Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

«Ψευδάνθρακας και άλλες ιστορίες της Ευγενίας Μακαριάδη, εκδόσεις Βακχικόν

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί στις 12 Δεκεμβρίου στην Βιβλιοθήκη του Δήμου Διονύσου στις 18.00 όπου θα αναλύσουμε το βιβλιο Ευγενίας Μακαριάδη "Ψευδάνθρακας και άλλες ιστορίες" απο τις εκδοσεις Βακχικόν.


το βιβλίο της Ευγενίας Μακαριάδη άρεσε σε όλα τα μελη της ομάδας μας. Πολλά μέλη διετύπωσαν την γνώμη οτι τα διηγήματά της έχουν συναίσθημα και ευαίσθητα θέματα και θα μπορουσαν να αποτελέσουν τίτλους μυθιστορημάτων. 

Η συντονίστρια της λέσχης Αρετή Καράμπελα έγραψε για το βιβλιο αυτό:
Νόσος δερματική, ο ψευδάνθρακας, ως τίτλος συλλογής διηγημάτων, προδίδει ευθύς εξαρχής τη σωματικότητα που τη χαρακτηρίζει. Στα εικοσιοχτώ μικρής έκτασης διηγήματα της Ευγενίας Μακαριάδη, αποτυπώνεται το παιχνίδι με το χρόνο μέσω της μνήμης. Το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν με απτά τεκμήρια. Ο θάνατος γίνεται κουκούλα μελλοθάνατου, μπουκιά που πνίγει την ανάλγητη μάνα, σακατεμένο πόδι θυγατέρας, κόκκινο λουλούδι στη μνήμη δολοφονημένου γιού. Το παρελθόν ρημάζει αλλά νοηματοδοτεί συγχρόνως το παρόν, αφήνοντας το πικρό του αποτύπωμα.
Σε όλες σχεδόν τις ιστορίες της συλλογής, ο έρωτας, συνήθως ακυρωμένος ή σκοτεινός ορίζεται κυρίως από την καταλυτική παρουσία ενός θηλυκού στη ζωή των ανδρών. Η γυναίκα ως μάνα, ως σύζυγος, ως ερωμένη, ως θάλασσα, ως πατρίδα, είναι παράγοντας ζωοποιός. Η απουσία ή η έλλειψή της παράγει περιοχές εξορίας και ανολοκλήρωτου. Η λειψή της αγάπη αχρηστεύει τα παιδιά της, η θέρμη της σκοτώνει τους εραστές, η κατάκρισή της δημιουργεί δολοφόνους.
Οι περισσότεροι όμως ήρωες της Μακαριάδη ενώ είναι ηττημένοι, διασώζονται. Και διασώζονται όχι μόνο μέσω της ανθρωπιάς τους αλλά και της παιδικής τους ηλικίας, έτσι όπως αυτή αναδύεται μέσα από τη μνήμη. Οι πρώτες ερωτικές ψαύσεις, η αμηχανία του ηδονοβλεψία, το ανεπούλωτο τραύμα της κακοποίησης, παρεισφρέουν στο παρόν διεγερτικά και κάνουν την ενήλικη ζωή, ενδιαφέρουσα.
Η Μακαριάδη προσέχει την κάθε λεπτομέρεια στα πρόσωπα των ηρώων της, τις αδιόρατες ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια, το χρώμα του δέρματος, τις στιγμιαίες παραμορφώσεις, τις πτυχές στα ρούχα, τις αυθόρμητες κινήσεις των άκρων, όπως και το κάθε περιβάλλον, φυσικό ή αστικό που περιγράφει.. Έτσι ο άνεμος δεν φυσά ποτέ τυχαία, ούτε τα κλαδιά που εισβάλουν από το παράθυρο ανήκουν σε οποιοδήποτε δέντρο.
Τί προτιμά αλήθεια η συγγραφέας; Τη νοσταλγική αποτύπωση συγκεκριμένης ιστορικής εποχής ή τη διαχρονία του ψυχικού βάθους των ηρώων της; Κατά έναν περίεργο τρόπο, ενώ η αφήγηση διαθέτει ιστορικότητα και κοινωνιολογικό πρόσημο, φαίνεται να ισορροπεί με τη δύναμη και το εύρος των χαρακτήρων της. Σ΄αυτό βοηθά η σαρκώδης πλην οικονομημένη γλώσσα της, ο βραχυπερίοδος λόγος, η έλλειψη του περιττού.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της συλλογής, ειδικά στα τελευταία διηγήματα, είναι η λοξή ματιά στην πραγματικότητα που συνομιλεί με το φανταστικό ή το παράδοξο. Μια προβολή του ασυνείδητου στο συνειδητό. Νεκρός τριγυρίζει στο νεκροταφείο φοβούμενος να ταφεί, νεράιδα ερωτεύεται θνητό και κακοπαθαίνει, απελπισμένος άντρας γδύνεται στη μέση του δρόμου και κινδυνεύει από το πλήθος. Το αλλόκοτο ή το πραγματικό θα κερδίσουν τη συγγραφέα; Μένει να το ανακαλύψουμε στο επόμενο βιβλίο της.

Η Αγνή Αγγελούδη έγραψε για το βιβλιο αυτο:  

Πεζά κείμενα μικρής έκτασης με γραφή ρεαλιστική και ίσως σε κάποιες σελίδες με βιωματικό περιεχόμενο. Γραφή που δεν ωραιοποιεί τις περιγραφές. Αφηγήσεις που περιστρέφονται γύρω από συγκεκριμένα κάθε φορά γεγονότα, δημιουργώντας ένα κλίμα εποχής, αλλά όχι και νοσταλγίας. Αστοί, υπάλληλοι, αγρότες, άνθρωποι «της διπλανής πόρτας», πρόσωπα της ζωής και της γραφής που ακολουθούν το πεπρωμένο χωρίς να έχουν τη δύναμη να παρέμβουν δραστικά σε αυτό. Μία θεατρική σκηνή που περιλαμβάνει ασύνδετα επεισόδια που χαράχτηκαν στη μνήμη των αφηγητών. Καθώς αφηγούνται, τα ξαναζούν. Τα χρόνια έχουν περάσει, αλλά τα πρόσωπα και το σκηνικό που συνοδεύει την κάθε ιστορία έχουν αποτυπωθεί μέσα τους με στατικό τρόπο, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Το παρόν μοιάζει να απουσιάζει από το αντιληπτικό πεδίο των αφηγητών, που ζουν «με το ένα πόδι» στο παρελθόν, προσκολλημένοι σε τραύματα που τους είχε επιφέρει και σε εικόνες σκληρές και αληθινές, που έχουν νικήσει τη λήθη. Οι πολλές μικρές ιστορίες που συγκροτούν το βιβλίο εικονίζουν μία κοινωνία που εκτός από τις φωτεινές πλευρές της έχει και τους σκοτεινούς δρόμους και τα κρυμμένα μυστικά της. Το φως με το σκοτάδι βαδίζουν χέρι χέρι και η ζωή προχωρά σε δύο διαφορετικά επίπεδα, μακρινά και κοντινά μεταξύ τους ταυτόχρονα, που θυμίζουν τις δύο όψεις ενός χαρτιού: στην επιφάνεια, όπου όλα είναι ήσυχα, και στην άλλη όψη, όπου τίποτα δεν είναι σταθερό και προβλέψιμο.





Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί στις 14 Νοεμβρίου στην Βιβλιοθήκη του Δήμου Διονύσου στις 18.00 όπου θα αναλύσουμε το βιβλιο τηςΡιβέρα-Λετελιέ-Ερνάν " Η Αφηγήτρια Ταινιών" απο τις εκδοσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ.




  Η Ευγενία Μακαριάδη εισηγήθηκε:
Ο συγγραφέας, βασίζει το έργο του σε πραγματικά γεγονότα,  όπως  η εκμετάλλευση από Άγγλους, Γερμανούς και άλλους κατακτητές, της Χιλιανής ερήμου Ατακάμα, πλούσια σε κοιτάσματα νατρίου. Αφηγείται χωρίς λογοτεχνική διατύπωση (θα έλεγα), την ιστορία ανθρώπων που ζουν κάτω από τον αυταρχισμό εταιρίας που εκμεταλλεύεται τον τόπο τους και τους χρησιμοποιεί ως κολίγους- εργάτες των ορυχείων, στη Χιλιανή έρημο του τόπου τους. «Τσιφλικάδες», λοιπόν, των πλούσιων κοιτασμάτων νίτρου σε χωριό της Χιλής, που το ονομάζουν (οι αυθαίρετοι ιδιοκτήτες) «οικισμός της Εταιρίας Νίτρου». Οι γηγενείς δεν έχουν δικαίωμα ούτε στην ονομασία του χωριού τους και όχι μόνο. Στερούνται των βασικών αναγκών, σε στέγη, υγεία, σίτιση.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η αφηγήτρια Μαρία-Μαργαρίτα αναφέρεται στα παιδικά – εφηβικά της χρόνια, καθώς και σ’ αυτά που διαδραματίζονται στο χωριό της. Οι περισσότεροι κάτοικοι του φτωχού αυτού χωριού είναι εργάτες των ορυχείων. Άλλη διασκέδαση από τον κινηματογράφο δεν έχουν. Όμως και για το εισιτήριο χρήματα δεν περισσεύουν. Έτσι και στην οικογένεια της μικρής Μαρίας – Μαργαρίτας, δεν περισσεύουν χρήματα για το σινεμά που λατρεύει όλη οικογένεια. Ειδικά μετά το εργατικό ατύχημα του πατέρα της, που τον άφησε ανάπηρο. Είναι καθηλωμένος σε αυτοσχέδιο καρότσι. Τα αδέρφια της προσάρμοσαν στην πολυθρόνα του ρόδες παλιού τρικύκλου, μια και η εταιρία αδιαφόρησε να διαθέσει στον δουλευτή της αναπηρικό αμαξίδιο. Κι άλλη ατυχία αναστατώνει το σπιτικό τους, όταν η μητέρα, αμέσως μετά το ατύχημα  εγκαταλείπει τον ανάπηρο σύζυγο και πέντε παιδιά, γιατί θέλει να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, που είναι το τραγούδι και ο χορός. Αποφασίζουν, με την προτροπή του πατέρα τους, να πηγαίνουν τα παιδιά εκ περιτροπής στο σινεμά και στο σπίτι να αφηγούνται την ταινία που είδαν. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Μαρία-Μαργαρίτα θα πρέπει να πηγαίνει στο σινεμά και μετά να τους λέει το έργο. Και αυτό γιατί όχι απλώς αφηγείται αλλά παίζει θεατρικά την κάθε σκηνή και πολλές φορές αυτοσχεδιάζει. Η οικογένεια απολαμβάνει την αφήγηση και δεν έχουν καμιά επιθυμία πλέον να πάνε στο σινεμά. Δεν αργεί να ακουστεί στο χωριό το ταλέντο της μικρής, μέχρι που κατακλύζουν το μικρό τους σπίτι (ένα μικρό παράπηγμα από λαμαρίνες με ανοίγματα για πορτοπαράθυρα)  για να την δουν, να την ακούσουν και θαυμάσουν. Τόσο πολύ τους γοητεύει, που μετά από παρότρυνση θεατή, αποφασίζουν να βάλουν ένα κονσερβοκούτι στην είσοδο και να αφήνει ο καθένας την προσφορά του. Έτσι ο ένας τοίχος της παράγκας γίνεται σκηνή, μάλλον οθόνη, και στη μικρή αφηγήτρια με το ξεχωριστό ταλέντο, δίνουν το τιμητικό παρατσούκλι «συνεράιδα». Συνηθισμένα τα παρατσούκλια στο χωριό.  Έχουμε δεκαετία του '60, δεν αργεί η είσοδος της τηλεόρασης, και η πτώση του κινηματογράφου, παράλληλα με την παρακμή και την καταστροφή της οικογένειας.  

Ο συγγραφέας διασαφηνίζει την αξία της τέχνης, που εκκολάπτεται ακόμα και σε παράγκα. Γραφή που καταγράφει σε απλή γλώσσα  και με χιούμορ πολλές φορές) σκληρά γεγονότα βάναυσης συμπεριφοράς, σεξουαλικής κακοποίησης κοριτσιών και εγκληματικής εκμετάλλευσης αυτών που έχουν την εξουσία σε ανθρώπους και πράγματα.

-Η σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα με μάγευε. Στα μάτια μου φάνταζε σαν σπήλαιο μυστηριώδες, μυστικό, μονίμως ανεξερεύνητο. Με το που περνούσα τις βαριές βελούδινες κουρτίνες, είχα την αίσθηση ότι άφηνα την πεζή πραγματικότητα κι έμπαινα σ’ έναν θαυμαστό μαγικό κόσμο.

-Κάθε δειλινό είναι σαν το τελευταίο πανοραμικό πλάνο κάποιας παλιάς ταινίας, μιας ταινίας τεκνικολόρ και σινεμασκόπ, με υπόκρουση το θόρυβο του ανέμου πάνω στις λαμαρίνες. Μιας ταινίας που επαναλαμβάνεται  μέρα με τη μέρα. Άλλοτε θλιβερή, άλλοτε λιγότερο θλιβερή.
Που έχει όμως πάντα το ίδιο τέλος:
Στο βάθος αυτής της μεγάλης δειλινής οθόνης, βλέπω να  ξεμακραίνει ο πατέρας μου καθισμένος στην πολυθρόνα του με τις ρόδες, βλέπω να ξεμακραίνουν τ’ αδέλφια μου, ένα, ένα, και η μητέρα μου με τα μεταξωτά της μαντίλια να ανεμίζουν. Τους βλέπω να φεύγουν όπως έφυγαν οι κάτοικοι του οικισμού, τους βλέπω να χάνονται στον ορίζοντα σαν αντικατοπτρισμοί, καθώς η μουσική σβήνει σιγά σιγά, ενώ πάνω από τις φιγούρες τους προβάλλει κατηγορηματική , μοιραία, η λέξη που κανείς ποτέ δεν θέλει να διαβάσει:

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Ο Γύρος του Θανάτου του Θωμά Κοροβίνη, εκδόσεις ΑΓΡΑ

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί στις 10 Οκτωβρίου στην Βιβλιοθήκη του Δήμου Διονύσου στις 18.00 όπου θα αναλύσουμε το βιβλιο του Θωμά Κοροβίνη "Ο Γύρος του Θανάτου' απο τις εκδοσεις ΑΓΡΑ.Καλή Ανάγνωση και Καλό Φθινόπωρο!
Η Ευγενία Μακαριάδη εγραψε για το βιβλιο αυτό:
Το θέμα του βιβλίου είναι η αληθινή ιστορία του Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος συλλαμβάνεται στα είκοσι τρία του χρόνια, ως κατά συρροήν δολοφόνος νεαρών γυναικών και ζευγαριών στο Δάσος του Σέιχ Σου, στη Θεσσαλονίκη. Καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται τον Φεβρουάριο του ’68, σε ηλικία είκοσι οκτώ χρόνων. Λίγο πριν το παράγγελμα «Σκοπεύσατε Πυρ», είπε: Παιδιά σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι και συγχρόνως φώναξε «Μανούλα μου, είμαι αθώος».

Στο πρώτο κεφάλαιο διαβάζουμε αποσπάσματα της δίκης. Στα υπόλοιπα κεφάλαια μέσα από τις μαρτυρίες φίλων, γνωστών και άλλων ανθρώπων του σιναφιού Αριστείδη Παγκρατίδη, παρακολουθούμε με έντονο ενδιαφέρον τη ζωή του.

Η κάθε μαρτυρία έχει ιδιότυπη φωνή και θυμίζει άνθρωπο χωρίς ηθικές αρχές, χωρίς εκπαίδευση οι περισσότεροι, με παρασιτική ζωή, φτωχής ή ταπεινής καταγωγής, αλλά και παρακρατικών και παραλήδων που εκμεταλλεύονται σεξουαλικά φτωχά παιδιά και νεαρούς, όπως τον Παγκρατίδη. Έχουμε μια τοιχογραφία της Θεσσαλονίκης, εποχής του ’60, γειτονιές, σπίτια, ήθη, ντοπιολαλιές που ποικίλουν κι ακόμα πολύ παραστατικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.

Εποχή όπου η αυταρχικότητα της δικαστικής εξουσίας και μάλιστα μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, κάνει τον κόσμο να μην εμπιστεύεται τις αποφάσεις της. Απλώνεται παντού η φήμη ότι ο καταδικασθείς εις θάνατον Παγκρατίδης, είναι θύμα πλεκτάνης των αρχών, οι οποίες βρήκαν τον φτωχό αλητάκο για να εξευμενίσουν την ανικανότητά τους, στη σύλληψη του πραγματικού ενόχου. Και ακόμη περισσότερο όταν δεν βρήκαν πουθενά ίχνη του στα θύματα. Λέγεται μάλιστα ότι η δίκη δεν έγινε με δίκαιους όρους και ότι ηθελημένα καταδικάστηκε εφ’ όσον υπήρχε τότε η επιβολή των εξουσιαστών να φυλακίζουν και να καταδικάζουν, όποιον ζούσε έξω από τα νόμιμα και καθιερωμένα. Υπήρχε προσέτι διασκορπισμένη η κοινολόγηση ότι ο πραγματικός ένοχος  είναι γόνος επωνύμων και φυγαδεύτηκε.  

Έμπειρος ο συγγραφέας μας μεταφέρει ανάγλυφα και ενεστωτικά τα γεγονότα, τόσο που ο αναγνώστης δεν αφήνει το βιβλίο από τα χέρια του.
Ένα βιβλίο κραυγή στον αυταρχισμό, στην εκμετάλλευση, στον απολυταρχισμό, στον βασανιστικό θάνατο της καθημερινότητας φτωχών ανθρώπων για τον επιούσιο. Ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε γεγονότα αληθινά, απάνθρωπα, βίαια, μισητά, βρόχος στο λαιμό ανθρωπιάς που φρίττει και παραδέρνεται μέχρι τις μέρες μας αδίκως.


..πόσες δεν τις πετάξανε στα σοκάκια, ξαναγυρίσανε στο πατρικό τους, δεν τις δέχτηκαν οι δικοί τους και γίνανε εξ ανάγκης πρόστυχες! Πόσες δεν τις έβαζε χέρι το αφεντικό κι εκείνες.. μούγκα! Κι η κυρά του σπιτιού να τα ξέρει όλα-σχεδόν μπροστά στα μάτια της γίνονταν τα αίσχη- και να κάνει το κορόιδο και να ξεσπάει απάνω στην υπηρέτρια, απ’ το άχτι της, απ’ τη ζήλια της, να την εκδικηθεί. Σε άλλες δεν δίνανε ούτε άδεια εξόδου. Δεν ήταν μόνο η ξακουσμένη Σπυριδούλα που τη σιδερώσανε τ’ αφεντικά. Πόσες άλλες Σπυριδούλες, δούλες-Σπυριδούλες σαν κι αυτήν….                  
…ήτανε λέει καθισμένος στο κελί του την  τελευταία νύχτα πριν τον εκτελέσουν και συλλογιόταν: «τον πατέρα μου τον έσφαξαν μπροστά μου. Κάποιος καπετάν Λεωνίδας. Δεν θέλω να θυμάμαι. Από τότε φοβάμαι το αί μα. και μια σταγόνα να δω, αναγουλιάζω και φεύγω. Τι θα μου κάνουν; Πώς θ’ αντικρύσω το δικό μου αίμα να τρέχει σαν ποτάμι;  Ή μήπως εκείνη την ώρα δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Μπαμ και κάτω; Η ώρα είναι τέσσερις. Σε δυο ώρες… Χειμώνας είναι. Έξω σφυρίζει ο Βαρδάρης. Ποιος να ‘ναι ξάγρυπνος τέτοια ώρα; Τι ώρα έπλασε ο Θεός τον κόσμο; Οι νυχτοφύλακες, οι φαροφύλακες, οι σκοπιές στον στρατό, στο ναυτικό, στην αεροπορία. Στα σύνορα. Αυτοί που φυλάνε εργοστάσια, δικαστήρια, διοικητήρια. Οι νυχτερινοί στη δουλειά. Που κάνουνε βραδινή βάρδια. Οι φαροφύλακες. Αυτοί ξαγρυπνούν σαν και μένα τον μελλοθάνατο.
έγινε, λέει, στο Γεντί Κουλέ ανάστα ο Κύριος, την ώρα που τον έπαιρναν. Εκεί δίπλα, λένε, έγινε η εκτέλεση του Αριστείδη, στο βορειοανατολικό τμήμα έξω απ’ τα κάστρα του Γεντί, κοντά στον υπαίθριο χώρο, εκεί που γίνονται σήμερα συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις, στο θεό σου, καρντάση μου. Αχ, δεν με είχε πει λέξη για τα πάθη του, καρντάση. Δεν μπορούσε να πάει άλλο αυτή η δουλειά. Η μοίρα μου το’ χει για. Το τυχερό μου είναι αχ καρντάση! Ποτέ δεν στέριωσα. Έφυγε, χάθηκε κάποια μέρα ο Αρίστος, κι ούτε τον ξανάδα από τότε. Άστραψε σαν κεραυνός, μ’ έκαψε κι ύστερα έσβησε. «Φαρμάκι και μαχαίρι, φαρμάκι κι μαχαίρι ενθύμιο μ’ αφήνεις». Τέτοια τραγούδια τραγουδούσα εκείνο τον καιρό. Κατά βάθος θρήνος ήτανε, τραγουδούσα βαλαντωμένη. Τον είχα αγαπήσει πραγματικά, τον είχα βαθιά πονέσει. Τον ήθελα πολύ καρντάση μου. Τον γύρεψα, έτρεξα σε μοιρατζούδες, μέχρι μια χαρτορίχτρα Μενιδιάτισσα φώναξα, παντρεμένη στα Κάστρα, να με ρίξει τα χαρτιά∙ άφαντος. Ας μην τον ξανάβλεπα, μα να ‘χε προστασία στη ζωή, να ‘βρισκε το παιδί έναν άνθρωπο να τον τραβήξει στον ίσιο δρόμο, ένα βήμα απ’ τον γκρεμό στεκόταν ο δύστυχος. Κάθε χρόνο, 17 Φλεβάρη, μέρα της εκτέλεσής του, τον ανάβω το κεράκι του. Και μ’ έρχονται στο νου τα τελευταία του λόγια τα φαρμακωμένα., καρντάση μου, κι η καρδιά μου σπαράζει, τι να σε πω. «Παιδιά σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι». Έπεσε ικέτης στους άντρες του αποσπάσματος. Αυτή ήταν η τελευταία παράκληση. Τι να σε πω! Παλικάρι μου! Θαρρείς και πήρε κάτι απ’ τη δουλειά του, ναι, από κει πήρε, αυτόν τον κυνηγούσε η ζωή, καρντάση μου, όπως κυνηγούσαν οι μοτοσυκλέτες τον κίνδυνο σ’ εκείνο τον τρελό το γύρο του θανάτου.- 

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

"Ο Δύτης " του Μινωα Ευσταθιαδη, εκδοσεις Ικαρος

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στο χώρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλίο του Mίνωα Ευσταθιαδη " Ο Δύτης" εκδόσεις Ίκαρος.

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το εν λόγω βιβλίο:
Ένα συναρπαστικό  βιβλίο, ένα έργο θρίλερ, που δεν το αφήνεις απ’ τα χέρια σου (page-turner), με πολλά στοιχεία της νουάρ λογοτεχνίας. Είναι ψυχολογικό, με πολλά κοινωνικά και ιστορικά ντοκουμέντα.
Το έργο διατρέχουν βροχές, νερά, θάλασσα, βυθός, σκοτάδι, μίση, ανθρωπιά, απανθρωπιά, πολλά πτώματα (φόνοι δυο), μυστικά, σχέσεις στοργής, αγάπης, ανιδιοτέλειας, μοχθηρίας, ρατσισμού. Σκηνές σκληρές-άγριες πίσω από ένα μελαγχολικό πέπλο μνήμης ενός παρελθόντος, σαν σκουπίδι στο μάτι που δεν μπορείς να διώξεις.  Ο συγγραφέας αναφέρει, «μερικές φορές το παρελθόν ξυπνάει φτάνει μπροστά στο παρόν και κάθεται στα πόδια του». Σκληρές, άγριες σκηνές βασανισμού μέχρι θανάτου, ιδιοτελείς εκβιασμοί, λάθη, αλήθειες, ψέματα, αυτοθυσίες, είναι υλικά του συγγραφέα-αφηγητή.  Ο συγγραφέας με ήπιο τρόπο και πολλές φορές με χιούμορ παρουσιάζει τον ήρωά του  να αντιμετωπίζει τα φαιδρά και τα παράδοξα∙  με φόβο ανθρώπινο ανταπεξέρχεται τα τρομακτικά και με ηρωισμό τη ζωή από τον θάνατο. Σημαντικό ρόλο στην πλοκή του έργου είναι  η τραγωδία του Αισχύλου «Αγαμέμνων» και όπως στις αρχαίες τραγωδίες ο ηθικός εξαγνισμός  στο τέλος – «….. δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Επιτυχημένος ο τίτλος του βιβλίου και η φωτογραφία  του αρουραίου στο εξώφυλλο. Είναι αποδεικτικά στοιχεία  ενός μακάβριου  μυστικού, που με επιμέλεια και δεξιοτεχνία κρύβει ο συγγραφέας για το τέλος, χωρίς να διευκρινίζει ακριβώς, αλλά να επισημαίνει την σημασία της ανθρώπινης φύσης. Αφήνει, λοιπόν, τον αναγνώστη να ταξιδεύσει στην απόλαυση της λογοτεχνίας.

Ο Ελληνογερμανός  Κρις Πάπας, Αιγιώτης στην καταγωγή, ζει και εργάζεται ως ντέτεκτιβ στο Ανόβερο. Είναι όπως ομολογεί, ο φθηνότερος ντέτεκτιβ της πόλης. Δέχεται την επίσκεψη ενός υπερήλικα, που του αναθέτει να παρακολουθήσει μια όμορφη σαραντάρα, την Εύα Ντέμπλινγκ, υπάλληλο δικηγορικού γραφείου και για δυο μέρες να μην την χάσει από τα μάτια του. Η δουλειά φαίνεται εύκολη, τα λεφτά, χίλια Ευρώ προκαταβολή. Ο γέρος του αφήνει τα χρήματα, το τηλέφωνό του και φεύγει, χωρίς να πει το όνομά του, κάτι που διαπιστώνει στη συνέχεια ο ντέτεκτιβ. Ο Κρις Πάπας παρακολουθεί την Εύα Ντέμπλινγκ, μέχρι που εκείνη πηγαίνει σε φτηνό ξενοδοχείο και πιάνει ένα δωμάτιο. Εκείνος, ταλαιπωρημένος από το κρύο και με πυρετό, καταλύει στο διπλανό δωμάτιο. Ακούει συνομιλίες και μουσική μέταλ στη διαπασών. Τον παίρνει ο ύπνος και το πρωί διαπιστώνει ότι το διπλανό δωμάτιο είναι κενό. Απογοητευμένος από την ατυχία του, επιστρέφει σπίτι. Το πρωί ένας αστυνομικός του ζητάει πληροφορίες για κάποιον που βρέθηκε νεκρός στο ξενοδοχείο που κατέλυσε κι εκείνος το προηγούμενο βράδυ. Του τονίζει ότι στο πορτοφόλι του νεκρού βρέθηκε η δική του κάρτα. Στη φωτογραφία που του έδειξε ο αστυνομικός, ο Κρις Πάπας αναγνώρισε τον υπέργηρο πελάτη του. Μαθαίνει από τον ρεσεψιονιστ του ξενοδοχείου ότι ο γηραιός κύριος αυτοκτόνησε στο ίδιο δωμάτιο που ήταν και η Εύα Ντέμπλινγκ, η οποία έφυγε ήδη για την Ελλάδα, όπου δήλωσε ως μόνιμη διαμονή της ένα παραλιακό χωριό του Αίγιου, όπου και ο ίδιος μεγάλωσε. Αποφασίζει να ταξιδέψει στα πάτρια εδάφη, να ξεκαθαρίσει την υπόθεση. Μόνο που εκεί ξετυλίγεται ένα κουβάρι που αρχίζει από την Ναζιστική κατοχή στο Αίγιο, την σφαγή των Καλαβρύτων, τα βασανιστήρια και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

** Όταν η Ελένη τεντώνει το γυμνό κορμί της πάνω στο δικό μου, για μια στιγμή μοιάζει να αιωρείται, να κρέμεται από κάπου ψηλά. Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια, την ξαναβλέπω  να ανεβαίνει την πυραμίδα στη σκηνή του θεάτρου. Έτσι βουβός και εκστασιασμένος κολυμπάω μαζί της. Εγώ δεν έχω συναντήσει την Κλυταιμνήστρα μα την Ελένη που είναι ζωντανή και θλιμμένη. Ήδη αναρωτιέμαι πως θα με περιμένει στο τέλος. Τι θα κρατάει στα χέρια της όταν θα γυρίσω από το ταξίδι, όπου τίποτα απολύτως δεν θα έχω πετύχει; Θα δείχνει η μάσκα στο πρόσωπό της την ίδια ηδονή όπως τώρα; Ή μήπως μόνο απογοήτευση για τους χαμένους δρόμους που ακολουθούμε;

** Δεν απαντώ. Ούτε στον θρασύδειλο Κουρτ Γιάνσεν, που έχει αρχίσει πλέον να γίνεται και γλοιώδης, ούτε λίγο αργότερα στον διοικητή της αστυνομίας του Αιγίου, που για μια ώρα προσπαθεί να με ανακρίνει με μεθόδους γριάς δασκάλας δημοτικού σχολείου. Ούτε στους τρεις Γερμανούς και στους πέντε Έλληνες δημοσιογράφους, που με στριμώχνουν σε διάφορα μέρη εκλιπαρώντας για λίγες λέξεις. Ούτε στον Κώστα, που εμφανίζεται τελευταίος, με κατεβασμένο κεφάλι, και ρωτάει με άμετρη ηλιθιότητα τι συνέβη. Ούτε στην κυρία Κενό, που με παίρνει δυο φορές τηλέφωνο. Ούτε στον Γκέοργκ Βέμπερ, που στέλνει ένα γραπτό μήνυμα ρωτώντας αν χρειάζομαι βοήθεια. Τι να τους πω; Ο κόσμος είναι σπασμένος. Πάντα ήταν. Κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να αλληθωρίζουμε προς τα σκόρπια κομμάτια στο πάτωμα ή στον ουρανό.

Σάββατο 11 Μαΐου 2019

"Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων" του Νικήτα Παπακώστα, εκδόσεις Δώμα

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 13 Μαϊου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στο χώρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλίο του Anthony Marra       " Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων" εκδόσεις Ίκαρος.


Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλιο αυτο:
Με αγκαλιά το βιβλίο, πέφτουν από τις σελίδες της μυθοπλασίας σταγόνες αίματος στη μνήμη του αναγνώστη ενός ακόμα πρόσφατου πολέμου, της δεκαετίας του ‘90. Ένα βιβλίο 486 σελίδων, που το διατρέχει η πύρινη γλώσσα του πολέμου στην Τσετσενία. Εμφύλιος και  εισβολή των Ρώσων,  για τα πετρέλαια της Κασπίας.  Πρώτος πόλεμος 1994-1996 και δεύτερος 1999 - 2004.
Ο νεαρός συγγραφέας με το βιβλίο του «δηλώνει» την απέχθειά του στον πόλεμο και στηρίζει την ιστορία του στα επακόλουθά του: παραλογισμός και έχθρα στους αντιφρονούντες, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ωμότητα, απανθρωπιά, απαγωγές, πορνεία, φόνοι, καταστροφές,  βασανιστήρια, γυναίκες και παιδιά θύματα σεξουαλικής βίας. Εφιαλτικές οι σκηνές βασανιστηρίων με ακρωτηριασμούς. Βομβαρδισμοί, εμπρησμοί, ισοπεδώνουν τη χώρα, χιλιάδες τραυματίες και νεκροί στρατιώτες και ακόμα περισσότεροι οι άμαχοι, γυναίκες, παιδιά.
Ο συγγραφέας αντιθέτει, το καλό με το κακό, τον πόλεμο με το σκοτάδι, την ανθρωπιά με την ωμότητα και την απανθρωπιά, το φώς, την ελπίδα, την αλληλεγγύη, τη ζωή έναντι του θανάτου, της καταστροφής και των ερειπίων.
Ο καθένας από τους ήρωές του αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι λαού, που υποφέρει, που επιβιώνει με μέσα θεμιτά και αθέμιτα, που προδίδει, που αντιστέκεται, θυσιάζεται, ερωτεύεται και μπορεί μέσα στη δίνη της βαναυσότητας του πολέμου να διαφύγει, σαν σε όνειρο, από το σκοτάδι στο ξέφωτο, όπου λάμπει ο ήλιος, η ελπίδα για μια ζωή ειρηνική, όπως η αλήθεια στο τέλος του βιβλίου.
Ένας αποτυχημένος γιατρός, ο Άχμεντ, φυγαδεύει την μικρή Χαβάα, γειτονοπούλα του, όταν οι ρώσοι στρατιώτες άρπαξαν τον πατέρα της και έκαψαν το σπίτι τους. Κατάφερε η μικρή να κρυφτεί στο λοχμώδες μέρος, πίσω από το σπίτι  και σώθηκε, αν και μέχρι το τέλος του πολέμου είναι καταζητούμενη. Ο καλός της άγγελος Άχμεντ την αφήνει σε γειτονική πόλη, σ’ ένα βομβαρδισμένο νοσοκομείο με μια πεισματάρα γιατρό, την Σόνια που προσπαθεί λυσσαλέα να το λειτουργήσει με ελάχιστα ιατρικά υλικά και με μια βοηθό νοσοκόμα. Άλλος χαρακτήρας του βιβλίου είναι η αδελφή της Σόνιας, η Νατάσα που εμπλέκεται στα κυκλώματα πορνείας και ναρκωτικών,  ο πόνος της Σόνιας να την βρει και  οι μάταιες προσπάθειές της. Ο Χασάν ιστορικός που καίει τα ιστορικά του χειρόγραφα. Μια περσόνα καλού καγαθού ανθρώπου, που τον βαραίνει το λάθος της αστοργίας έναντι του γιου του Ραζμάν και η αγάπη, η φιλοστοργία, αν θέλετε, έναντι του Άχμεντ, γείτονά του.  Η σκηνή που θα βρεθούν στον λάκκο, όπου φυλακίζονται οι κρατούμενοι μέχρι να εκτελεστούν, ο Άχμεντ και ο Χασάν, είναι συγκλονιστική. Άλλος χαρακτήρας είναι ο Ραμζάν, γιος του Χασάν, δοσίλογος και καταδότης πολλών αντιφρονούντων που εκτελέστηκαν. Όταν ακούσει κανείς να διηγείται την συνταρακτική του ιστορία, μπορεί να αναθεωρήσει πολλά. Η Ούλα, γυναίκα του Άχμεντ, κατάκοιτη και ανοιακή και πώς το τέλος της με την φροντίδα του Άχμεντ.
Βιβλίο συγκλονιστικό, γραμμένο από κάποιον λες και έζησε τα γεγονότα μες στη δίνη του πολέμου κι εγώ η αναγνώστρια να συλλαβίζω τον τίτλο του βιβλίου και την ερμηνεία του.  
ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΖΩΤΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ:  εξηγείται με έξι λέξεις, που αποτελούν το θαύμα της ζωής: «οργάνωση, ευερεθιστότητα, κίνηση, ανάπτυξη, αναπαραγωγή, προσαρμογή».
  
**τους έδενε κάτι που δεν υπήρχε πια, ακριβώς όπως ένα δίχτυ δεν είναι τίποτ’ άλλο από τρύπες δεμένες μεταξύ τους. Τα φαγητά δεν μαγειρεύονταν πια, ούτε τρώγονταν, ακριβώς όπως οι συνταγές για τρία-τέσσερα υλικά πάνω απ’ τη σόμπα. Τα μονοπάτια δε βαδίζονταν πια, τα χαμόκλαδα δε χωρίζονταν πια από τα καλάμια τους. Οι καβγάδες δεν καβγάδιζαν πια, τίποτα δεν διακυβευόταν, τίποτα που να ‘θελαν ή να μπορούσαν να το χάσουν. Έρωτα πια ούτε έκαναν, ούτε ποθούσαν, ούτε φαντασιώνονταν, ούτε πενθούσαν. Η αρρώστια είχε αποκαταστήσει στην Ούλα μιαν αθωότητα που εκείνος δεν ήθελε να τη μαγαρίσει, και η ζεστασιά της σάρκας της αγκαλιά με τη δική του ήταν ένα κομμάτι της ζωής τους που είχε αποσπαστεί κι απ’ των δυωνών τις μνήμες.
**οι τσετσενικές πετρελαιοπηγές παρήγαν έναν σχετικά μετριοπαθή αριθμό δεκατριών εκατομμυρίων βαρελιών το χρόνο, αλλά το περισσότερο πετρέλαιο της περιοχής περνούσε μέσα από τα διυλιστήρια της δημοκρατίας. Το ενενήντα τοις εκατό των καυσίμων που χρησιμοποιούσαν η σοβιετική Αεροπορία και τα πετρελαιοκίνητα οχήματα, διυλιζόταν στην Τσετσενία…

 




Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

"Καληνύχτα καλούδια μου" του Νικήτα Παπακώστα, εκδόσεις Δώμα

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 15 Απριλίου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στο χώρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλιο του Νικήτα Παπακώστα " Καληνύχτα καλούδια μου", εκδόσεις Δώμα.


Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το εν λόγω βιβλίο:
Μια παράδοξη νουβέλα. Θα μπορούσε να είναι δημοτικό τραγούδι, ποίημα, όπου αναφέρονται δαιμόνια αιμοσταγή, παιδοκτονίες, εγκληματικές εκδικήσεις, σταυροί, εκκλησίες, καμπάνες, σεισμοί, καταποντισμοί. Ακόμα, ό,τι πρωτόγονο υπάρχει στο όνειρο ή φυτεμένο στο υποσυνείδητό μας. Μαγείες, μαγγανείες, φόβητρο δυστοπικών κοινωνιών, όπως ο συγγραφέας, με γκροτέσκο γραφή, ως το παραμύθι απαιτεί, μας παρουσιάζει.
Πρωταγωνιστεί η μικρή Μαρία∙  στα δεκαπέντε της την παντρεύουν και φτάνει στην εκκλησιά με ματωμένο νυφικό. Ένα παιδί ανήλιαγο που με μεγάλη ευκολία πνίγει τα νεογνά γατάκια, αφού παραμόνευε για ώρες, μέχρι να φύγει η μάνα-γάτα να βρει κάτι να φάει, για να κάνει γάλα.
<<Κλειδαμπάρωσε τις πόρτες… τα μικρά ήταν ζεστά και μαλακά.. Έσφιξε τον κόμπο καλά. Έβαλε διπλή και τριπλή σακούλα, έκανε και άλλους κόμπους, να μη μπορέσουν να το σκάσουν… κατέβηκε στο ρέμα κι από ψηλά πέταξε τις σακούλες ανάμεσα στις ακακίες. Η μια πιάστηκε στα κλαδιά, η άλλη έπεσε στα βάθη και κυλιότανε σαν μπάλα, γιατί οι πέντε ψυχές δεν είχαν γωνίες>>.
Χαρακτήρες, η φύση- η ασέβεια των ανθρώπων, στην ιερότητά της-,  το άνυδρο τοπίο, τα ζώα, οι βράχοι, το αίμα, το λιγοστό νερό, η ύβρις, η αλαζονεία έναντι διαφορετικών πλασμάτων, η απόρριψη σ’ ό,τι δεν καταλαβαίνουμε, σ’ ό,τι δεν μας είναι αρεστό, σ’ ό,τι μας κάνει να ντρεπόμαστε. Τα κακά δαιμόνια του μυαλού μας, τα καλά και άγια για τον εξορκισμό τους.
Φόνισσα, παιδοκτόνος τριών μωρών της η Μαρία, ψάχνει τον Θεό της στον θάνατο. Όμως η φύση εκδικείται την καταστροφή της. Έτσι, θα εκδικηθεί και όσους έχουν έστω και μικρό μερίδιο ευθύνης, τον παπά-Φώτη σύζυγο της Μαρίας, τους συγχωριανούς της, ολόκληρο το χωριό, σε γκρεμίσματα, ρημάδια και λείψανα. Το χωριό, που πισωδρομεί, αδιαφορεί, θα έλεγα, στο καταφανές της ηθικής επιταγής και άμετρα ξοδεύει ζωές ψάχνοντας Θεό και δαίμονα.
<<Άλλοι βρίσκουν τον Θεό κι άλλοι τον χάνουν. Η Μαριώ τον βρήκε και τον μέτρησε στο πρόσωπο του θανάτου. Της φάνηκε η ζωή σαν τις σπηλιές στις πλαγιές. Μαύρες τρύπες απάτητες, μυστικές και λαβυρινθώδεις. Εκεί μπαίνει η φωνή και βγαίνει ο αντίλαλος. Σκορπά στο μαύρο και σωπαίνει μετά. Το φως σπανίως φτάνει ως εκεί.>>  
<<Έσκυψε. Έβαλε το αυτί της στο χώμα. Άκουσε τα μωρά της ν’ αναπνέουν. Ήρεμα. Ηρέμησε. Ημέρωσε. Λουλούδια ήταν τα παιδιά της που μεγάλωναν μες την ησυχία και το σκοτάδι. Όλη μέρα οι νεκροί κρατάνε την ανάσα τους. Τη νύχτα που δεν τους ακούει κανείς, αναπνέουν κι αγαλλίασε η καρδιά της.
Καληνύχτα καλούδια μου, τους είπε» Έσκαψε μικρές τρυπούλες με τα δάχτυλά της κι έχωσε φιλιά και κάτι νυχτολούλουδα που είχε κόψει κατεβαίνοντας από μια μάντρα. Καληνύχτα και γι’ απόψε.

Η Αρετή Καράμπελα έγραψε μετά την συνάντηση της Λεσχης για το βιβλίο:

Η ομάδα εντυπωσιάστηκε από τη νουβέλα του Παπακώστα. Βγαλμένη από τα σπλάχνα της ελληνικής υπαίθρου, με αναφορά στον άγραφο νόμο της ζωής, απομακρύνεται αισθητά από ανάλογου τύπου αναγνώσματα. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια και συγχρόνως υπερβατική ατμοσφαιρα, συνθέτει το κάδρο μιας αλαφροισκιωτης μητροκτονου, συζύγου του ιερέα της ενορίας, η οποία εν τέλει, λατρεύεται ως Αγία. Με γλώσσα κοφτερη όπως το λεπιδι και συγχρόνως σαγηνευτική, καταδηλώνει την Παπαδιαμαντικη της μητρα, ανασαινοντας στο ρυθμό της οικονομίας και της παντελους έλλειψης του περιττου. Με ντοστογιεφσικη ματιά, ατενίζει το Κακό ως Καλό, αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματα του. Υβρίδιο παραμυθιού, ψυγογραφηματος και μυστηρίου, η ολιγοσελιδη νουβέλα πυροδότησε συζητήσεις γύρω από το Θεό, το έγκλημα, την παράνοια, την τιμωρία. Αναμένουμε το επόμενο βιβλίο του Παπακώστα, με υψηλή προσδοκία.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Η Αγρια Ερημιά του Χεσσούς Καρράσκο, εκδόσεις Αντίποδες

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 18 Mαρτίου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στη Δημοτική Κοινότητα Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλιο του Χεσούς Καρράσκο " Άγρια Ερημίά", εκδόσεις Αντίποδες.

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το εν λόγω βιβλίο
Ένα πολύ καλό βιβλίο, με χαρακτήρα παραμυθιού. Μια ζοφερή ιστορία. Το διαβάζεις με ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος. Θυμίζει έργο κλασικής λογοτεχνίας. Σκληρή η ιστορία ενός παιδιού – φυγά, από έναν τόπο δυστοπικό, άνυδρο, άγριο, ερημικό ως οι υπάνθρωποι κάτοικοι αυθέντες γυναικών, παιδιών και αμείλικτοι  κυνηγοί του. Το σκάει από το σπίτι του, ένα σπίτι κάθε άλλο τόπος εστίας, δημιουργίας, αγάπης. Σπίτι που αποπνέει σαπίλα διαφθοράς, φόβου και φαυλότητας. Στο «πατρικό» σπίτι, ο πατέρας-τέρας ανοίγει ορθάνοιχτα τις θύρες γι’ αυτούς που έχουν την εξουσιαστική κονκάρδα και ως λυκάνθρωποι καρπώνονται σώματα και ψυχές. Μια άνιση μάχη του καλού έναντι του κακού με μορφή ένοπλων χωροφυλάκων. Χαρακτήρας ο τόπος,  το υγρό στοιχείο, δάκρυα, ούρα φόβου, ούρα τυραννίας. Παντελής έλλειψη νερού. Το νερό ελπίδα ως λύτρωση. Το παιδί με ένα σακίδιο και λίγα τρόφιμα δραπετεύει από το σπίτι του.  Κρύβεται σε λαγούμι που σκάβει με τα χέρια του, το σκεπάζει με κλαδιά. Εκεί οι διώκτες από πάνω του μιλούν, τον ψάχνουν, ο πατέρας του, οι συγχωριανοί του,  ο δάσκαλος. Αναγνωρίζει τον δάσκαλο από τον ήχο, όταν φύσηξε τη μύτη του πάνω από τον λάκκο. “Ένας βλεννογόνος κεραυνός που δονούσε το στεγνό μαντήλι του κι έκοβε το γέλιο των παιδιών στο σχολείο”. Το παιδί κατουριέται πάνω του. Ο δάσκαλος κατουράει πάνω στα κλαριά. Τα μαλλιά του παιδιού κολλούν από τα ούρα του δάσκαλου. Περιπλανιέται διωκόμενος στην άγρια έρημο, χωρίς φαγητό και νερό. Κυνηγημένος συναντά στο δρόμο του έναν γέρο βοσκό. Θα σας έλεγα έναν ασήμαντο ανθρωπάκο, με την πρώτη ματιά, όμως με ιδιότητες αγίου. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο βρίσκει μια αγκαλιά προστασίας, φιλίας, άδολης αγάπης. Τα συναισθήματα είναι αμοιβαία. Ο γέρο-βοσκός μεταδίδει γνώση, εμπειρία και όχι μόνο, μάχεται μέχρις εσχάτων εναντίον βίαιων πράξεων, προστατεύοντας το παιδί, τη ζωή, το καλό κατά του κακού. Φροντίζει ανυστερόβουλα τη νέα ζωή, που η φύση προστάζει τον άνθρωπο να προφυλάξει. Το παιδί περιπλανάται διψαλέο, κάτω από τον αμείλικτο ήλιο, σε τόπο εχθρικό, ξερό. Ο θεόσταλτος βοσκός γίνεται συνοδοιπόρος του.  Δένονται με φιλία, με στοργή ως πατέρα σε γιο. Αντιμετωπίζουν με γενναιοψυχία την κινδυνώδη πορεία, χωρίς σταγόνα νερό, μόνο δάκρυα, ούρα, λίγο γάλα από ισχνά γίδια. Μάχονται της ανθρωποφαγίας.
            Αφού έθαψε τον γέρο βοσκό, «ξεκίνησε να λέει ένα Πάτερ ημών… μέχρι που η προσευχή έσβησε στα χείλη του και θεώρησε πως είχε τελειώσει. Θα ήθελε να είχε μάθει το όνομα του γέρου».
«Ξάφνου, το αγόρι κατάπιε τις μύξες του, σηκώθηκε όρθιο, άρπαξε μια κατσίκα και την έφερε στον γέρο χωρίς να λύσει καν την αλυσίδα με τα κουδούνια. Ύστερα, κάθισε πλάι του και τον περίμενε μέχρι να βάλει το τενεκεδάκι στη θέση του. Όταν το έβαλε, ο βοσκός ζήτησε από το αγόρι να πιάσει τα μαστάρια. Το αγόρι έκλεισε στις χούφτες του τις θηλές και τις έσφιξε. Τότε ο βοσκός του έπιασε τους αντίχειρες και τους τοποθέτησε έτσι ώστε τα νύχια να πιέζουν τις θηλές προς το εσωτερικό των άλλων δαχτύλων. Έκλεισε τα χέρια του αγοριού στα δικά του και, χωρίς να πει λέξη, μάλαξε τα βυζιά κάνοντας το γάλα να πεταχτεί με ορμή. Κι έτσι, με αυτή τη χειροτονία, ο γέρος μετέδωσε στον μικρό τα χρειώδη του επαγγέλματος, παραδίδοντάς του, εκείνη τη στιγμή, το κλειδί μιας γνώσης ζωτικής και ακατάλυτης».
«Ένα πρωί εκεί που ξεκουραζόταν σ’ ένα παλιό σπίτι για περιπλανώμενους εργάτες, άκουσε τον ρυθμικό ήχο της βροχής…. Χοντρές σταγόνες έσκαγαν πέφτοντας στο σκονισμένο έδαφος, χωρίς να το διαπερνούν. Μπήκε στο σπίτι και ξαναβγήκε με το κιούπι υπό μάλης. Περπάτησε μερικά μέτρα μακριά από την είσοδο και άφησε το δοχείο καταγής. Ύστερα ξαναγύρισε στο κατώφλι κι έμεινε εκεί όσο κράτησε η βροχή, έμεινε να κοιτάζει πως χαλάρωνε για λίγο ο Θεός τις βίδες του μαρτυρίου του».
Ένα δύσκολο ταξίδι, μια προσπάθεια με στόχο για ό,τι καλύτερο στη ζωή, στην αξιοπρέπεια, στην ανθρωπιά. 

Η Αρετή Καράμπελα εγραψε το παρακάτω κειμενο με την συνάντηση της Λεσχης σχετικά με το βιβλιο:
Η Λέσχη ενθουσιάστηκε με το βιβλίο"Άγρια ερημιά" του Καρράσκο.  Ήρωες χωρίς ονόματα, βιβλική ατμόσφαιρα, αρχετυπικές σχέσεις εγκιβωτισμένες σε φυσικό τοπίο αφιλόξενο, λίκνο της άχρονης ανθρωπότητας. Η ενηλικίωση ενός παιδιού που σπάει τα δεσμά της κακοποίησης, βρίσκοντας στο πρόσωπο υπερήλικα βοσκού τον προστάτη Πατέρα, το μαγικό βοηθό των παραμυθιών, τον από μηχανής θεό προκειμένου να οδεύσει στην ελευθερία, αφού κλείσει τα μάτια του ευεργέτη του. Η φύση, πρωταγωνιστής που κλέβει την παράσταση, συνομιλεί με τους ανθρώπους επί ίσοις όροις, αποδίδει δικαιοσύνη, παρηγορεί και εναγκαλίζεται το σύμπαν της αφήγησης, περιφερόμενη ως ψυχή ζώσα ανάμεσά μας.



Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

24 του Γιάννη Γορανίτη, εκδόσεις Πατάκη

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στη Δημοτική Κοινότητα Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλιο του Γιάννη Γορανίτη " 24", εκδόσεις Πατάκη.


Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για αυτο το βιβλίο:
Το 24 είναι το πρώτο του βιβλίο. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς, έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ιστοσελίδες και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους.
Είκοσι τέσσερα διηγήματα, σπαράγματα μυθιστορήματος, κάθε στάση του τρένου και μια ιστορία. Ιστορίες έξω και μέσα στα βαγόνια. Ιστορίες που θυμίζουν τον εαυτό μας. Μια διαδρομή-ταξίδι από Κηφισιά μέχρι Πειραιά αρχή και τέλος; Τέλος και αρχή; Το ταξίδι κρύβει το συμπαντικό μικρόκοσμό μας, εικοσιτέσσερις στάσεις, κάθε στάση μια ανάσα και ξανά στο τρέξιμο. Μια  καθημερινή διαδικασία για την έγκαιρη επιβίβαση –μη χάσουμε το τρένο- μια διαδρομή άγχους –μην αργήσουμε στη δουλειά, αγωνίας να είμαστε στο νοσοκομείο κοντά σε αγαπημένο -η ζωή και ο θάνατος στο ζύγι- και άλλες φορές επιβίβαση με ρυθμούς περιπάτου και ραχατιού να γεμίσει μέρος του 24ώρου. Εικοσιτέσσερις φωτογραφίες, μαγνητοσκοπούν προφίλ ανφάς πρόσωπα, λόγια, σκέψεις. Βλέπουμε κι ακούμε μέσα σε μια ώρα τη ζωή  να φωνάζει, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον σιδηροδρομικό θόρυβο,  να σταματάει απότομα με ένα κλικ. Μια ανάσα και η ζωή βοά, κινείται αέναα, ταξιδεύει κάθε φορά με παλιούς και νέους επιβάτες. Ταξιδεύει  με σκιές πάμπολλες. Τα ίχνη, οι μυρωδιές γέρων, νέων, παιδιών αιώνες τώρα στα ίδια βαγόνια. Στα ίδια βαγόνια χαμόγελα, λύπες, φωνές, γέλια, δάκρυα,  όπου ο συγγραφέας βάζει δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων και όχι μόνο.
Στα ίδια βαγόνια καθόμαστε ενάμιση αιώνα τώρα, από Πειραιά ανεβαίνουμε Κηφισιά. Αρχή και τέρμα. Από Κηφισιά κατεβαίνουμε Πειραιά. Αρχή και τέρμα. Τέρμα και Αρχή. Το κάθε βαγόνι απορρόφησε και απορροφά αμέτρητες ιστορίες η μια παρεισφρέει στην άλλη. Ιστορίες που οι φωνές τους χάθηκαν και χάνονται στις χαλύβδινες σιδηροτροχιές.  Με το τρένο χωμένοι κατάβαθα στο σκοτάδι.  Με το τρένο ανασυρμένοι στο φως.
Τ’ αυτί του συγγραφέα καταγράφει τις συζητήσεις των επιβατών, τα προσωπικά τους τηλεφωνήματα, μπαίνει στη σκέψη τους, στη σκέψη που τρέχει μέσα στην αγωνία της καθημερινότητας. Χανόμαστε, δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, τους γύρω μας, κολυμπάμε στο χάος της ζωής καθορίζουμε τον χρόνο με ημερομηνίες,             ακούμε μουσική με τα headphones στ’ αυτιά, ενόσω υποκρούουν φωνές συνανθρώπων μας. Στις γραμμές του τρένου αυτοκτονούν. Στα βαγόνια του την απόλυτη προσοχή μας. Όχι  όπως της μάνας που η κουβέντα την παρασύρει κατεβαίνει σε λάθος στάση και δεν αντιλαμβάνεται την εξαφάνιση του παιδιού της με τη μεστή, θα έλεγα, σκέψη. Και τέλος ας ψάξουμε μαζί με τον συγγραφέα ποιος είναι αυτός που δεν μιλάει με κανέναν, αλλά διηγείται με το «νι» και με το «σίγμα» την οικογενειακή του κατάσταση και όχι μόνο...
                                             **--**--**
*Η γυναίκα-μάνα στήριγμα στο παιδί της, παραδομένο στην καταστροφή των ουσιών, γιατί
«τόσα χρόνια στα προγράμματα, έναν πατέρα δεν είδα όλο μανάδες. Μαθημένες στα ψέματα, δεν τις χαλάει ένα ακόμα και η μάνα μου το ξέρει, αλλά ήθελε να το παλέψουμε. Έτσι έλεγε. Να το παλέψουμε».
*Αγωνία μέχρι να φτάσεις στο ΚΑΤ, θα προλάβεις να τον δεις ζωντανό; Ήταν ένας έρωτας. Ένας μεγάλος έρωτας αν και του ήσουν θυμωμένη.
«Μετράς από μέσα σου τα δευτερόλεπτα μέχρι να κλείσουν οι πόρτες, κάθε δευτερόλεπτο κι ένας χτύπος της καρδιάς..»
*Τι γυρεύεις μες στο τρένο με γαλάζιες παιδικές πιζάμες και παντοφλάκια με λιοντάρια; Ευτυχώς που δεν είμαι γυμνή σκέφτεσαι. Ποιος σε σημαδεύει με όπλο; Ζητάς βοήθεια. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει, ζεις στην αλήθεια του παραμυθιού σου.
*Η Έλλη νεαρή συγγραφέας σκέφτεται το κείμενο της που έστειλε στον εκδότη της, όταν άκουσε διαφορετικά το όνομά της
«Ελιζαβέτα». Μιλάει μια γυναίκα με σπαστά ελληνικά:
«(Η )Μπήκε νύχτα στο κλινική, άντρα πολλοί, φωνάζει έξω ξένοι έξω παράνομος. Στο νοσοκομείο την πιάσει. Μπήκε νύχτα στο κλινική, άντρας πολλοί, φωνάζει έξω ξένοι, έξω παράνομος, μπήκε θαλάμο έδιωχνε νοσοκόμα. Ελιζαβέτα φωνάζει, πώς φύγω, γιαγιά εγκεφαλικό, άντρας βγάλει έξω Ελιζαβέτα, κλοτσές, αστυνομία πάει, δεν πιάνει άντρας, πιάνει ‘Ελιζαβέτα, ε, τώρα απέλαυση». (Θ) Απέλαση το λένε>>.
* Ας ακούσουμε κι αυτή τη φωνή.
«Αυτοί κάνουνε πως με πληρώνουνε κι εγώ κάνω πως δουλεύω. Σιγά τα λεφτά, αλλά κι αυτά θα μου λείψουνε, έχω παιδιά να ταΐσω, γυναίκα να ταΐσω… για πάρτη μου δεν χαλώ τίποτα. Έναν καφέ την ημέρα. Ενενήντα σεντς, αφήνω ευρώ στην κοπέλα. Φτωχύναμε, αλλά μη γίνουμε και γύφτοι. Ωραίο κομμάτι. Της τον σφύραγα άνετα..»
*Να μην σου τύχει να είσαι μες στο τρένο, μαζί με τον αφηρημένο τρομοκράτη, αλλού προορίζεται η σακούλα με την προκήρυξη και τις ντομάτες στ’ αριστερό του χέρι και αλλού τα δυναμιτάκια με όσες ντομάτες περίσσεψαν στο δεξί.

Ας ακούσουμε κι άλλες φωνές. Πολλές ασταμάτητες φωνές σαν τα τζιτζίκια το καλοκαίρι.
*           «Κουβαληθήκανε εδώ πέρα και κάνανε τις ζωές μας άνω κάτω, μας βαράνε, μας ληστεύουνε, μας σπαν’ τα μαγαζιά, σε λίγο θα μας πηδάνε και τις κόρες. Συγγνώμη κιόλα, κυρ-Δημήτρη. Τι να κάνουμε, να καθόμαστε να τους κοιτάμε;……. Ε και να ‘χα καραμπίνα, έναν έναν θα τους καθάριζα».
*           <<Η μάνα του δεν ήξερε να γράφει. Ούτε να διαβάζει. Την τελευταία φορά στο γηροκομείο δεν τον αναγνώρισε καν. Κάθισε δίπλα της και κράτησε το αριστερό της χέρι μέσα στα δικά του. «Βοήθεια» φώναξε. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς το μέρος της… Ο Πέτρος έμεινε με τα χέρια ανοιχτά, παράλληλα μεταξύ τους, λες και είχε μόλις απελευθερώσει ένα αιχμάλωτο πουλί…. «καλά που ήρθες» είπε εκείνη στον νοσοκόμο και χάιδεψε την ανάστροφη της παλάμης του. «Αυτός θα με βίαζε» και έδειξε τον Πέτρο>>.
*           <<Ένα από αυτά τα δάχτυλα του γέρου –ο δείκτης του αριστερού χεριού για την ακρίβεια- είχε δείξει στον έφηβο τότε Προκόπη τον δρόμο της εξόδου. «Δεν μπορεί αυτή η πόρνη να κοιμηθεί στο κρεβάτι της μάνας μου» του είχε πει με φωνή τρεμάμενη αλλά κατά βάθος σίγουρη ο Προκόπης…
Σήκωσε το αριστερό του χέρι…. ο Προκόπης ευχήθηκε να το κατεβάσει στη μούρη του, να του ανοίξει τη μύτη να του σκίσει τα χείλη, να του σπάσει ει δυνατόν ένα δυο δόντια….. «Όταν γυρίσω, μη σε βρω εδώ, είπε με σταθερή φωνή και του έδειξε την πόρτα>>.
*           «το πρωί στο βαγόνι άκουσε ένα νέο κορίτσι να διαμαρτύρεται «κάθε μέρα τίγκα ο ηλεκτρικός. Πού πάνε πέρα δώθε τόσοι γέροι;»……… Το πρόσωπό της εκπέμπει την ψευδαίσθηση του άφθαρτου. Στα διαυγή της μάτια διαβάζει τη βεβαιότητα ότι την περιμένει μια ζωή γεμάτη ευκαιρίες. Ούτε που θα καταλάβεις για πότε και πώς θα τις σπαταλήσεις, σκέφτεται. Ούτε που θα καταλάβεις για πότε θα συνωστίζεσαι σε γεμάτα βαγόνια, για πότε θα μετακινείσαι άσκοπα σε μια πόλη που δεν σ’ έχει ανάγκη».


Και άλλες φωνές αέναες, λέξεις, λόγια που φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια μας, μπαινοβγαίνουν στα αυτιά μας, καμιά φορά στη σκέψη, ίσως και στην καρδιά μας
 
Η Αρετή Καράμπελα μετά την συνάντηση της Λεσχης μας έγραψε:
 
Η ομάδα, στο βιβλίο του Γιάννη Γορανίτη, 24, διέκρινε πολλές όψεις της σύγχρονης ζωής, όχι βέβαια ευχάριστες, πλην όμως αληθινές. Οι επιβάτες του συρμού, άλλοτε εσώκλειστοι στο δικό τους σύμπαν κι άλλοτε ωτακουστές και παρατηρητές των άλλων, αναμετρώνται με τα δύσκολα και αδιέξοδα του βίου τους. Με γλωσσική πιστότητα, οι ήρωες υποδύονται τους ρόλους τους και βυθίζονται στα όρια του κόσμου και του εαυτού, αυθόρμητα και αθόρυβα. Νέοι, γέροι, μικρά παιδιά, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, πειστικά εκφέρουν τη ζωή τους σε εικόνα και λόγο, τραβώντας την κουρτίνα των προφανών και ανομολόγητων, στη διάρκεια των 24 σταθμών του τρένου. Επιβιβαστείτε. 

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Νέα συνάντηση της Λέσχης θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019 το πρωϊ 10πμ-12πμ στη Δημοτική Κοινότητα Διονύσου και θα αναλύσουμε το βιβλιο του Ίαν Μακ Γιούαν " Νόμος περι Τέκνων", εκδόσεις Πατάκη.

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο αυτό:
Πυκνή και ψυχρή, θα έλεγα, στο βιβλίο αυτό, η γραφή του πολυβραβευμένου – σπουδαίου συγγραφέα Ίαν Μακ Γιούαν. Θίγει θέματα κοινωνιολογικά, ως οι επαγγελματικές  και ερασιτεχνικές απασχολήσεις, οι δικαστικές αποφάσεις - άλλες σωστές, άλλες επικίνδυνα λαθεμένες- οι μακροχρόνιες συζυγικές σχέσεις με βασικό κορμό τη συνήθεια, όπως οι ηλικιωμένοι ήρωες του βιβλίου,  η εκτροπή της συνήθειας αυτής,   από την υποβόσκουσα ερωτική ορμή των νιάτων και τέλος οι αποφάσεις, στο ατομικό ζύγι του καθενός, άλλες σωστές και άλλες λαθεμένες μέχρι θανάτου.
Όπως τα περισσότερα έργα του συγγραφέα οι σκηνές κυλούν κινηματογραφικά. Στο «Νόμος περί Τέκνων», μας μεταφέρει σε περιβάλλον αστικό, ανθρώπων επιστημόνων, με οικονομική επιφάνεια και καριερίστικη αντίληψη. Οπωσδήποτε με χόμπι όπως το πιάνο και η κλασική μουσική για την 59χρονη δικαστίνα Φιόνα Μέι, ηρωίδα του έργου και τον σύζυγό της Τζακ, καθηγητή πανεπιστημίου, αφοσιωμένο στις γεωπολιτικές του διαλέξεις και στην αγάπη του για την τζαζ μουσική.
Η Φιόνα στο Ανώτατο δικαστήριο – τμήμα Οικογενειακών Υποθέσεων- είναι καθημερινά απασχολημένη και σε ετοιμότητα, καθ’ υπέρβαση,  με την απαιτητικότητα της δουλειάς της,  χρειάζεται την άμεση επίλυση σοβαρών υποθέσεων με λεπτό και ευκταίο τρόπο. Η οδύνη των υποθέσεων, γάμοι διαλύονται, καυγάδες συζύγων για τα  παιδιά, θρησκείες αντιδρούν με φανατισμό στον ορθό λόγο, παίζοντας τη ζωή 17χρονου παιδιού με τον   θάνατο, εξιτάρουν και εντυπωσιάζουν την Φιόνα, της οποίας το όνομα είναι στο επίκεντρο των αξιέπαινων δικαστών.
Έχει  στα χέρια της  την υπόθεση του 17χρονου Άνταμ, πάσχει από λευχαιμία, αλλά αρνείται πεισματικά, όπως και οι γονείς του,  στην μετάγγιση αίματος, που θα του σώσει τη ζωή του, για θρησκευτικούς λόγους.
Πριν βγάλει απόφαση,  η Φιόνα ζητάει να δει τον νεαρό Άνταμ, σε λίγους μήνες ενηλικιώνεται και δεν θα έχει καμιά  δικαιοδοσία επάνω του.
Μια συνάντηση, μια κουβέντα μ’ ένα άρρωστο παιδί. Ένα παιδί συγκροτημένο, με ιδέες, έγνοιες και ανησυχίες ενηλίκου. Μια συζήτηση μαζί του φέρνει την καθαρή εικόνα του προγενέστερα καλού γάμου της. Γάμος με έρωτα, γάμος χωρίς παιδιά, με την καριέρα αμφοτέρων να υπερτερεί. Γάμος  που φθείρεται με την κακή χρήση του χρόνου. Οι νόμοι είναι ορθοί, την καλύπτουν στις αποφάσεις της, έναντι εκείνων των συναισθημάτων, πίστεως και ηθικής του κάθε ανθρώπου.
Η Φιόνα με ένα βλέμμα, λίγα λόγια και σύμμαχο τον Νόμο σώζει το παιδί. Πρωτόγνωρα συναισθήματα διακατέχουν τον νεαρό και πέφτει με ορμή ταύρου για τα μάτια της Φιόνας, για τον έρωτα, για την αγάπη, για τη φιλία, για τη ματιά της μάνας, όπως εκείνος ήθελε.
Η Φιόνα τον τράβηξε πίσω στη ζωή, εκείνος  την ευχαριστεί με ένα ερωτικό φιλί  στο στόμα κι εκείνη ανταποδίδει με αίσθημα ενοχής και δεν αργεί να επανέλθει στις συμβατικές της υποχρεώσεις και στην κοινωνική ηθική, αναφορικά με τον έρωτα. Ο νεαρός της γράφει ποιητικές επιστολές σε αχνογάλαζες σελίδες, που εκείνη καταχωνιάζει κυρίως από τον εαυτό της. Μέχρι που τ’ αγόρι  αγνά και άδολα της επιστρέφει τη ζωή που του χάρισε.

**Βάδισε αργά στην οδό Θίομπαλντ συνεχίζοντας να αναβάλλει τη στιγμή της επιστροφής. Αναρωτιόταν ξανά μήπως η αγάπη που είχε χάσει ήταν γι’ αυτή μια σύγχρονη μορφή ευυποληψίας, μήπως αυτό που φοβόταν δεν ήταν η περιφρόνηση  και ο εξοστρακισμός, όπως στα μυθιστορήματα του
Φλωμπέρ και του Τολστόι, αλλά οίκτος. Η μετατροπή της σε αντικείμενο γενικευμένου οίκτου ήταν επίσης μια μορφή κοινωνικού θανάτου. Ο δέκατος ένατος αιώνας βρισκόταν πιο κοντά απ’ όσο πίστευαν οι περισσότερες γυναίκες. Το να την πιάσουν στα πράσα να παίζει τον ρόλο της σ’ ένα στερεότυπο φανέρωνε μάλλον κακό γούστο παρά ηθικό παράπτωμα. Ανήσυχος σύζυγος  στην τελευταία του ζαριά, γενναία συμβία που διατηρεί την αξιοπρέπειά της, νεότερη γυναίκα απόμακρη και ανεπίληπτη. Κι εκείνη που είχε νομίσει ότι οι μέρες που υποδυόταν το οτιδήποτε είχαν τελειώσει πάνω στο καλοκαιρινό γρασίδι,  ακριβώς πριν ερωτευεί.**

H Aρετή Καραμπελα έγραψε τα παρακάτω μετα την συνάντηση της Λέσχης για το βιβλιο αυτό:
Το βιβλίο του Ίαν Μακ Γιούαν, Νόμος περί τέκνων, κινητοποίησε την ομάδα. Ο Νόμος και η Ηθική, η ηθική της ατομικής συνείδησης, η θρησκευτική προσήλωση, η φθορά μέσα στο γάμο, το ατομικό και το συλλογικό, σ' ένα παστίς με αριστοτεχνικές συναρμογές. Όπως και στη ζωή, η ιστορία μας επιφυλάσσει ένα αμφίθυμο τέλος.Η ηρωίδα επιστρέφει στην κανονικότητα της ζωής της και ο άρρωστος προστατευόμενός της, πεθαίνει.