοτε μια μάνα βρίσκει τη χρυσή τομή, έστω και μ’ ένα ‘’αληθινό’’  ψέμα, η συνειδητοποίηση όταν γονιός είναι στην εντατική και  «πως δεν ενηλικιώνεσαι οριστικά παρά τη στιγμή που, θες δεν θες, είτε είσαι έτοιμος είτε όχι, αναλαμβάνεις τη φροντίδα των γονιών σου».
Η ανάμνηση των σπασμένων δοντιών πού πάνω στο παιχνίδι έσπρωξε ο ξάδελφος την πόρτα και η μπετούγια σου καρφώθηκε στο στόμα,  ο φόβος για τον οδοντογιατρό που σε κατάφερε να ανοίξεις το στόμα και να τραβήξει το ένατο δόντι που κρεμόταν από ένα ματωμένο νηματάκι.   οι κυνόδοντες, ένα κενό και το σφύριγμα πότε πότε στο σίγμα, μέχρι σήμερα..
Το δώρο του πατέρα στο γιο ενός κουρδιστού ρολογιού venus, και ο γιος στον δικό του γιο αργότερα, «μια απτή υπενθύμιση της διαδοχής των γενεών, της υλικής υπόστασης του ξοδεμένου χρόνου».
Ο οδηγός του σχολικού να παίρνει το μέρος της μάνας που δεν ήπιες το γάλα σου και  τη αδεία του να μπαίνεις με την κούπα στο αυτοκίνητο, το γάλα να χύνεται πάνω σου από τα τραντάγματα του αυτοκινήτου στις λακκούβες του δρόμου, να γίνεσαι το επίκεντρο της χλεύης των συμμαθητών σου και συ, για την αξιοπρέπεια και μόνο να σηκώνεις το φουστάνι της Αννούλας, να φανεί το βρακί της με τα κόκκινα λουλουδάκια, και τέλος η τιμωρία  που δεν απέφυγες, αλλά και το «μαμμόθρεφτο» που γλίτωσες. Καταράστηκες τον οδηγό,   την επόμενη χρονιά έπαθε συμφόρηση και ‘συ να υποφέρεις κρυφά ότι η κατάρα έπιασε.
Να πετάς τα βραστά αυγά, που σου ‘βαζε η μάνα για το διάλειμμα, στο σωρό της χλόης δίπλα στην εξώπορτα,  να σε παίρνει το μάτι του γείτονα μπακάλη, να σε καρφώνει στη μάνα και συ να τον καταριέσαι. Για χρόνια να μην τον πιάνει η κατάρα, να ποδηλατοδρομεί σφυρίζοντας  μελωδίες μέχρι που έγινε το πρώτο σούπερ μάρκετ στη γειτονιά και του κόπηκε το σφύριγμα.
Να καταριέσαι τον μπακάλη που ‘χε δίπλα στο μαγαζί του δωματιάκι, όπου μαζεύονταν οι φανατικοί της ρετσίνας μαζί τους ο πατέρας και με τσιμπολογήματα στη σαρδέλα, στο τυρί, στην ελιά και στο μπόλικο ψωμί, να μιλάνε με τη γλώσσα του κρασιού, να βρίζουν να τσακώνονται και το χειρότερο να σου δίνουν τις σοφές δήθεν συμβουλές τους. Και μετά να παρακαλάς τον Θεό να μην πιάσει η κατάρα που τους έδινες για τον πατέρα.
Το πρώτο σου βιβλίο δώρο του πατέρα, όχι δεν είχε κάνει εκείνος την επιλογή, μήπως ήξερε να επιλέξει; Μάλλον ο δοσάς των βιβλίων τον καθοδήγησε, όμως εσύ διαβάζοντας τον κάπτεν Νέμο και τις είκοσι χιλ. λεύγες υπό την θάλασσα του Ιουλίου Βερν, σε έκαναν να  αφηγείσαι ιστορίες, έτσι ευγνωμονείς τον πατέρα και τον βιβλιοπώλη όταν πέφτοντας στον ωκεανό της πραγματικότητας, σου έστειλαν τον Νέμο με τον ναυτίλο του να σε σώσει.
Να παίζεις πόλεμο στο ρέμα για ώρες, μακριά από το σπίτι σου, να σε περιμένουν οι γονείς αλαφιασμένοι, να σε χτυπάει με το καλώδιο του σίδερου ο πατέρας και παρόλο που πόνεσες πολύ δεν κράτησες κακία, ίσως γιατί πίσω από τον θυμό αναγνώρισες έναν ανείπωτο φόβο.
Να τσακώνεσαι με τον μικρό  αδελφό για ένα μοτεράκι από ένα αυτοκινητάκι που ξεκοιλιάσατε, δεν του το έδινες, σου πέταξε πιρούνι σου καρφώθηκε  ψηλά στο μάγουλο κάτω από το μάτι.  έφαγε πολλές τα μπούτια του κοκκίνισαν και πρήστηκαν από τις ξυλιές, μέχρι κι εσύ τον λυπήθηκες.
Να κλαις κι ο μικρός μαζί, για το κούρεμα με την ψιλή και μια τούφα να πετάει πάνω από το κούτελό σας, αλλά τι να κάνεις ο κουρέας ήταν αδελφός της μάνας σου.
Να σου ρίχνει, ο μικρός ντε, ακρίδες στην πλάτη, ήξερε πόσο τις φοβόσουν κι εσύ να τον κυνηγάς με ένα σκουριασμένο κάγκελο, του ‘ριξες κάνα δυο μέχρι να σας πάρει είδηση η μάνα∙  από τα πιο ωραία παιχνίδια ήταν που όλο και βρίσκατε .
Μια παλιά κιτρινισμένη απόδειξη εγγραφής σε καλό σχολείο, που είχε κρύψει ο πατέρας στα λιγοστά του χαρτιά και ανακάλυψες πριν πεθάνει, εσύ όμως είχες περάσει σε καλό δημόσιο σχολείο… είπαμε ο πατέρας φύλαγε τα ρούχα του για να έχει στην κυριολεξία τα μισά.
Το στήθος της Μαριάν του Ντελακρουά, οι οδαλίσκες  μισόγυμνες του Ασσουρμπανιπάλ.. τα πιο αισθησιακά θεάματα των παιδικάτων σου.
Στην οικοδομή όπου ο μικρός αδελφός κάπνιζε κρυφά μαζί με ένα μικρότερο ξάδελφο, τους έπιασες στα πράσα όμως έκανες  τον άντρα,  δήθεν ότι είχες ξανακαπνίσει και πνίγηκες από την ξινίλα του πρώτου σου Καρέλια.
Να χαλάνε τα δόντια του πατέρα, να φαφουτιάζει, να ασκημαίνει, να χαίρεται που επιτέλους φόρεσε μασέλα και να σκέπτεσαι ότι τώρα χειρότερα άσκημος κι από φαφούτης, αν και ήξερες ότι κατά βάθος η ζωή τον είχε ξεδοντιάσει.
«Τους αληθινά μεγάλους  φόβους δεν τους μοιράζεσαι… τους μεγάλους φόβους τους έχουμε ανάγκη , κατά κάποιον τρόπο μας θυμίζουν  πως είμαστε ζωντανοί».  Η φωτογραφία που σε τρόμαζε αναρτημένη στην ταβέρνα του μπάρμπα Γιάννη και όχι άδικα, κάποτε έμαθες ότι  αυτός και ο μεγάλος του γιος βασανιστές ενός στρατιώτη τα χρόνια της χούντας.

Ο πατέρας σου που σου ιστορούσε για το γουρουνόπουλο που ο δικός του πατέρας δεν ήθελε να τον υστερήσει έναντι το άλλων συγχωριανών και του ‘δωσε μαχαίρι να το σφάξει και πώς εκείνο στρίγκλισε, τσίνησε και ξέφυγε πληγωμένο.
Ο πόνος της γιαγιάς που ποτέ δεν μολογούσε μπας και μείνει πίσω η δουλειά της.
Ο σεισμός της Αθήνας και ο φόβος του παππού, που το ‘σκασε από το νοσοκομείο με τις πυτζάμες του κρατώντας το σταντ με τον ορρό.
Τον χώρο του ιδρύματος που παίζατε μπάλα μαζί με τα παιδιά του ιδρύματος, τα περισσότερα παιδιά ήταν λιγομίλητα, εκτός ενός κοντόσωμου μαυριδερού, που τον λέγατε ο βραζιλιάνος και κοκορευόταν ότι στα δέκα οχτώ του θα πάει στον πλούσιο πατέρα του στη Βραζιλία με βίλα, πισίνα, κήπο, με εξωτικά φρούτα και παπαγάλους. Τον περιγελούσατε αν κι εσύ προσευχόσουν για χάρη του στον θεό των παραμυθάδων
Ο πλούσιος γείτονας που δώρισε μια κόκκινη ΒΜW στο μοναχογιό του που πέρασε στην οδοντιατρική, ο γιος του πέθανε από ανακοπή καθώς κολυμπούσε. Μετά την κηδεία ο γείτονας έβαλε το πιστόλι κάτω από το σαγόνι. Η σφαίρα του τρύπησε τον ουρανίσκο.
Η κυρία Πίτσα "η γαλλικού", που αφού είδε και απόειδε ότι δεν θα μαθαίνατε με τίποτα τα γαλλικά, σας σύστησε τον Καμύ, τον Μπρασενς, τον Ζενέ, την Μποβουάρ, τον Σαρτρ.,  όταν στις πανελλήνιες της είπε ότι δεν έγραψες μαθηματικά σε αγκάλιασε και σου δώρισε ένα βιβλίο «η ζωή είναι αλλού» του Κούντερα, χρόνια αργότερα της χάρισες το βιβλίο σου μεταφρασμένο στα γαλλικά, το ήξερα σου είπε, δακρύζοντας.
Ήθελες να σκοτώσεις τον πατέρα σου που έσπασε την κιθάρα σου γιατί πήρες κακούς βαθμούς στις εξετάσεις.
Διεκδικητικός σαν ο πιο καλός μαθητής να κρατήσεις εσύ τη σημαία και όχι ο συμμαθητής σου που είχε μάνα δασκάλα και θείο επιθεωρητή, ο δάσκαλος σε χαστούκισε , αλλά όμως το τέλος ήταν να μαθευτεί, έτσι κρατήσατε τέσσερις, από τις τέσσερις γωνίες,  τη σημαία,  διορθώθηκε η αδικία και διεσώθη το κύρος του δασκάλου.
Η μάνα φύλαγε τις ζωγραφιές σου του νηπιαγωγείου και συ αναρωτιέσαι αν ανταποδίδεις με το να φυλάς τη στεφανιογραφία της στο ράφι με τα ντιβιντί.
Καθάριζε ο εργάτης με τα κίτρινα γάντια τα οστά του πατέρα σου, όταν κράτησε χαμογελώντας κάτι στη χούφτα του,  σας το  έδειξε, δουλεύει ακόμα, είπε και το απόθεσε σε  μια γωνιά με σεβασμό. Τι είπε ρώτησε η μάνα σου, την έσφιξες πάνω σου χωρίς να απαντήσεις σκεπτόμενος ότι  χρυσό είχε πληρώσει το ταμείο τον βηματοδότη, προφανώς άξιζε τα λεφτά του.
Ο γραφικός χαρακτήρας του πατέρα σου που έχεις την εντύπωση ότι στη ζωή  σου  πάντα προσπαθούσες να γράψεις τόσο ωραία όσο εκείνος, που δεν είχε καταφέρει να τελειώσει το σχολείο.
Νομίζω ότι έγραψα πιο πολλά απ’ ό, τι είχα σκεφτεί να γράψω στην εισήγησή μου, λίγα διηγήματα άφησα απέξω γιατί σκεφτόμουνα ότι αξίζουν οι εκπλήξεις.  Το βιβλίο θυμίζει 
τα παιδικά χρόνια των περισσοτέρων παιδιών του τόπου μας, τις γειτονιές μας, την νοοτροπία των γονιών, των γιαγιάδων και παππούδων μας.   Είμαι σίγουρη ότι θα τυλίγει μια γλυκιά νοσταλγία  τον κάθε αναγνώστη για τα παλιά, που έζησε ή άκουσε   καθώς και νέους και παιδιά, που αγαπούν να μαθαίνουν  παλιές ιστορίες  αγαπημένων συγγενών και φίλων,  να γελούν  με τις  παιδικές σκανταλιές  τους,  που εδώ που τα λέμε δεν διαφέρουν πολύ από τις  δικές τους.

Μετά την συνάντηση της ομάδας για το βιβλίο αυτό η Αρετή Καράμπελα έγραψε:
Ο "Γραφικός χαρακτήρας" του Ν. Παναγιωτόπουλου δεν ενθουσίασε την ομάδα. Ανέσυρε όμως μνήμες της παιδικής ηλικίας και θύμισε σε όλους "οικεία κακά". Συντεθειμένο το βιβλίο από σπαράγματα μνήμης, αναβιώνει και συνθέτει επιτυχώς τον καμβά μιας ολόκληρης εποχής. Διεγείρει την επιθυμία αυτοβιογράφησης και υπενθυμίζει ότι η ηλικία μας δεν είναι άλλη από την παιδική.