Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

"Ο Δύτης " του Μινωα Ευσταθιαδη, εκδοσεις Ικαρος

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στο χώρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλίο του Mίνωα Ευσταθιαδη " Ο Δύτης" εκδόσεις Ίκαρος.

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το εν λόγω βιβλίο:
Ένα συναρπαστικό  βιβλίο, ένα έργο θρίλερ, που δεν το αφήνεις απ’ τα χέρια σου (page-turner), με πολλά στοιχεία της νουάρ λογοτεχνίας. Είναι ψυχολογικό, με πολλά κοινωνικά και ιστορικά ντοκουμέντα.
Το έργο διατρέχουν βροχές, νερά, θάλασσα, βυθός, σκοτάδι, μίση, ανθρωπιά, απανθρωπιά, πολλά πτώματα (φόνοι δυο), μυστικά, σχέσεις στοργής, αγάπης, ανιδιοτέλειας, μοχθηρίας, ρατσισμού. Σκηνές σκληρές-άγριες πίσω από ένα μελαγχολικό πέπλο μνήμης ενός παρελθόντος, σαν σκουπίδι στο μάτι που δεν μπορείς να διώξεις.  Ο συγγραφέας αναφέρει, «μερικές φορές το παρελθόν ξυπνάει φτάνει μπροστά στο παρόν και κάθεται στα πόδια του». Σκληρές, άγριες σκηνές βασανισμού μέχρι θανάτου, ιδιοτελείς εκβιασμοί, λάθη, αλήθειες, ψέματα, αυτοθυσίες, είναι υλικά του συγγραφέα-αφηγητή.  Ο συγγραφέας με ήπιο τρόπο και πολλές φορές με χιούμορ παρουσιάζει τον ήρωά του  να αντιμετωπίζει τα φαιδρά και τα παράδοξα∙  με φόβο ανθρώπινο ανταπεξέρχεται τα τρομακτικά και με ηρωισμό τη ζωή από τον θάνατο. Σημαντικό ρόλο στην πλοκή του έργου είναι  η τραγωδία του Αισχύλου «Αγαμέμνων» και όπως στις αρχαίες τραγωδίες ο ηθικός εξαγνισμός  στο τέλος – «….. δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Επιτυχημένος ο τίτλος του βιβλίου και η φωτογραφία  του αρουραίου στο εξώφυλλο. Είναι αποδεικτικά στοιχεία  ενός μακάβριου  μυστικού, που με επιμέλεια και δεξιοτεχνία κρύβει ο συγγραφέας για το τέλος, χωρίς να διευκρινίζει ακριβώς, αλλά να επισημαίνει την σημασία της ανθρώπινης φύσης. Αφήνει, λοιπόν, τον αναγνώστη να ταξιδεύσει στην απόλαυση της λογοτεχνίας.

Ο Ελληνογερμανός  Κρις Πάπας, Αιγιώτης στην καταγωγή, ζει και εργάζεται ως ντέτεκτιβ στο Ανόβερο. Είναι όπως ομολογεί, ο φθηνότερος ντέτεκτιβ της πόλης. Δέχεται την επίσκεψη ενός υπερήλικα, που του αναθέτει να παρακολουθήσει μια όμορφη σαραντάρα, την Εύα Ντέμπλινγκ, υπάλληλο δικηγορικού γραφείου και για δυο μέρες να μην την χάσει από τα μάτια του. Η δουλειά φαίνεται εύκολη, τα λεφτά, χίλια Ευρώ προκαταβολή. Ο γέρος του αφήνει τα χρήματα, το τηλέφωνό του και φεύγει, χωρίς να πει το όνομά του, κάτι που διαπιστώνει στη συνέχεια ο ντέτεκτιβ. Ο Κρις Πάπας παρακολουθεί την Εύα Ντέμπλινγκ, μέχρι που εκείνη πηγαίνει σε φτηνό ξενοδοχείο και πιάνει ένα δωμάτιο. Εκείνος, ταλαιπωρημένος από το κρύο και με πυρετό, καταλύει στο διπλανό δωμάτιο. Ακούει συνομιλίες και μουσική μέταλ στη διαπασών. Τον παίρνει ο ύπνος και το πρωί διαπιστώνει ότι το διπλανό δωμάτιο είναι κενό. Απογοητευμένος από την ατυχία του, επιστρέφει σπίτι. Το πρωί ένας αστυνομικός του ζητάει πληροφορίες για κάποιον που βρέθηκε νεκρός στο ξενοδοχείο που κατέλυσε κι εκείνος το προηγούμενο βράδυ. Του τονίζει ότι στο πορτοφόλι του νεκρού βρέθηκε η δική του κάρτα. Στη φωτογραφία που του έδειξε ο αστυνομικός, ο Κρις Πάπας αναγνώρισε τον υπέργηρο πελάτη του. Μαθαίνει από τον ρεσεψιονιστ του ξενοδοχείου ότι ο γηραιός κύριος αυτοκτόνησε στο ίδιο δωμάτιο που ήταν και η Εύα Ντέμπλινγκ, η οποία έφυγε ήδη για την Ελλάδα, όπου δήλωσε ως μόνιμη διαμονή της ένα παραλιακό χωριό του Αίγιου, όπου και ο ίδιος μεγάλωσε. Αποφασίζει να ταξιδέψει στα πάτρια εδάφη, να ξεκαθαρίσει την υπόθεση. Μόνο που εκεί ξετυλίγεται ένα κουβάρι που αρχίζει από την Ναζιστική κατοχή στο Αίγιο, την σφαγή των Καλαβρύτων, τα βασανιστήρια και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

** Όταν η Ελένη τεντώνει το γυμνό κορμί της πάνω στο δικό μου, για μια στιγμή μοιάζει να αιωρείται, να κρέμεται από κάπου ψηλά. Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια, την ξαναβλέπω  να ανεβαίνει την πυραμίδα στη σκηνή του θεάτρου. Έτσι βουβός και εκστασιασμένος κολυμπάω μαζί της. Εγώ δεν έχω συναντήσει την Κλυταιμνήστρα μα την Ελένη που είναι ζωντανή και θλιμμένη. Ήδη αναρωτιέμαι πως θα με περιμένει στο τέλος. Τι θα κρατάει στα χέρια της όταν θα γυρίσω από το ταξίδι, όπου τίποτα απολύτως δεν θα έχω πετύχει; Θα δείχνει η μάσκα στο πρόσωπό της την ίδια ηδονή όπως τώρα; Ή μήπως μόνο απογοήτευση για τους χαμένους δρόμους που ακολουθούμε;

** Δεν απαντώ. Ούτε στον θρασύδειλο Κουρτ Γιάνσεν, που έχει αρχίσει πλέον να γίνεται και γλοιώδης, ούτε λίγο αργότερα στον διοικητή της αστυνομίας του Αιγίου, που για μια ώρα προσπαθεί να με ανακρίνει με μεθόδους γριάς δασκάλας δημοτικού σχολείου. Ούτε στους τρεις Γερμανούς και στους πέντε Έλληνες δημοσιογράφους, που με στριμώχνουν σε διάφορα μέρη εκλιπαρώντας για λίγες λέξεις. Ούτε στον Κώστα, που εμφανίζεται τελευταίος, με κατεβασμένο κεφάλι, και ρωτάει με άμετρη ηλιθιότητα τι συνέβη. Ούτε στην κυρία Κενό, που με παίρνει δυο φορές τηλέφωνο. Ούτε στον Γκέοργκ Βέμπερ, που στέλνει ένα γραπτό μήνυμα ρωτώντας αν χρειάζομαι βοήθεια. Τι να τους πω; Ο κόσμος είναι σπασμένος. Πάντα ήταν. Κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να αλληθωρίζουμε προς τα σκόρπια κομμάτια στο πάτωμα ή στον ουρανό.