Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

"Η Κρυφή πόρτα " του Αλέξη Πανσέληνου, εκδόσεις Μεταίχμιο

Συνάντηση της Λέσχης θα είναι την Δευτέρα στις 04.6.2018, το πρωί, 10πμ-12πμ στη Δημοτική Κοινότητα Διονύσου. Το βιβλiο που θα αναλύσουμε είναι το  "Η Κρυφή πόρτα "  του Αλέξη Πανσέληνου, εκδόσεις Μεταίχμιο

  Η εισηγήση της κας Ευγενίας Μακαριάδη είναι η εξής:
«Η κρυφή πόρτα» είναι μια ερωτική ιστορία, που εκτυλίσσεται στη σημερινή, εν παρακμή, χώρα μας.
Τα έργα του Αλέξη Πανσέληνου τ’ ακούς, Eίναι ήχοι μουσικοί, Είναι ήχοι της πόλης που ζούμε, ήχοι του σπιτιού μας, της καθημερινότητας, των δρόμων, των αυτοκινήτων, των ανθρώπων που περπατούν συζητούν, μονολογούν, παραμιλούν. Ήχοι που συνηθίζεις σαν αεράκι που δεν σου παίρνει το καπέλο. Ήχοι γειτονιάς, κουτσομπολιού, φτώχιας.  Ρημαγμένα-παρηκμασμένα μαγαζιά, σπίτια προσβάσιμα σε απορρίμματα και άστεγους ανθρώπους. Λεηλασίες, αστυνομικές κλούβες, ΜΑΤ, μπαχαλάκηδες, ρύποι.  Το αλισβερίσι  εκδοτών με λογοτέχνες. Η παρακμή στο αποκορύφωμά της. Ήχοι ανθρώπων που σωπαίνουν και παρατηρούν, οι τελευταίοι ως ο συγγραφέας.  Όσο προχωράς οι ήχοι βήμα το βήμα δυναμώνουν, σε ξαφνιάζουν σαν κεραυνοί σε ξάστερο ουρανό και σε οδηγούν στο παρελθόν και στα μυστηριώδη μονοπάτια του. Το αναπάντεχο του τέλους.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο εξηντάρης Ευγένιος, μικρο-συνταξιούχος του δημοσίου, μεταφραστής και πεζογράφος. Είναι χωρισμένος και ζει μόνος στο μεγάλο διαμέρισμα της μακαρίτισσας μητέρας του.  Αποφασίζει να νοικιάσει για ένα επιπλέον εισόδημα μέρος του σπιτιού. Το χωρίζει και βγάζει στο νοίκι ένα κομμάτι του, διατηρώντας άχτιστη την ενδιάμεση πόρτα ανάμεσα στα δυο τμήματα. Το νοικιάζει μια όμορφη νεαρή, η οποία επικρμάται ως απειλή στην καθημερινότητα της ζωής του ηλικιωμένου Ευγένιου. Η πόρτα δεν χτίζεται ούτε όμως μπαίνει και κάποιο βαρύ έπιπλο, όπως συμφωνήθηκε, ώστε να καθορίζει τα δυο διαμερίσματα. Προσβάσιμο με λίγα λόγια στην περιέργεια του ιδιοκτήτη και μάλιστα απόταν παρατήρησε ότι την επισκέπτονταν διάφοροι άντρες. Ο Ευγένιος ποθεί την Μαρία την νοικάρισσά του, που δεν είναι σχεδιάστρια ιστοσελίδων, ως δήλωσε στην αρχή, αλλά cover girl, όπως στη συνέχεια παραδέχτηκε∙  την ερωτεύεται και εκείνη δείχνει να ανταποκρίνεται.
Ο πόθος του ηλικιωμένου για την νεαρή, συνηθισμένος θα μου πείτε, όμως από την ανοιχτή πόρτα εισέβαλαν λάθη περασμένα, με έντονη διάθεση εκδικητικότητας.
 
«Μέρα τη μέρα η μετάφραση έμπαινε στην άκρη. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν την είχε παραγγείλει. Μπορούσε να σταματήσει αν δεν του έκανε κέφι ή έβρισκε κάτι άλλο να κάνει. Κάτι άλλο δεν είχε, τουλάχιστον όχι που να τον απασχολεί με την αφοσίωση με την οποία θα δούλευε ένα βιβλίο. Σιγά σιγά όμως είχε αρχίσει να τον στοιχειώνει η νοικάρισσα. Σχεδόν κάθε παράγραφος που μετέφραζε  του προκαλούσε  σκέψεις που, χωρίς κάποια λογική σχέση μαζί της, σε εκείνη γύριζαν. Το χέρι του σταματούσε, το μυαλό του κάλπαζε. Σούρουπο δεν  πέρασε να μην σκύψει από τα κάγκελα του μπαλκονιού, προσπαθώντας να διακρίνει το φως της κάμαράς της και να αφουγκραστεί –σπάνια- τις ομιλίες από την ανοιχτή τζαμόπορτα στο σαλόνι.»

«Η κρυφή πόρτα, που παλιότερα δεν την έβλεπε καν, τώρα ξεχώριζε οδυνηρά στον μεσότοιχο, σαν να είχε αποκτήσει πλαίσιο από φλόγες». 
Η Αρετή Καραμπλεα, η συντονίστρια της λέσχης μας,  έγραψε μετά την συνάντησή μας, τα εξής :
Η ομάδα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κρυφή πόρτα του Πανσέληνου. Η πόρτα απ' όπου εισβάλλει το μοιραίο άγνωστο  από ένα παρελθόν σκοτεινό και δυσεπίγνωστο. Η Αθήνα της κρίσης και των ανθρώπων της οι οποίοι εκπίπτουν μέσα από τις προσωπικές τους τραγωδίες αποκαθαιρόμενοι με απώλειες και πικρή επίγνωση. 
Με γλώσσα απλή και γυμνή ο Πανσέληνος οδηγεί την ιστορία σε μια απρόσμενη κορύφωση, σκληρή και αμετάκλητη, όπου οι ήρωες λαμβάνουν όσα τους αναλογούν από τον πρότερο κι τωρινό τους βίο.
 

Σάββατο 12 Μαΐου 2018

"Η μοναδική Ιστορία" του Tζούλιαν Μπάρνς, εκδόσεις Μεταίχμιο

Συνάντηση της Λέσχης θα είναι την Δευτέρα στις 14.5.2018, το πρωί, 10πμ-12πμ στη Δημοτική Κοινότητα Διονύσου. Το βιβλiο που θα αναλύσουμε είναι το  "Η μοναδική Ιστορία"  του Τζούλιαν Μπάρνς), εκδόσεις Μεταίχμιο.




Η εισήγηση της κας  Ευγενίας Μακαριάδη είναι η εξής :
Μια ερωτική ιστορία, σκέφτεσαι, διαβάζοντας το βιβλίο και όπως ο ίδιος ο συγγραφέας το επισημαίνει, αρχίζει το έργο του  με τις εξής διλημματικές φράσεις:
«ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΕΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο; Νομίζω πως αυτό είναι, τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα».
Όμως σ’ όλο αυτό που μας λέει ο συγγραφέας υπάρχει και ένα αλλά. Ποιός άραγε μπορεί να ελέγξει το συναίσθημά του, όταν ερωτεύεται;
«Έρως ανίκατε μάχαν… Ο έρωτας είναι ανίκητος στη μάχη, ξενυχτά στα τρυφερά μάγουλα των κοριτσιών, πετάει πάνω απ’ τη θάλασσα και τρυπώνει στους κήπους, και κανένας δεν του ξεφεύγει, ούτε θεός, ούτε θνητός κι ο ερωτευμένος είναι τρελός, τραγουδά ο χορός», αυτά γράφει ο αρχαίος τραγικός μας ποιητής Σοφοκλής, στην «Αντιγόνη» και υμνεί την παντοδυναμία του Έρωτα. Θα επιμείνω λίγο ακόμα με τα λόγια της Σαπφώς «Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη, σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει. Ήρθε, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα, δρόσισες την ψυχούλα, που έκαιγε ο πόθος».  
Τώρα γιατί αναφέρομαι στους αρχαίους μας; Όχι για να κοντράρω βέβαια τον σπουδαίο Barnes και την περίφημη φράση του βιβλίου, που προανέφερα, ίσως για να υμνήσω τον έρωτα, όσο είναι στο αποκορύφωμα, όσο είναι μαγικός, γιατί πολύ γρήγορα ή αν θέλετε με τα χρόνια πέφτει στο κατώτατο σημείο, χάνεται, απομαγεύεται. Επομένως εκείνο που μας λέει ο συγγραφέας δεν είναι κάτι άλλο από τον έρωτα και την απομάγευσή του. 
Μετά την παραπάνω εισαγωγή ας γνωρίσουμε τους ήρωες του έργου που δεν έχουν να κάνουν με πρόσωπα σπουδαία και ιστορικά, αλλά με απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που ο έρωτάς τους είναι τροφή για κακόβουλους σχολιασμούς των συνανθρώπων τους, που συνήθως  διαβιώνουν σε χωριό ή μικρό προάστιο (όπως οι ήρωες του βιβλίου) και πολύ περισσότερο όταν η γυναίκα είναι μεγαλύτερη του άντρα, που μέχρι τις μέρες μας δεν «καταπίνεται» εύκολα, όσο όταν συμβαίνει το αντίθετο. Έχουμε μια σχέση ενός νεαρού με μια γυναίκα σαν την μητέρα του ηλικιακά, με λίγα λόγια μια οιδιπόδεια σχέση. Η ματιά του ηλικιωμένου πλέον ήρωα του βιβλίου, ανασύρει στη μνήμη μακρινές αναμνήσεις, ενός μεγάλου έρωτα στα νεανικά του χρόνια μέχρι  που …  Αλλά ας αφήσουμε την ιστορία να εξελιχθεί.
Δεκαετία του ’60,  σ’ ένα μικρό προάστιο του Λονδίνου ο δεκεννιάχρονος φοιτητής Πολ, ενθουσιάζεται από την γνωριμία της σαρανταοκτάχρονης Σούζαν, σε μια λέσχη του τένις. Η Σούζαν είναι παντρεμένη και έχει δυο κόρες. Δεν αργούν να ερωτευθούν και να γίνουν εραστές. Προξενούν αναστάτωση στους οικείους τους και στον συντηρητικό περίγυρό τους, για τον οποίο ο νεαρός δείχνει αν μη τι άλλο παρά την αποστροφή του. Εκείνη διαλύει έναν αδιάφορο γάμο, αφήνει τον βίαιο σύζυγο της και τις δυο κόρες της, μεγαλύτερες μάλιστα από τον Πολ και συζεί μαζί του. Ο Πολ ξεπερνά τα εσκαμμένα, είναι ευτυχής και υπερήφανος, έχοντας καταπατήσει τις κοινωνικές συμβάσεις∙ αν και τι άλλο θα μπορούσε να σκεφτεί τότε στα δεκαεννιά του χρόνια. Φτάνοντας σε ώριμη ηλικία, οι απαιτήσεις και  οι μελλοντικές δυσχέρειες  αυτής της ερωτικής σχέσης τον ξεπερνούν, (όπως ο αλκοολισμός της Σούζαν) δεν τις είχε προβλέψει. Ο Πολ θα παρατήσει τη Σούζαν στα χέρια της κόρης της. Στο τέλος η Σούζαν θα πεθάνει σε κλινική. Στην ωριμότητά του ο Πολ κοιτάζει φιλύποπτα τον έρωτα, που τόσο εκθείαζε στα νιάτα του.
Ο Julian Barnes μας αφηγείται πώς ανθίζει ένας μεγάλος έρωτας, πώς ατονεί και τι μένει στο τέλος.  Ο συγγραφέας φτάνει στον πυρήνα της ψυχικής οδύνης και παρότι δράμα έχει πινελιές χιούμορ.
πλώνει τα μπράτσα της προς το μέρος μου, με τα δάχτυλά της σφιγμένα σε γροθιά και λέει, «Κράτα του καρπούς μου Πολ». Τους τυλίγω και τους δυο και πιέζω όσο πιο δυνατά μπορώ. Η σημασία αυτής της κίνησης δεν περιγράφεται με λόγια. Ήταν μια χειρονομία που σκοπό είχε να την ηρεμήσει, να περάσει σ’ εκείνην κάτι από μένα. Μια εμφύσηση θάρρους, μια μετάγγιση δύναμης. Και έρωτα.
*Μια νοσοκόμα της είχε χτενίσει τα μαλλιά….  Σχεδόν ενστικτωδώς άπλωσα το χέρι, θέλοντας να ξεσκεπάσω για μια τελευταία φορά ένα από κομψά της αυτάκια. Όμως το χέρι μου σταμάτησε , θαρρείς αοπό δική του θέληση. Το τράβηξα, δίχως να κατανοώ αν το κίνητρό μου ήταν σεβασμός για την κατάστασή της ή σιχασιά…
*Κοίταξα το προφίλ της και ανέτρεξα σε μερικές στιγμές από το δικό μου ιδιωτικό σινεμά. Η Σούζαν με τη στολή του τένις να υψώνει τη ρακέτα της. Η Σούζαν να χαμογελάει σε μια άδεια παραλία. Όμως ύστερα από λίγα λεπτά αναδρομών, το μυαλό μου άρχισε να περιπλανιέται. Δεν μπορούσα να το κρατήσω εστιασμένο στον έρωτα και στην απώλεια, στην απόλαυση και τη θλίψη. Έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται πόση βενζίνη είχε μείνει στο αυτοκίνητο και πόσο κοντά μπορεί να βρισκόταν κάποιο βενζινάδικο…
H Αρετή Καράμπελα έγραψε μετά την συνάντηση για το εν λόγω βιβλίο:
 Ο Μπαρνς έβαλε την ομάδα να στοχαστεί πάνω στον έρωτα, να διερωτηθεί για τα ερωτικά μοντέλα των καιρών. Αριστοτεχνικά τεμαχισμένο το μυθιστόρημα σε τρεις  χρόνους, τρία μέρη, τρεις αφηγηματικούς τρόπους, καταδεικνύει την παραφορά του έρωτα, την απομάγευση, την αποξένωση απ' αυτόν, χωρίς ούτε κατ' ελάχιστον να συναισθηματολογεί.       Ένας καμβάς της αγγλικής δεκαετίας του '50 αναβοσβήνει συνεχώς στο βάθος πεδίου και σε πρώτο πλάνο, ανάγλυφα, οι αγαπώμενοι με σάρκα και οστά, διαχρονικοί, αιωνίως επαναλαμβανόμενοι, καταδεικνύουν το φαινόμενο του έρωτα, ανυπεράσπιστο, χαίνον, συναρπαστικό, θεμελιώ