Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014



Η τελευταία συνάντηση της Ομάδας μας, πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 3 Ιουνίου. Το βιβλίο της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως  Χριστίνας Καράμπελα '' Καιροί τέσσερεις '', άρεσε στις φίλες της Ομάδας μας!  Για την ζωντάνια του λόγου και της περιγραφής, για την πρωτοτυπία του θέματος'παραβολή με τον μύθο της Περσεφόνης' και την γλαφυρότητά του.

Το βιβλίο που βάλαμε για το καλοκαίρι και θα αναλύσουμε στις 7 Οκτωβρίου , ημέρα Τρίτη, με την έναρξη της καινούριας περιόδου είναι.''Σκηνές από τον βίοτου Ματίας Αλμοσίνο'' του Ισίδωρου Ζουργού, εκδόσεων Πατάκη.

Ευχόμαστε στα μέλη μας και σε όλους τους φίλους Καλό Καλοκαίρι.



H Eυγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλιο '' Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο'' 
 
Έργα του:
Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού,
Στη σκιά της πεταλούδας,
Η αηδονόπιτα,
Ανεμώλια,
   κ.α..

Συνήθως αποφεύγω τα πολυσέλιδα βιβλία, όμως έκανα εξαίρεση στον καλό συγγραφέα Ζουργό, για το πρόσφατο βιβλίο του των 780 σελίδων.  Έχω διαβάσει τρία βιβλία του (αυτό είναι το τέταρτο) και σε μερικά υπάρχει η εισηγητική μου σ’ αυτό το μπλογκ. 
            Πολύ μεγάλο το ταξίδι (ζωής του ήρωα Ματίας Αλμοσίνο) με κούρασε, αν και πολύ ενδιαφέρον, όμως πολλές σελίδες τις διάβασα τροχάδην. Πολυπρόσωπο πόνημα.  Τι να πρωτοθυμηθώ. Όλοι με περγαμηνές, διάσημοι οι περισσότεροι του 17ου αιώνα, που η σοφία και η πολυγνωσία τους σφραγίζει τις εποχές μέχρι σήμερα.
            Η αλήθεια είναι πως από το χέρι μου δεν το άφησα, όπως κάνω σε άλλα μυθιστορήματα, πληκτικά κατά τη γνώμη μου. Δεν άφησα το μυθιστόρημα του Ζουργού για τις θαυμάσιες περιγραφές της Ευρώπης του 17ου αι., όπως Ελβετία, Βενετία, Ζάκυνθος, Κων/πολη, Λονδίνο, Μολδαβία, Ρωσία, Άγιον Όρος. Δεν το άφησα για την με λεπτομέρειες περιγραφή της ιατρικής επιστήμης, εκείνης της εποχής, για την καταπολέμηση θανατηφόρων νόσων.
            Ο συγγραφέας δημιούργησε έναν ήρωα χαρισματικό και ανθρώπινο που σε ελκύει η σκέψη, η ταπεινότητά, η πολυμάθεια και η επιστημοσύνη του, τον ιατρό Ματίας Αλμοσίνο. 
           
            Ο συγγραφέας μας αφηγείται την ζωή του κρυπτοεβραίου Ματίας Αλμοσίνο από την παιδική του ηλικία, στη Βασιλεία. Γιος του περουκοποιού Τομπίας και της Έστερ. Όλα αλλάζουν στην οικογένεια όταν θα φτάσει από το Άμστερνταμ ο θείος του Ματίας, ο Ισαάκ, που είναι δίδυμος αδελφός του Τομπίας.  Η Έστερ εγκυμονεί και πεθαίνει στη γέννα. Ο θείος Ισαάκ πείθει τον αδελφό του να φύγουν για Βενετία, όπως πολλοί Εβραίοι. Ο μικρός Ματίας συνοδεύεται στο δύσκολο αυτό ταξίδι από τον θρησκόληπτο πατέρα του και τον ανοιχτόμυαλο και διορατικό θείο του. Γρήγορα θα μάθει ότι πραγματικός του πατέρας είναι ο θείος Ισαάκ. Ο Τομπίας είναι στείρος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα αρρωστήσει από ευλογιά και θα γλιτώσει το θάνατο με έντονα σημάδια στο πρόσωπο. Το ταξίδι συνεχίζεται και βρίσκονται στη Σαλονίκη, όπου ο θείος του εργάζεται στο σπίτι του εμπόρου Μελισσηνού. Όμως ο πατέρας Ισαάκ θα πεθάνει όταν μια επιδημία πανούκλας εξαπλώνεται στην περιοχή. Ο έμπορος Μελησσηνός θαυμάζει την οξυδέρκεια του μικρού, τον παίρνει μαζί του στη Βενετία. Η  Θεανώ υπηρέτρια και ερωμένη του Μελισσηνού, τον μεγαλώνει με πολύ αγάπη. Ο Μελισσηνός υιοθετεί τον Ματίας και τον στέλνει να σπουδάσει ιατρική στην Πάντοβα.
Με το νέο του όνομα, Ματέο Μελισσηνός, γιατρός  πλέον θα ταξιδέψει στην Κων/πολη, όπου συναντά παλιούς συμφοιτητές του και ως αυθεντία μπαίνει σε κύκλους ευγενών. Σε σκλαβοπάζαρο της Πόλης θα αγοράσει μια νέα γυναίκα και θα την παντρευτεί. Το ταξίδι θα συνεχιστεί στο Λονδίνο, όπου συναναστρέφεται με αυθεντίες της ιατρικής επιστήμης.
Για χατίρι της αγαπημένης του γυναίκας, της Όλγας, θα ταξιδέψει στην πατρίδα της την Μολδαβία. Εκείνη θα τραυματιστεί βαριά από ατύχημα και θα πεθάνει.
Η περιπετειώδης ζωή του Ματίας, όπου σε κάθε πόλη και χώρα ταξιδεύουμε μαζί του (χάριν των καταπληκτικών και λεπτομερών περιγραφών του συγγραφέα), θα τελειώσει στο Άγιον Όρος, ως εξώκοιτος καλόγερος, με το όνομα του «αδελφού» του ιερομόναχου Ιωαννίκιου, νόθο παιδί του εμπόρου Μελισσηνού και της Θεανώς, ο οποίος  πεθαίνει,  συνοδευόμενος από τον Ματίας, κατά τη διάρκεια ταξιδιού προς τον Άθω.
Σελ. 640.          «Δαιμόνια! Έξω απ’ το χωριό στις σπηλιές ο τόπος είναι γεμάτος δαιμόνια!»                             «Είδανε στην είσοδο απ’ το παλιό ορυχείο τέρατα».
                        «Τι τέρατα δηλαδή;»
                        «Λέγανε για κόκκινα πρόσωπα της κόλασης με πληγές κι ένα μάτι, που δε μιλάνε ανθρώπινα αλλά μουγκρίζουν, που τα πόδια τους είναι τριχωτά με τραγίσιες οπλές».
«Και λοιπόν;»
«Θα πάνε όλοι τους, με τον παπά μπροστά. Θέλουν να πας κι εσύ, σ’ έχουν για άνθρωπο σοφό».
«Δεν ξέρω να κάνω εξορκισμούς».
«Ματίας, σε σέβονται και σ’ αγαπάνε».
Σελ.642.    Η είσοδος του ορυχείου μύριζε ανθρωπίλα κι όχι δαιμόνια. Τότε μου ήρθε στη μύτη καπνός απ’ το θυμιατό – ο παπάς ερχόταν πίσω μου.
 «Πάτερ, δε νομίζω να μυρίζει έτσι η κόλαση  αυτό είναι απλυσιά και ιδρώτας».
«Ο διάβολος ξέρει, παιδί μου, να μεταμφιέζεται».
Έγειρα τους πυρσούς, για να μην ακουμπήσουν στη χαμηλή οροφή, και μπήκα. Κοντοσταθήκαμε. Η γαλαρία στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν γκρεμισμένη  άφηνε μόνο μια τρύπα στο βάθος απ’ όπου ίσα που χωρούσε να περάσει άνθρωπος Αφουγκραστήκαμε. Για λίγη ώρα ακουγόταν μόνο το ρετσίνι των πυρσών που καιγόταν ύστερα ήρθε κάτι σαν ψίθυρος απ’ την τρύπα κι ένα σύρσιμο σε πέτρες και χαλίκια. Κάτι μας πλησίαζε έρποντας. Οδήγησα τον πυρσό προς το άνοιγμα τότε ξεχωρίσαμε κάτι που προσπαθούσε να βγει απ’ την τρύπα. Ο Όλιβερ δίπλα μου είχε ήδη κρατήσει το μουσκέτο στο χέρι και σημάδευε.
Ο δαίμονας δεν μπορούσε να περπατήσει παρά μόνο σερνόταν. «Ένα σώμα κουλουριασμένο βγήκε απ’ την τρύπα και σταμάτησε μπροστά στη φωτιά των πυρσών. Είχε μόνο ένα μάτι, η μύτη έλειπε, μαλλιά μακριά, ένα πουκάμισο τρύπιο, παντού επάνω στο δέρμα τα σημάδια της κόλασης – ζαρωμένο δέρμα σαν της χελώνας, κοκκινίλες και πληγές.
Ο παπάς δίπλα μου ύψωσε τον σταυρό κι άρχισε να ψέλνει.
«Πίσω όλοι σας!» έβγαλα μια φωνή.
Ο δαίμονας, με φαγωμένο το πρόσωπο απ’ τα τέρατα της κόλασης, με κοίταζε ατάραχα.
«Πίσω, να μην ακουμπήσει κανείς, είναι λεπρός!»
Σελ. 731.          Καθώς πλησίαζαν τα γεράματα, είχε αποκτήσει και τη συνήθεια να προσεύχεται κάθε βράδυ πριν κλείσει τα μάτια. Χρόνια πριν, όταν του ερχόταν παρόμοια επιθυμία, είχε την αμηχανία πού να στρέψει την προσευχή και πώς να την πει. Τα τελευταία χρόνια προσευχόταν σ’ αυτόν τον Θεό που είχε βρει πως του ταίριαζε, σ’ Αυτόν που είχε αγαπήσει το ανθρώπινο σώμα σαν να ‘ταν γιατρός, που είχε νιώσει πώς είναι το κορμί όταν υποφέρει, σ’ Αυτόν που αγάπησε τη σάρκα των ανθρώπων και δεν τη χαράμισε για πάντα στο χώμα, αλλά της φύτεψε την ελπίδα της Ανάστασης.