Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Το Ελάχιστο Ίχνος του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη

Για την συνάντηση που θα γίνει την Τρίτη  5 Νοεμβρίου έχουμε διαλέξει το βιβλίο "Το Ελάχιστο Ίχνος" του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη εκδ.Ροδακιό.
Το ελάχιστο ίχνος του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, προκάλεσε μία ζωηρή συζήτηση στους βιβλιόφιλους του Διονύσου.Σε γενική  παραδοχή το βιβλίο άρεσε και δημιούργησε μία αφετηρία για συζήτηση.Τα μέλη της ομάδας συμφώνησαν ότι το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα χάρη στην ιστορία που θα μπορούσε να γίνει ένα πολύ καλό σενάριο για ταινία ή σήριαλ.Διαβάζεται επίσης ευχάριστα χάρη στην γλώσσα  που είναι ένας συνδυασμός λόγιας γλώσσας ,που παραπέμπει στην παλιά λογοτεχνία της Νεότερης Ελλάδας,και μίας γλώσσας σημερινής.
Μπορεί η κλοπή του βρέφους να φάνηκε λίγο υπερβολική σε ορισμένους,όμως και αυτοί παραδέχτηκαν ότι ο συγγραφέας δένει αριστοτεχνικά τα γεγονότα και τους  ήρωες μεταξύ τους.Ολοι οι ήρωες είναι δουλεμένοι και ο καθένας έχει το δικό του αποτύπωμα το δικό του ‘ίχνος’ στην  ιστορία.Η παρουσία του συγγραφέα σαν δευτερεύον πρόσωπο μέσα στο βιβλίο, ήταν το μόνο στοιχείο που δίχασε τις γνώμες των αναγνωστών.Για το λόγο αυτό διαβάσαμε τη συνέντευξη του συγγραφέα στην εφήμεριδα ΤΟ ΒΗΜΑ  όπου εξηγεί αυτή του την επιλογή.
Ο πόνος του παιδιού που δεν αγαπήθηκε από τους γονείς του,συναντά τον πόνο του ατάλαντου ηθοποιού,τον πόνο του δύσμορφου κοριτσιού καθως και κάθε μορφή έλλειψης που βιώνουν οι ήρωες του βιβλίου.Ο συγγραφέας,οργανώνοντας  το βιβλίο γύρω  από θεματικές /κεφάλαια όπως :τέχνες και καλλιτέχνες,οικογένειες,έρωτες  και ηδονές,φιλίες και έχθρες,αγγίζει όλες τις πτυχές της ζωής ενός ανθρώπου και δίνει ένα δυνατό μήνυμα γιά σεβασμό στο αλλόκοτο και διαφορετικό.
Πολλά είναι τα κομμάτια που μας άρεσαν.Ενα από αυτά ο  διάλογος μεταξύ Δον Ζουάν και Σγαναρέλου,παιγμένος από τον Αυγουστίνο και το Σέργιο , εμπλουτισμένος  από τις παρατηρήσεις του Αυγουστίνου,οι οποίες τον οδηγούν να συνειδητοποιήσει τι είναι το πραγματικό ταλέντο επί σκηνής.
                                        Δομνίκη Ανδρεάδου-Μολίν ,συντονίστρια

Διάβασα τόσο γρήγορα αυτό το βιβλίο, που νιώθω την ανάγκη να το ξαναδιαβάσω, μπας και μου ξέφυγε κάτι.. Τόσο απλό, παράξενα γοητευτικό, κινηματογραφικό και τέλος πραγματικό μέσα στο παραμύθι του.
Ήρωες της καθημερινότητας που ζουν και συμπεριφέρονται παρορμητικά και βίαια εξ αιτίας φόβου κοινωνικής απόρριψης, υπερφίαλοι καλλιτέχνες και ένα σωρό συναισθηματικές τάσεις στη μαγεία, στο θάνατο, στην αφοσίωση, στην αγάπη, ακόμα και  σε δύσμορφα άτομα, όπως η ερωτική έλξη του κεντρικού προσώπου της μυθιστορίας για μια άσκημη ζητιάνα.
Το ελάχιστο ίχνος, όπως αυτό του αφηγητή-συγγραφέα, πιθανόν και του καθένα μας, που πατάει και φεύγει απ’ αυτή τη γη  σβήνεται σε λίγο χρόνο ή το πολύ πολύ να μείνει στη μνήμη του περίγυρού του κι αυτό για πόσο άραγε.. Όμως αυτό το ελάχιστο που μπορεί να μείνει  στην ιστορία, είναι το σπάνιο, είναι εκείνο που συγκλονίζει, και  δε φεύγει εύκολα από τη μνήμη.
Ο ήρωας του έργου, Αυγουστίνος Ψυχός, είναι νόθο παιδί, από το ερωτικό σμίξιμο ενός πλούσιου έφηβου και της  παραμάνας του, της Χαρίκλειας. Η πλούσια οικογένεια, για να αποφύγει το σκάνδαλο, αποδιώχνει την εγκυμονούσα παραμάνα. Η τελευταία γεννάει ένα υγιέστατο αγόρι και το μεγαλώνει σ’ ένα χαμόσπιτο.
Παράλληλα σε μια επαρχιακή πόλη ο Ανδρέας Ψυχός κι η γυναίκα του  Φανή αδυνατούν  να τεκνοποιήσουν  παρ’ όλες τις οδύσσειες περιπλανήσεις και περίεργες αναζητήσεις, όπως η συνεύρεσή τους σε εξωκλήσι, μπρος στην εικόνα της Αγίας Κυριακής. Τελικά η Φανή έμεινε έγκυος, με τη μεσολάβηση της εξαδέλφης της, Σμαρούλας. Πράγματι η Σμαρούλα, που από μικρή είχε το χάρισμα της «μάγισσας»,  ζωγράφισε στα γυμνά τους σώματα περίεργα σύμβολα και τους ορμήνεψε να συνευρίσκονται άπλυτοι  μέχρι να εξαφανιστούν τα γραμμογραφήματά της, από τις επαφές τους.  Η Φανή γέννησε. ΄Ομως το μωρό βγήκε σακάτικο.  
Με κινηματογραφικό στυλ, ο «προσβλημένος» πατέρας με το μωρό αγκαλιά περιπλανάται από γειτονιά σε γειτονιά και από δρόμους σε σοκάκια, μέχρι που σταματά σ’ ένα χαμόσπιτο, όπου από το ανοιχτό παράθυρο βλέπει μια μάνα ξαπλωμένη να κοιμάται και παραδίπλα σε μια κούνια να κοιμάται επίσης ένα μωρό. Χωρίς χρονοτριβή, μπήκε μέσα από το παράθυρο κι έκανε την «ανταλλαγή»,  αρπάζοντας το υγιές αγόρι, ενώ  στη θέση του άφησε το σακάτικο. 
Ο Αυγουστίνος με καλλιτεχνικές τάσεις, καταφέρνει να σπουδάσει ηθοποιός στα τριάντα του χρόνια, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του. Έχει πάθος για το θέατρο, αργότερα για τη σκηνοθεσία (μετά την παρότρυνση φίλου), όμως του λείπει το «ταλέντο», του λείπει το «χάρισμα» που έχει ο συμμαθητής του, στη Δραματική Σχολή, ο Σέργιος Λυκίδης, τον οποίον και ανταγωνίζεται  παρότι ο γραμματέας της σχολής, επονομαζόμενος «Βουνό», και φίλος του αργότερα, θα του επισημάνει ότι, «ο Στ. ηθοποιός υπήρξε καλός, αλλά όχι χαρισματικός και όλοι οι μη χαρισματικοί είτε θα έχουν την αυταπάτη πως είναι χαρισματικοί, είτε θα διατείνονται πως το χάρισμα δεν υφίσταται.»  
 Ο Αυγουστίνος θα παίξει σε πολλές παραστάσεις του δικού του θεάτρου, που απέκτησε μετά τη χορηγία του βιολογικού του πατέρα, με τον οποίο ήρθε σε μυστική συμφωνία να μη μαθευτεί ποτέ η συγγένειά τους. Η ερμηνεία του μάλιστα, στην τελευταία σκηνή στο έργο του Ίψεν, Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν, ήταν μοναδική στα θεατρικά χρονικά, όπως μας βεβαιώνει ο παρακάτω διάλογος δυο ιθυνόντων του θεάτρου: (Σέργιος Λυκίδης και «Βουνό»)
Λυκίδης: -Θα τον θυμούνται πάντα, ενώ άλλοι κι άλλοι θα έχουν ξεχαστεί. Ο ηθοποιός που εισχώρησε απόλυτα στο πετσί του ρόλου. Δεν το πιστεύεις;
Βουνό: -Μπορεί ποιος ξέρει.
Λυκίδης: -Θ’ αφήσει ένα ίχνος. (Το Βουνό έμεινε για μα στιγμή σκεφτικό.)
 Βουνό: -Ένα ελάχιστο. Ίσως.
                              ***
Σελίδα 20: Ταλέντο; Δεν ξέρω τι φαντάζεσθε λέγοντας αυτή τη λέξη. Ξέρετε τι είναι ταλέντο; Ταλέντο είναι το πάθος σου να δουλέψεις σκληρά. Άλλου είδους ταλέντα δεν υπάρχουν.
Σελίδα 264: είναι μερικοί που παθιάζονται τόσο πολύ καθώς εξηγούν γιατί δεν τους άρεσε κάτι, ώστε παρασύρονται από την ορμή των επιχειρημάτων τους. Χτίζουν το σκεπτικό τους αραδιάζοντας τη μια γκρίνια μετά την άλλη, κι όσο εξάπτονται, τόσο πιο κατηγορηματικοί γίνονται, με αποτέλεσμα να εκφράζουν στο τέλος μια γνώμη πολύ πιο αρνητική απ’ αυτή που έχουν στην πραγματικότητα σχηματίσει. Το θάψιμο προοδευτικά γίνεται ηδονικό. 
Σελίδα 266: Συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια κλίμακα αξιών. Σ’ ένα σκαλί της πατούσε κι αυτός. Όσοι βρίσκονταν πιο κάτω του έδειχναν σεβασμό. Αυτοί, πάλι, οι παρακατιανοί του, είχανε άλλους πιο παρακατιανούς, τους οποίους κοιτάζανε αφ’ υψηλού. Κι αυτοί άλλους, κι οι άλλοι άλλους. Δύσκολο να διακρίνεις ποιος στεκόταν στο χαμηλότερο και ποιος στο ψηλότερο σκαλί της κλίμακας, τόσο μεγάλη ήταν. Αν άλλαζες σκαλοπάτι, ανέβαινες ή κατέβαινες, άλλαζε ο συσχετισμός: περιφρονούσες εκείνον που λίγο πρωτύτερα υποληπτόσουν άπλωνες το χέρι σε όποιον χθες γύρναγες την πλάτη. Αλλά – κι επειδή μιλάμε για σκάλα- δεν είχες οπτικό πεδίο ευρύ. Ούτε καν ήξερες, στη συνολική εικόνα, αν βρίσκεσαι πριν από τη μέση ή μετά. Μόνο στους κοντινούς σου αντιλαμβανόσουν, λίγους πιο ψηλά, λίγους πιο χαμηλά. Στεκόταν, λοιπόν, κι αυτός στο σκαλοπάτι του φθονούσε τους αποπάνω και οίκτιρε τους αποκάτω.
Ευγενία Μακαριάδη (μέλος της Ομάδας Ανάγνωσης Διονύσου)

καλοκαίρι 2013

Φέτος το καλοκαίρι διαβάσαμε το βιβλίο "ένα κάποιο τέλος" του Τζούλιαν Μπάρνς (βραβείο MANBOOKER 2011)





O Τζούλιαν Μπάρνς γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας. Το πρώτο του βιβλίο "Metroland" εκδόθηκε το 1980. Άλλα βιβλία " Άρθουρ & Τζώρτζ", " O Παπαγάλος του Φλωμπερ", " H Ιστορία του κόσμου σε 10 1/2 Κεφάλαια" (2008) κ.α.

Το βιβλίο άρεσε σε όλους, και παραθέτουμε την εισήγηση της κας Μακαριάδη Eυγενίας:
"Συνήθως κάνω εισηγήσεις βιβλίων που διαβάζω και όχι «κριτική», δεν ξέρω να κάνω κριτική, αυτό το βιβλίο όμως του Μπαρνς μου άρεσε τόσο πολύ, που σας το συστήνω ανεπιφύλακτα. Είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα κι εγώ λατρεύω τους φιλοσοφικούς στοχασμούς. Είναι το «πήγαινε-έλα» σ’ ένα δρόμο ζωής που διένυσε και διανύει ο αφηγητής και εμβαθύνει στη σημασία του χρόνου, του δικού του προσωπικού χρόνου, γιατί έτσι είναι χρόνος «προσωπικός του καθένα», και συνεχίζει αυτό το καταπληκτικό ταξίδι προς την αυτοσυνείδηση.
            Δεκαετία του ’60. Τρεις φίλοι-συμμαθητές, στην εφηβική τους ηλικία, ο Τόνι (αφηγητής της ιστορίας), ο Κόλιν και ο Άλεξ, δέχονται στην παρέα τους τον νεοφερμένο στην τάξη  Έιντριαν.  Οι φίλοι ανταγωνίζονται  σε εξυπνακισμούς και ιδέες διαβάζοντας βιβλία, ο Έιντριαν ξεχωρίζει όχι μόνο για την ευφυία του, αλλά και την ωριμότητά του∙ και όπως μας λεει ο αφηγητής –αν ο Άλεξ είχε διαβάσει Ράσελ και Βιτγκενστάϊν, ο  Τόνι,  Τζορτζ Όργουελ και Άλντους Χαξλεϊ, ο Κόλιν, Μποντλέρ και Ντοστογιέφκσι, ο ΄Ειντριαν είχε διαβάσει Καμί και Νίτσε.

            Η αυτοχειρία του Έιντριαν, για άγνωστους λόγους, στα φοιτητικά τους χρόνια, θα διαλύσει την παρέα και η ζωή συνεχίζεται, τραβώντας ο καθένας το δρόμο του.

            Ο Τόνι 60άρης πλέον,  πατέρας, παππούς και με καλή σχέση με την πρώην σύζυγό του, ζει καλά μες στην καθημερινότητά του, όταν ένα κληροδότημα από ένα λησμονημένο πρόσωπο του παρελθόντος, ανατρέπει την ήσυχη ζωή του. Ανατρέχει σ’ ό,τι έχει αποθηκεύσει η μνήμη του για να ξεδιαλύνει το πώς και το γιατί των νεανικών του σφαλμάτων, που ίσως επηρέασαν και οδήγησαν τον Έιντριαν να αυτοκτονήσει.



            Επισημαίνω την αρχή του μυθιστορήματος (σελ.11) μιας σειράς πραγμάτων που θυμάται ο αφηγητής, σε αντιδιαστολή μ’ αυτά που συνέβησαν κάπου-κάποτε, ας δούμε μερικά:

1)     -το νερό μιας μπανιέρας που έχει κρυώσει από ώρα πίσω από μια κλειδωμένη πόρτα. Αν και όπως μας λεει ο αφηγητής αυτό δεν το είδε πραγματικά, ωστόσο ό,τι μένει στη μνήμη δεν είναι πάντοτε αυτό που αντίκρισαν τα μάτια σου.

Και στη σελ. 75 περιγράφει τον τρόπο αυτοκτονίας του Έιντριαν: είχε γεμίσει την μπανιέρα, είχε κλειδώσει την πόρτα, είχε κόψει τις φλέβες του μέσα στο ζεστό νερό και είχε πεθάνει από αιμορραγία...

2)      –σταγόνες σπέρματος που στριφογυρίζουν γύρω από την τάπα ενός νιπτήρα, πριν τις παρασύρει το νερό και διασχίσουν από πάνω ως κάτω ένα ψηλό κτίριο.

 Και στη σελίδα 159-160: Ανεβήκαμε αργά στο υπνοδωμάτιό μου, όπου η Βερόνικα με κόλλησε με την πλάτη στην πόρτα, με φίλησε στο στόμα και μου είπε στο αυτί «κοιμήσου τον ύπνο του πονηρού» και, όπως θυμάμαι τώρα, περίπου σαράντα δευτερόλεπτα αργότερα τον έπαιζα πάνω από τον μικρό νιπτήρα, χύνοντας το σπέρμα μου στις υδραυλικές σωληνώσεις του σπιτιού...



**

Σελ. (12)... Κι όμως, αρκεί η παραμικρή χαρά ή πόνος για να μας διδάξουν πόσο εύπλαστος είναι ο χρόνος. Κάποιες συγκινήσεις τον επιταχύνουν, άλλες τον επιβραδύνουν και καμιά φορά μοιάζει σαν να έχει χαθεί εντελώς- μέχρι να έρθει τελικά η ώρα που όντως χάνεται οριστικά και δεν επιστρέφει ποτέ.

Σελ. (27) ...Όλα εκείνα για τα οποία μιλούσε η Λογοτεχνία: ο έρωτας, το σεξ, η ηθική, η φιλία, η ευτυχία, ο πόνος, η προδοσία, η μοιχεία, το καλό και το κακό, οι ήρωες και τα αχρεία υποκείμενα, η ενοχή και η αθωότητα, η φιλοδοξία, η εξουσία, η δικαιοσύνη, η επανάσταση, ο πόλεμος, οι πατέρες και οι γιοι, οι μανάδες και οι κόρες, το άτομο σε αντιπαράθεση με την κοινωνία, η επιτυχία και η αποτυχία, ο φόνος, η αυτοκτονία, ο θάνατος και ο Θεός. Υπήρχαν ασφαλώς και άλλα είδη λογοτεχνίας-η θεωρητική, η αυτοαναφορική και η δακρύβρεχτα αυτοβιογραφική-αυτά όμως ήταν απλώς άσφαιρες μαλακίες. Η πραγματική λογοτεχνία μιλούσε για την αλήθεια, είτε ψυχική, είτε συναισθηματική, είτε κοινωνική ήταν αυτή, όπως προέκυπτε από τις πράξεις και τις σκέψεις των πρωταγωνιστών της∙ το μυθιστόρημα αφορούσε τον ανθρώπινο χαρακτήρα, όπως αυτός εξελίσσεται μέσα στον χρόνο.

Σελ. (172).  Τι είχε απαντήσει ο γερο-Τζο Χαντ, όταν ισχυρίστηκα εσκεμμένα ότι Ιστορία είναι τα ψέματα των νικητών;  «Αρκεί να έχεις κατά νου ότι είναι επίσης και οι αυταπάτες των ηττημένων». Το θυμόμαστε άραγε αυτό όσο συχνά χρειάζεται, όταν έχουμε να κάνουμε με την ιδιωτική ζωή μας;"