Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Η Αγρια Ερημιά του Χεσσούς Καρράσκο, εκδόσεις Αντίποδες

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 18 Mαρτίου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στη Δημοτική Κοινότητα Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλιο του Χεσούς Καρράσκο " Άγρια Ερημίά", εκδόσεις Αντίποδες.

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το εν λόγω βιβλίο
Ένα πολύ καλό βιβλίο, με χαρακτήρα παραμυθιού. Μια ζοφερή ιστορία. Το διαβάζεις με ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος. Θυμίζει έργο κλασικής λογοτεχνίας. Σκληρή η ιστορία ενός παιδιού – φυγά, από έναν τόπο δυστοπικό, άνυδρο, άγριο, ερημικό ως οι υπάνθρωποι κάτοικοι αυθέντες γυναικών, παιδιών και αμείλικτοι  κυνηγοί του. Το σκάει από το σπίτι του, ένα σπίτι κάθε άλλο τόπος εστίας, δημιουργίας, αγάπης. Σπίτι που αποπνέει σαπίλα διαφθοράς, φόβου και φαυλότητας. Στο «πατρικό» σπίτι, ο πατέρας-τέρας ανοίγει ορθάνοιχτα τις θύρες γι’ αυτούς που έχουν την εξουσιαστική κονκάρδα και ως λυκάνθρωποι καρπώνονται σώματα και ψυχές. Μια άνιση μάχη του καλού έναντι του κακού με μορφή ένοπλων χωροφυλάκων. Χαρακτήρας ο τόπος,  το υγρό στοιχείο, δάκρυα, ούρα φόβου, ούρα τυραννίας. Παντελής έλλειψη νερού. Το νερό ελπίδα ως λύτρωση. Το παιδί με ένα σακίδιο και λίγα τρόφιμα δραπετεύει από το σπίτι του.  Κρύβεται σε λαγούμι που σκάβει με τα χέρια του, το σκεπάζει με κλαδιά. Εκεί οι διώκτες από πάνω του μιλούν, τον ψάχνουν, ο πατέρας του, οι συγχωριανοί του,  ο δάσκαλος. Αναγνωρίζει τον δάσκαλο από τον ήχο, όταν φύσηξε τη μύτη του πάνω από τον λάκκο. “Ένας βλεννογόνος κεραυνός που δονούσε το στεγνό μαντήλι του κι έκοβε το γέλιο των παιδιών στο σχολείο”. Το παιδί κατουριέται πάνω του. Ο δάσκαλος κατουράει πάνω στα κλαριά. Τα μαλλιά του παιδιού κολλούν από τα ούρα του δάσκαλου. Περιπλανιέται διωκόμενος στην άγρια έρημο, χωρίς φαγητό και νερό. Κυνηγημένος συναντά στο δρόμο του έναν γέρο βοσκό. Θα σας έλεγα έναν ασήμαντο ανθρωπάκο, με την πρώτη ματιά, όμως με ιδιότητες αγίου. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο βρίσκει μια αγκαλιά προστασίας, φιλίας, άδολης αγάπης. Τα συναισθήματα είναι αμοιβαία. Ο γέρο-βοσκός μεταδίδει γνώση, εμπειρία και όχι μόνο, μάχεται μέχρις εσχάτων εναντίον βίαιων πράξεων, προστατεύοντας το παιδί, τη ζωή, το καλό κατά του κακού. Φροντίζει ανυστερόβουλα τη νέα ζωή, που η φύση προστάζει τον άνθρωπο να προφυλάξει. Το παιδί περιπλανάται διψαλέο, κάτω από τον αμείλικτο ήλιο, σε τόπο εχθρικό, ξερό. Ο θεόσταλτος βοσκός γίνεται συνοδοιπόρος του.  Δένονται με φιλία, με στοργή ως πατέρα σε γιο. Αντιμετωπίζουν με γενναιοψυχία την κινδυνώδη πορεία, χωρίς σταγόνα νερό, μόνο δάκρυα, ούρα, λίγο γάλα από ισχνά γίδια. Μάχονται της ανθρωποφαγίας.
            Αφού έθαψε τον γέρο βοσκό, «ξεκίνησε να λέει ένα Πάτερ ημών… μέχρι που η προσευχή έσβησε στα χείλη του και θεώρησε πως είχε τελειώσει. Θα ήθελε να είχε μάθει το όνομα του γέρου».
«Ξάφνου, το αγόρι κατάπιε τις μύξες του, σηκώθηκε όρθιο, άρπαξε μια κατσίκα και την έφερε στον γέρο χωρίς να λύσει καν την αλυσίδα με τα κουδούνια. Ύστερα, κάθισε πλάι του και τον περίμενε μέχρι να βάλει το τενεκεδάκι στη θέση του. Όταν το έβαλε, ο βοσκός ζήτησε από το αγόρι να πιάσει τα μαστάρια. Το αγόρι έκλεισε στις χούφτες του τις θηλές και τις έσφιξε. Τότε ο βοσκός του έπιασε τους αντίχειρες και τους τοποθέτησε έτσι ώστε τα νύχια να πιέζουν τις θηλές προς το εσωτερικό των άλλων δαχτύλων. Έκλεισε τα χέρια του αγοριού στα δικά του και, χωρίς να πει λέξη, μάλαξε τα βυζιά κάνοντας το γάλα να πεταχτεί με ορμή. Κι έτσι, με αυτή τη χειροτονία, ο γέρος μετέδωσε στον μικρό τα χρειώδη του επαγγέλματος, παραδίδοντάς του, εκείνη τη στιγμή, το κλειδί μιας γνώσης ζωτικής και ακατάλυτης».
«Ένα πρωί εκεί που ξεκουραζόταν σ’ ένα παλιό σπίτι για περιπλανώμενους εργάτες, άκουσε τον ρυθμικό ήχο της βροχής…. Χοντρές σταγόνες έσκαγαν πέφτοντας στο σκονισμένο έδαφος, χωρίς να το διαπερνούν. Μπήκε στο σπίτι και ξαναβγήκε με το κιούπι υπό μάλης. Περπάτησε μερικά μέτρα μακριά από την είσοδο και άφησε το δοχείο καταγής. Ύστερα ξαναγύρισε στο κατώφλι κι έμεινε εκεί όσο κράτησε η βροχή, έμεινε να κοιτάζει πως χαλάρωνε για λίγο ο Θεός τις βίδες του μαρτυρίου του».
Ένα δύσκολο ταξίδι, μια προσπάθεια με στόχο για ό,τι καλύτερο στη ζωή, στην αξιοπρέπεια, στην ανθρωπιά. 

Η Αρετή Καράμπελα εγραψε το παρακάτω κειμενο με την συνάντηση της Λεσχης σχετικά με το βιβλιο:
Η Λέσχη ενθουσιάστηκε με το βιβλίο"Άγρια ερημιά" του Καρράσκο.  Ήρωες χωρίς ονόματα, βιβλική ατμόσφαιρα, αρχετυπικές σχέσεις εγκιβωτισμένες σε φυσικό τοπίο αφιλόξενο, λίκνο της άχρονης ανθρωπότητας. Η ενηλικίωση ενός παιδιού που σπάει τα δεσμά της κακοποίησης, βρίσκοντας στο πρόσωπο υπερήλικα βοσκού τον προστάτη Πατέρα, το μαγικό βοηθό των παραμυθιών, τον από μηχανής θεό προκειμένου να οδεύσει στην ελευθερία, αφού κλείσει τα μάτια του ευεργέτη του. Η φύση, πρωταγωνιστής που κλέβει την παράσταση, συνομιλεί με τους ανθρώπους επί ίσοις όροις, αποδίδει δικαιοσύνη, παρηγορεί και εναγκαλίζεται το σύμπαν της αφήγησης, περιφερόμενη ως ψυχή ζώσα ανάμεσά μας.