Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

‘Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες ‘ του Ρόμπερτ Μούζιλ Εκδόσεις: Πατάκης

Το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουμε είναι "Οι αναστατώσεις του οικότροφου
Ταίρλες"  του Ρόμπερ Μούζιλ,  εκδ. Πατάκη.
Οι συνάντησή μας μετά τις γιορτές Τετάρτη πρωί στις 11π.μ. στις 13/01/2016
Πληροφορίες Κα Βαλσαμάκη τηλ. 2108150606  blog; vivliofiloidionysou.blogspot.gr

 Σας ευχόμαστε ολόψυχα ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ  Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ!!



 H Αρετή Καράμπελα έγραψε για το συγκεκριμενο βιβλίο:
Ο νεαρος Τερλες ένα εμβληματικο βιβλιο που σφραγισε τον εικοστο αιωνα απασχολησε σοβαρα την ομαδα. Βιβλιο προφητικο για τις αλυσιδωτες δικτατοριες που ακολουθησαν ανατεμνει την εφηβεια και την οιονει αναζητηση της αληθειας θεμα ανοιχτο δια βιου.
Ο Τερλες/Μουζιλ αμφιθυμος οικοτροφος στον μικροκοσμο της στρατιωτικης ακαδημιας που φοιτα ερχεται αντιμετωπος με την σκοτεινη πλευρα του , συναιτερικα με δυο συμφοιτητες του , οι οποιοι κακοποιουν ένα τριτο αναμεσα τους. Μεταφυσικες ανησυχιες και σαδιστικες τασεις του αδιαμορφωτου εγω συμπλεκουν την εννοια της ψυχης και της συνειδησης , της νοησης και του βιωματος , της λογικης και του παραλογου , του σκοταδιου και του φωτος , διπολα από τα οποια ειμαστε ολοι πλασμενοι. Η διψα για τα αδιερευνητα βαθη οδηγουν στη σκοτεινοτητα της πραξης που όμως γινεται παρελθον θεμιτο μονο όταν γεννα έναν ανωτερο πνευματικα και ψυχικα σκοπο.Η απτοτητα του βιωματος , η ηδονη και η οδυνη ως πεμπτουσια της ζωης , συνεχει ολο το βιβλιο από την αρχη μεχρι το τελος και μυριζουμε μαζι με τον Τερλες το αρωμα από το μπουστο της μητερας του στο τρενο της επιστροφης για το σπιτ ιοπου <αισθηματα σαν εκφυλες μασκοφορες γυναικες με μακριες αυστηρες φορεσιες > στοιχειωνουν την ενηλικιωση του ηρωα/συγγραφεα και φωτιζουν ευλογα την δικη μας.


  H Eυγενία Μακαριάδη έγραψε για το συγκεκριμενο βιβλίο:
Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο που έγραψε ο Μούζιλ, σε ηλικία 25 χρονών και είναι υπέροχο-συγκλονιστικό για μένα που το διαβάζω τώρα, και φαντάζομαι ασύστολο για την εποχή του.
Περιγράφει γλαφυρά ο συγγραφέας τη φοιτητική ζωή σε μια στρατιωτική σχολή κάπου στην κεντρική Ευρώπη. Μια εύστοχη αφήγηση για παιδιά,  που «κλεισμένα» μέσα σε αυστηρά ιδρύματα, ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους μακριά από την τρυφερότητα της μάνας και το στήριγμα του πατέρα.
Ο αναγνώστης/ρια  θα βρει κάτι από τον εαυτό του, κάτι νοσηρό καλά αποκρυμμένο, κι αν όχι  θα έχει σίγουρα ακούσει διάφορα που συμβαίνουν, με λίγα λόγια δεν είναι αποκυήματα φαντασίας ενός παραμυθά   όπως το διάβαζα μου ερχόταν στο μυαλό η εικόνα του 20χρονου φοιτητή, της γαλακτομικής σχολής των Ιωαννίνων, που αυτοκτόνησε μην αντέχοντας τα βασανιστήρια των νταήδων της τάξης του. Αξίζει να συνεχίσω υπενθυμίζοντας τον βιασμό της 15χρονης μαθήτριας από τρεις συμμαθητές της στην Αμάρυνθο της Εύβοιας και ακόμα την εξαφάνιση-θάνατο του μικρού Άλεξ στη Βέροια.... κ.α..
Η σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική βία βρίσκει, αρχικά, έδαφος στα σχολεία, μετά  σε ιδρύματα, στο στρατό, στις φυλακές, και κορωνίδα όλων αυτών και άλλων στους τύραννους απολυταρχικών καθεστώτων.
Στο μυθιστόρημα δεν θα βρεις κακούς-καλούς -θύματα ή ήρωες, θα διακρίνεις όμως τη βαρβαρότητα που υποβόσκει και την ακολουθούν τυφλά οι μαθητές, αλλά και οι μεγάλοι, πολλές φορές,  που γίνονται οπαδοί μιας ιδεολογίας (χιτλερισμός), ή μιας αίρεσης, μιας θρησκείας (θρησκομανίας), ή συντηρητισμού και όχι μόνο, γιατί ο συγγραφέας μέσα από διφορούμενες έννοιες δίνει το στίγμα μιας ανθρωπότητας που νοσεί και η καταστροφή της πλησιάζει.
Το σκοτάδι, οι σκιές, η βροντερή σιωπή των άψυχων αντικειμένων είναι ο φόβος,  ο θάνατος, η μοναξιά  αλλά και συντροφιά του οικότροφου Ταίρλες, που αφοσιωμένος αποκλειστικά στον εαυτό του, ψάχνει την κρυμμένη δύναμη που βγαίνει μέσα από το σκοτάδι, μέσα από την άβυσσο, μέσα από τις ανίερες πράξεις, μέσα από τα άρρητα, τους αριθμούς, το άπειρο κι ό,τι άλλο μπορεί να του φανερώσει το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως η φαντασία του που κλιμακωτά τον ωριμάζει. 
Σελ. 9: «Θεωρώ πιο σπουδαίο το να γράψεις ένα βιβλίο από το να κυβερνήσεις μια χώρα. Και πολύ πιο δύσκολο...».
Σελ. 46: Ένιωθε εγκαταλελειμμένος όσο ποτέ, ότι βρισκόταν σε ακατάλληλο περιβάλλον, αλλά μέσα στη θλίψη του αυτή βρισκόταν μια λεπτή απόλαυση, μια υπερηφάνεια, επειδή έκανε κάτι περίεργο, υπηρετώντας μια ακατανόητη θεότητα. Τότε περνούσε αστραπιαία μια λάμψη μέσα από τα μάτια του που θύμιζε θρησκευτική έκσταση.
Σελ. 50: Το βράδυ ξέρουμε πως έχουμε ζήσει άλλη μια μέρα, πως έχουμε μάθει κι αυτά τα πράγματα, πως ακολουθήσαμε πιστά το ωρολόγιο πρόγραμμα, όμως έχουμε μείνει αδειανοί- μέσα μας εννοώ, πως να σ’ το περιγράψω, είναι σαν να υποφέρουμε από μια εσωτερική πείνα.
Σελ. 130:  Όταν λένε πως θέλουν να γίνουν γιατροί, τότε είναι σίγουρο πως κάπου έχουν δει μια κομψή και  γεμάτη κόσμο αίθουσα αναμονής, κάποια βιτρίνα με αλλόκοτα χειρουργικά όργανα ή κάτι παρόμοιο  όταν μιλάνε για διπλωματική καριέρα, σκέφτονται τη λάμψη και τις επισημότητες των κοσμοπολίτικων σαλονιών: με λίγα λόγια, διαλέγουν το επάγγελμά τους ανάλογα με τον κοινωνικό κύκλο όπου θα προτιμούσαν να βρεθούν και ανάλογα με την πόζα που τους αρέσει περισσότερο.
Σελ. 178: ήταν αισθήματα που τον περικύκλωναν σαν έκφυλες, μασκοφόρες γυναίκες, με μακριές, αυστηρές φορεσιές.. Δεν ήξερε ούτε ένα από τα ονόματά τους, δεν ήξερε για κανένα τι έκρυβε μέσα του κι αυτό ήταν που τον μάγευε και τον μεθούσε. Δεν αναγνώριζε πια τον εαυτό του και ειδικά εξαιτίας αυτού του γεγονότος φούντωνε η επιθυμία του για άγριες ποταπές ακολασίες, όπως σε μια κομψή γιορτή σβήνουν ξαφνικά τα φώτα και κανείς δεν ξέρει πια με ποιον κυλιέται καταγής σκεπάζοντάς τον με φιλιά.
Σελ. 180: ήταν σχεδόν αναπόφευκτο για έναν άνθρωπο με πλούσια ζωή και έντονες συγκινήσεις να έχει στιγμές που δεν πρέπει να γίνονται γνωστές και μνήμες που πρέπει να κλειδώνονται σε μυστικά συρτάρια. Το μόνο που ζητούσε απ’ αυτόν ήταν να τα αξιοποιεί αργότερα όλ’ αυτά με ευαισθησία.
«έχετε μετρήσει ποτέ τις ώρες της ταπείνωσης που καίνε την ψυχή μας, όταν κατεχόμαστε από ένα υπέρμετρο πάθος; Αναλογιστήκατε ποτέ την εσκεμμένη ταπείνωση στον έρωτα; Τις ώρες εκείνες που οι ερωτευμένοι σκύβουν εκστατικοί πάνω από βαθιά πηγάδια ή βάζουν ο ένας το αυτί στην καρδιά του άλλου, ενώ μεγάλες μανιασμένες γάτες γρατσουνάν τα τοιχώματα της φυλακής τους; Και όλ’ αυτά απλώς για να νιώσουν έντονα ρίγη. Για να τρομάξουν με τη μοναξιά τους, πάνω από κείνα τα φλογισμένα βάθη»!

Καταπληκτική η εισαγωγή και η μετάφραση του Αλεξανδρου Ίσαρη.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

’’ Καρυότυπος’’ του Άκη Παπαντώνη, εκδόσεις Κίχλη



Το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουμε είναι  ’’ Καρυότυπος’’ του Άκη Παπαντώνη
Εκδόσεις Κίλχη. 
Η συναντησή   μας την Τρίτη 1η  Δεκεμβρίου  στις 11 π.μ.
 Πληροφορίες . Βιβίνα Βαλσαμάκη τηλ, 210 8150606  ή στο blog :

 http://vivliofiloidionysou.blogspot.gr/

  H Eυγενία Μακαριάδη εγραψε για το συγκεκριμένο βιβλίο:
Ο Άκης Παπαντώνης (γεν. 1978-Αθήνα) σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και από το 2013 είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας.
Έχει δημοσιεύσει πεζά σε ελληνικά και αγγλόγλωσσα λογοτεχνικά περιοδικά, κριτικά σημειώματα στην Εφημερίδα των Συντακτών, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί στους συλλογικούς τόμους  «Είμαστε όλοι μετανάστες και 11 λέξεις». Ο Καρυότυπος είναι το πρώτο του βιβλίο.
Ένα βιβλίο (117 σελίδων), που χωράει στο τσαντάκι σου, τ’ ανοίγεις στο λεωφορείο, όμως μια τ’ ανοίγεις, μια το κλείνεις, δεν είναι για το λεωφορείο, σκέφτεσαι, από τις πρώτες σελίδες η βαρύτητα του πονήματος σε ελκύει σε τέτοιο βάθος, που αναζητάς την απομόνωση – αφοσίωση  να ταξιδέψεις στον πυρήνα, στο πρωτόπλασμα, αν θέλετε, και να μελετήσεις τη δομή των χρωματοσωμάτων.. της κυτταρογενετικής,  αν γίνεται... Χορταστικό βιβλίο; Ναι είναι γιατί δεν φτάνει να το διαβάσεις μια φορά...
Ένα έργο χωρίς σπιτικές μυρουδιές, λουλούδια, έρωτες, φιλίες, λύπες, αγάπη μητρική-πατρική ή νοσταλγικές μνήμες, παρά μόνο κάποιες ριπές μνημών που αμυδρά φωτίζουν μια  ξένη γλώσσα, έναν αριθμό νόμου μιας πολιτείας με απάνθρωπη νομοθετική εξουσία, που έχει να κάνει με την εξόντωση της στοργής-τρυφερότητας σε παιδιά, που γεννιούνται  «καθ’ υπαγόρευσιν».  Υποκινούν οι στυγνοί εξουσιαστές τους γεννήτορες να τους παραδίνουν (παραπετούν) τα παιδιά τους – για το δήθεν καλό μιας πατρίδας που οφείλει να είναι μεγάλη και πολυπληθής..
-Διάταγμα 770/1966: Κάθε γόνιμη γυναίκα, κάτω των 45 ετών, αναλαμβάνει βάσει νόμου το πατριωτικό καθήκον να προσφέρει στη Σοσιαλιστική Δημοκρατίας της Ρουμανίας το ελάχιστο 5 παιδιά-.    Χιλιάδες παιδιά στα ιδρύματα Τσαουσέσκου.
Σελ. 31.  όλα του έφερναν στον νου εικόνες ασπριδερών χεριών που χαϊδεύουν ξανθά κεφαλάκια μέσα από τα κάγκελα της περίφραξης, στόματα που μιλούσαν αγγλικά με βαριά προφορά. Και τον αριθμό 770/1966.
Εξαιρετική λογοτεχνική  τριτοπρόσωπη γραφή,   όπου, σαν έργο θεατρικό, παρεμβάλλεται ιντερμέτζο  σε  πρώτο πρόσωπο. Γλώσσα απέριττη, λέξεις επιλεγμένες, θέμα η μοναξιά, (η μοναχικότητα θα έλεγα), η οικογένεια, οι σχέσεις, η στοργή κι αν αυτή κληρονομείται, όπως τα πειράματά του ήρωα  - βιολόγου με τα ποντίκια, που άλλα τα απομακρύνει από τη μητέρα τους, σ’ άλλα δίνει την οσμή και φωνή της..  Θα διαφέρουν; και πώς.. άλλα μικρόσωμα, άλλα μεγαλόσωμα, άραγε τι επιπτώσεις θα έχουν μετά την απομάκρυνσή τους από τη μητέρα τους..
Σελ. 33: Μετά τον απογαλακτισμό επιδεικνύουν φοβική συμπεριφορά στο έντονο φως και στη διάδραση με άλλους ποντικούς, ενώ εμφανίζονται αποπροσανατολισμένα στις διαδρομές του λαβυρίνθου. Συμπέρασμα: η θαλπωρή της γενετικής καταγωγής δεν αναπληρώνεται επιγενετικά.
Ψυχογράφημα ε­νός  νέου, του Νικολάε, που υιοθετήθηκε γύ­ρω στα δέ­κα του χρόνια, με α­πο­τέ­λε­σμα να συ­γκρα­τεί μνή­μες α­πό την προ­η­γού­με­νη ζωή του.
Ο Νικολάε, μοριακός βιολόγος, μετακομίζει από την Αθήνα, για να εργαστεί στην Οξφόρδη. Φεύγει δηλαδή από μια ηλιόφωτη πόλη και πηγαίνει σ’ άλλη με υγρό, μουχρό και παγωμένο περιβάλλον, σχεδόν ίδιο με τις  ψυχικές του εμπειρίες.  
Η καθημερινότητά του, είναι η ερευνητική του εργασία στο εργαστήριο με τα ποντίκια, οι  ίδιες - προσχεδιασμένες διαδρομές  σε δρόμους γειτονικούς, η αποξένωσή του, η σιωπή, οι ίδιες ρομποτικές κινήσεις, τα ίδια πρόσωπα, οι λίγες  (ίδιες)  καθημερινές κουβέντες, που χρειάζεται να ειπωθούν
Σελ. 34: Φίλους δεν είχε. Αποδεχόταν προσκλήσεις για να βγει μόνο όταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. κι όταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και έβγαινε, δεν ήταν πολύ ομιλητικός. Προτιμούσε να αφήνει  τα ρούχα να τον ρουφάνε. Και το βλέμμα του να πέφτει στις μύτες των παπουτσιών του...
 Τα ανάπηρα αισθήματα, όπως όταν τηλεφωνούσε στη μητέρα του κάθε βράδυ και την άκουγε να κλαιει, για το θάνατο του πατέρα του και προσπάθησε να της εξηγήσει:
Σελ.36:  Της μίλησε για το φαινόμενο της εξοικείωσης του υποδοχέα..... της ήταν αδύνατο να καταλάβει πώς μπορεί κανείς να πάψει να αισθάνεται. Της ζήτησε να κάνουν ένα πείραμα (το μόνο πράγμα που γνώριζε να κάνει). Να πιέσει με δύναμη το μπράτσο της σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο. Τη ρώτησε αν το νιώθει. Εκείνη απάντησε καταφατικά. Μερικά λεπτά αργότερα, κι ενώ δεν έλεγαν τίποτα, την ξαναρώτησε. «όχι πια», του είπε. «Αυτό λέγεται εξοικείωση του υποδοχέα. Δεν θα σου πάρει καιρό να συνηθίσεις την απουσία του, ξέρω τι σου λέω».  «Αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου», απάντησε εκείνη.
Σελ. 44: Πώς μαθαίνεις σε κάποιον να περιμένει το αναπόφευκτο;....
....... .η μοναξιά της μνήμης είναι το μοναδικό απολύτως συντηρημένο χαρακτηριστικό της ζωής απ’  τα βακτήρια ως τα θηλαστικά..... “ η ζωή είναι τόσο προσωπικό ψέμα, πού να βρεις την δύναμη να την μοιραστείς;”
Σελ. 53: Ξηλώνω το δίχτυ ασφαλείας που έπλεκαν τόσα χρόνια οι βεβαιότητές μου. Αυτό κάνω. Κάθε μέρα το ίδιο.... Τελειώσαμε και με τους έρωτες και με τη στοργή. Οκέι; Έτσι κι αλλιώς ο καθένας ζει με τον εαυτό του..... Περπατάω τριάντα χρόνια χωρίς πατημασιές, χωρίς σκιά, χωρίς ίχνος εαυτού, τριάντα χρόνια σπαταλημένα σε ένα αναλώσιμο τίποτα, σε ασκήσεις κοινωνικής άλγεβρας και γεωμετρίας, τι θα πεις, πώς και πού και πότε θα το πεις. Έτσι λειτουργούν τα δανεισμένα μας γονίδια και δεν σκοπεύουν να αλλάξουν τρόπο τώρα για κανέναν από εμάς....

H Αρετή Καράμπελα έγραψε για το βιβλίο αυτό: 


Ο ’’ Καρυότυπος ’’ του  Άκη Παπαντώνη , έπιασε από τα μούτρα την ομάδα!

Ο  ήρωάς του , κατακερματισμένος όπως και η αφήγηση , σε Γπρόσωπο ψυχρή- αποσυνάγωγη , σε Α πρόσωπο θερμή-ενδοσκοπική.

 Άραγε η αποστεωμένη καθημερινότητα γεννάει γήρας και θλίψη  :

 Ο τρόπος της γλώσσας δηλώνει τον άνθρωπο ;
 Η στοργή κληρονομείται  ή καλλιεργείται ;
 Ακούμε τον εαυτό μας όσο πρέπει ;
 Οι άλλοι καταλαβαίνουν ότι τους αγαπάμε ;
 Το τραύμα κληρονομείται ή κάποτε αίρεται ;
 Ο τόπος που ζούμε μας διαμορφώνει ;
 Η  ζωή πολλές φορές είναι πιο βαριά από ότι αντέχουμε ;
 Eμείς πάντως όχι  μόνο αντέξαμε αλλά και απολαύσαμε την νουβέλλα του Παπαντώνη  αναμένοντας την επόμενη δουλειά του.  

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Τα Σακιά της Ιωάννας Καρυστιάνη εκδόσεις Καστανιώτη

Στις 3 Νοεμβρίου ημέρα Τρίτη  και ωρα 17:00 η ομάδα ανάγνωσης θα αναλύσει το βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη "Τα Σακιά" εκδόσεις Καστανιώτη

Υπεύθυνη της Ομάδας Ανάγνωσης κα. Βιβίνα Βαλσαμάκη 2108150606
 

H Aρετή Καράμπελα έγραψε για το βιβλίο αυτό:
 Πολλά μέλη της Ομάδας μας ταυτίστηκαν με την Βιβή Χολέβα , την ηρωίδα της Καρυστιάνη στα ’’Σακιά’’. Είδαν σ’αυτήν , την μεταπολεμική γενιά που ευθύνεται
για τον τρόπο που μεγάλωσε τα παιδιά της , την σχέση των δύο φύλων, τον φεμινισμό.
Διερωτήθηκαν για το άν η τάση στη βία κληρονομείται ή διαμορφώνεται. Στρέφοντας τα μάτια προς τα μέσα , φοβήθηκαν αν ηθελημένα αθέλητα φορτώνουν τα παιδιά τους με
απόρριψη και οργή. Πάντως το τελικό ζητούμενο είναι το  μεγάλο κεφάλαιο της αγάπης
που σώζει ζωές  και ανθρώπους, θέμα που επαναλαμβάνεται στα βιβλία της συγγραφέως,
 δεξιοτέχνη της  απόγνωσης και του ζόφου , με την ικανότητα να σκάβει βαθιά μέσα στους   ήρωες με εργαλείο την υποβλητική και στιβαρή γραφή της.

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε σχετικά με το βιβλίο αυτό: 
Άργησα να διαβάσω «τα σακιά», ήξερα την υπόθεση (κακό αυτό), όμως δεν σας κρύβω ότι το βιβλίο είναι βαρύ σαν ένα τσουβάλι πέτρες ή σαν φισκαρισμένος ντενεκές τσιμέντου στην πλάτη κάποιου παλιού, ισχνού εργάτη που ανεβαίνει  αγκομαχώντας την ξύλινη σκάλα σε τριώροφη οικοδομή, είναι, αν θέλετε, το άχθος που ο καθένας μας κουβαλάει από την ώρα που γεννιέται..
Η υπόθεση  γροθιά στο στομάχι, και οικογενειακή, και πολιτική,  και  κοινωνική, και ταξική, και  φεμινιστική, και αλήθειες και ψέματα, και.. και..  Αλλά δεν είναι μόνο η υπόθεση,  εκείνο που σε γοητεύει είναι η λογομαστόρισσα συγγραφέας που σε κάνει να μην αφήνεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Η γραφή στιβαρή, καταγγελτική, με πινελιές πικρού χιούμορ στη δραματική και ταραγμένη ζωή των ηρώων, που είναι χτισμένη με σαθρά υλικά και η καταστροφή αναπότρεπτη.
Δεν γνωρίζω την ψυχοσύνθεση ενός ορφανού παιδιού, που μεγαλώνει μετά τον θάνατο ενός μέθυσου πατέρα και μιας μάνας που κουβαλάει παιδιόθεν μοναξιά, φτώχια, ανδροκρατούμενες, χωριάτικες νοοτροπίες, νεκρικές σιωπές,  που  επιβραβεύονται από συγγενείς και συντοπίτες, μια και ένα ήσυχο αμίλητο παιδί δεν ενοχλεί.... Δεν ξέρω αν και το αμίλητο παιδί της, που του επιβλήθηκε  η απόλυτη ησυχία, για να μην ενοχλεί τους επίσης αμίλητους γονείς, που μόνο ο θυμός στα στήθη τους βροντάει το σπίτι, αυτό το ξανθόμαλλο, σαν αγγελούδι αγόρι, που στα οχτώ του χρόνια παρών στην κηδεία του αγαπημένου του πατέρα μετράει τις φτυαριές των νεκροθαφτών μέχρι ν’  ανοίξουν, σε παγωμένο  χώμα, τον τάφο, μπορεί να μεταλλαχθεί στα είκοσί του σε μισητό εγκληματία..
Ήρωες του βιβλίου η μάνα Βιβή Χολέβα, το παιδί της, ο Λίνος,  που μεγάλωσε χωρίς ταχταρίσματα σαν ήταν μωρό και σαν ήταν παιδί μεγάλωνε χωρίς συντροφιές, παιχνίδια, γέλια και  φωνές.... Παραπλήσιες  παιδικές ζωές μάνας και γιου.
Θολό,  έρημο, περικλεισμένο οικογενειακό τοπίο, στο σπίτι τους στην Αθήνα, με ανάσες κάποιες επισκέψεις στο χωριό και τέλος μια και μοναδική ανάσα το νερό και συγκεκριμένα η θάλασσα, που παίζει σημαντικό ρόλο στο έργο.
Ημερολογιακή, τριτοπρόσωπη γραφή, σε πέντε περιόδους, με εσωτερικούς μονολόγους της μάνας, που εύκολα μπαίνει κανείς στα παπούτσια της και μόνο προς το τέλος της ιστορίας, ακούμε το ψιθύρισμα του νεαρού εγκληματία, μπρος στο εικόνισμα  της Παναγίας, και κάποια κενά μας, εξηγούνται στην πλοκή της ιστορίας..
Ο γιος-δράστης σε ισόβια κάθειρξη για τρεις βιασμούς και ένα φόνο, λιώνει στο κελί του στον Κορυδαλλό, καταδιωγμένος τύψεων.   Η μάνα -ηθική αυτουργός- λιώνει από ενοχές έξω, φυλακισμένη στο δυαράκι της, στην Κυψέλη εργάζεται σκληρά, ως νοσοκόμα γερόντων, υποσιτίζεται στην κυριολεξία, αποταμιεύοντας  και τη δεκάρα ακόμα για το μέλλον, αν υπάρχει, του γιου της.
 Εγκλήματα ασυγχώρητα με ευθύνη του δράστη και όχι μόνο   ευθύνη των γονιών, και στο μυθιστόρημα ιδιαίτερα της μάνας, είτε για παραμέληση, είτε για κακή ανατροφή. Ευθύνη και στην ξεχαρβαλωμένη κοινωνία.  Ευθύνη όλων μας.
Κάποιες σελίδες τις διάβασα «χιαστή», πολλές λεπτομέρειες και επαναλήψεις, ειδικά στις αναφορές με τους πελάτες της Βιβής, τους  άρρωστους γέροντες, και λοιπές περιγραφές...   Σημασία έχει ότι απόλαυσα διάβασμα, θαύμασα τη δομή  του κειμένου και την επιλογή ενός πολύ σκληρού θέματος.
Διανθίσματα:
-οδηγώντας το μπλε Φιατάκι, η Βιβή έφερε στο νου τη γριά της αγκαλιά με το πολυτιμότερο αντικείμενο του σπιτιού των παιδικών της χρόνων, τον κουβά. Μ’ αυτόν έβγαζε νερό από το πηγάδι, σ’ αυτό έβαζε τα πράσα που ξεπάτωνε από το κηπάκι, αυτό γέμιζε στα χωράφια με αγριοράδικα, αυτόν χρησιμοποιούσε σαν σκαλοπάτι για να φτάσει το λιβάνι στο ράφι με τα εικονίσματα, αυτόν αναποδογύριζε στην αυλή για να καθίσει τ’ απόγεμα να πιει τον καφέ της.
-ο Φώτης πέθανε και τη φέσωσε με πένθος, τύψεις, μοναξιά και πάνω από ένα εκατομμύριο απλήρωτα γραμμάτια και φόρους, τα είχε πιει.
Το σακί της βαρύ, Αλλά βαρύ για παιδικούς ώμους και το σακί του Λίνου, που ορφάνεψε μόλις στα οχτώ του.
-η Βιβή κοιτούσε τον χαζό Χαρίδημο και δεν τον χόρταινε....... –καλύτερα να είχα εσένα γιο, ψιθύρισε, ένας ακόμη στίχος από τον ποίημα της ζωής της που έπρεπε να το πει λίγο λίγο ως το τέλος, θα είχε πολλές στροφές, το σακί της βαρύ. Βαρύ και ασήκωτο, γιατί το σακί της ήταν ο ίδιος ο γιος της.
-Στο στρατοδικείο της δικής του εφηβείας ο Λίνος δε κατάφερε να συγκρουστεί με κανέναν, η Βιβή δεν καθόταν, οι συγγενείς τον είχαν ταμπελώσει με την ορφάνια του απρόθυμοι να του παραχωρήσουν άλλα δικαιώματα και ο πατέρας του τον είχε χρεώσει μ’ ένα κενό, απτό και στέρεο, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να το γεμίσει, κανένας άλλος δεν γινόταν να παίξει το ρόλο εκείνου, καλός, κακός, λίγος, ένας είναι ο μπαμπάς κι αν ο πούστης πεθάνει νωρίς νωρίς, το πένθος πετά μπόι παρέα με το παιδί, ζωντανό όσο βαστάει η θύμηση, ο αφόρητος θυμός και ο αφόρητος πόνος.
-πρώτα συγχωρούμε κάποιον και μετά τον αγαπούμε ή πρώτα τον αγαπούμε και ακολουθεί η συγχώρεση; Η Βιβή το συλλογίστηκε αυτό για εκατοστή φορά, ερώτημα που τη γέμιζε όλο και περισσότερο ντροπή, γιατί δεν αφορούσε σε κάποιους αγνώστους γενικώς και αορίστως αλλά στο ίδιο της το παιδί, το ένα και μοναδικό, ό,τι κι αν ήταν. Η τρομερή της μοίρα ήταν ν’ αγωνιστεί ν’ αγαπήσει αυτόν που σιχαίνονταν όλοι οι υπόλοιποι......

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

ΕΘΙΜΑ ΤΑΦΗΣ της HANNAH KENT εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Στις 6 Οκτωβρίου ημέρα Τρίτη  και ωρα 17:00 η ομάδα ανάγνωσης θα αναλύσει το βιβλίο της HANNAH KENT "ΕΘΙΜΑ ΤΑΦΗΣ" εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Ευχόμαστε ολόθερμα να έχετε ενα ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!

Υπεύθυνη της Ομάδας Ανάγνωσης κα. Βιβίνα Βαλσαμάκη 2108150606


 H Αρετή Καράμπελα έγραψε για το βιβλίο:
Η ομάδα ανάγνωσης αισθάνθηκε αλληλέγγυα με την Άγκνες Μαγκνουστότιρ, κεντρική ηρωίδα της Κεντ στα"Έθιμα ταφής"και διερωτήθηκε με αφορμή την πολυπρισματική αφηγηματική τεχνική της συγγραφέως, αν ο τρόπος που μας βλέπουν οι άλλοι μας καθορίζει, αν η εξυπνάδα και η ανεξαρτησία, ακόμη και σήμερα, σε μια γυναίκα, γίνεται αντικείμενο φθόνου και τιμωρείται, αν μπορούν να συνυπάρξουν αντίπαλα συναισθήματα μέσα μας, αν ο τόπος και ο χώρος που γεννιόμαστε μας καθορίζει, αν μπορούμε να αποφύγουμε την τραγική διάσταση του εαυτού μας, αν τελικά ακόμη και την ύστατη ώρα της ζωής μας υπάρχει η δυνατότητα να δικαιωθούμε.
Αυτό επίσης που συνεπήρε ιδιαίτερα, ήταν η φύση της Ισλανδίας, με το θανάσιμο κρύο και τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, ως ξεχωριστός και ισότιμος με τους ήρωες πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Η Κεντ εντέλει μας έδειξε με επιτυχία, στο πρώτο της κιόλας βιβλίο πώς ένα πραγματικό γεγονός μεταμορφώνεται σε μυθοπλασία. Αναμένουμε με περιέργεια το επόμενο.
 
H Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο:
Η Χάννα Κεντ γεννήθηκε στην Αδελαϊδα της Ν. Αυστραλίας το 1985.
Το 2011 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο αδημοσίευτου χειρογράφου. Τα Έθιμα Ταφής είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Το βιβλίο έχει αποσπάσει τα εξής βραβεία: ABIA Literary Fiction Book Of The Year 2014, ABA Nielsen Bookdata Bookseller's Choice Award 2014, FAW Christina Stead Award 2013, 2014 Indie Awards Debut Fiction Of The Year, Victorian Premier’s Literary Award People’s, Choice Award 2014.
Ήταν στη βραχεία λίστα για: The Stella Prize 2014, The Baileys Women’s Prize For Fiction 2014, The Victorian Premier’s Prize For Fiction 2014, The ALS Gold Medal 2014, Guardian First Book Award 2013, Nib Waverley Award For Literature 2013.
Πήρα το βιβλίο κι άρχισα να το ξεφυλλίζω ασθενής ούσα, σκέφτηκα ότι αδυνατώ να διαβάσω τετρακόσιες και πλέον σελίδες... όμως...  με ματιές στο τέλος -σημείωμα της συγγραφέως- στην αρχή  στον πρόλογο, άρχισα μια κούρσα ανάγνωσης, ένα ξενύχτι  ψάχνοντας παθιασμένα, σαν τον «Σερλοκ Χολμς», να βρω τι; αφού ξέρω από την αρχή τους δολοφόνους, τα θύματα και σχεδόν τους λόγους των φόνων... όμως ψάχνω αφανίζοντας  σελίδα τη σελίδα το αντικείμενο εκείνο που θα μου δείξει τον τρόπο των εγκλημάτων, το γιατί και όχι μόνο. Η κάθε σελίδα σε ταξιδεύει ποιητικά, λογοτεχνικά, σε κερδίζει με τις λεπτομερείς περιγραφές της παγωμένης γης των χωριών της Ισλανδίας. Η συγγραφέας δίνει μια νοηματοδοτημένη εικόνα του κόσμου της Ισλανδίας του 19ου αιώνα, τα ήθη, τις συνήθειες και τις κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις-πρότυπα της εποχής τις συνθήκες επίσης των εργατών και εργατριών σε υποστατικά που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, αλλά η ζωή τους εξαρτάται από τα αφεντικά. Σε κερδίζουν οι χαρακτήρες των ηρώων και ιδίως (εμένα τουλάχιστον) της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, των Μαργκρέτ και Στέινα Γιονστότιρ, καθώς και του νεαρού ιεροδιάκονου Θόρβαρδουρ Γιόνσον ή Τότι.  Η νεαρή συγγραφέας κέντησε έναν έναν τους χαρακτήρες  σε καθήλωναν έντονα συναισθήματα αγωνίας και συγκίνησης, ενώ η αγριότητα έπαιζε σε παράλληλη ευθεία με την ανθρωπιά, την αγάπη, τη συμπόνια.
Τριτοπρόσωπη γραφή στις περιγραφές και πρωτοπρόσωπη στους εσωτερικούς μονολόγους-αφηγήσεις της τραγικής Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, που κρίθηκε ένοχη διπλής δολοφονίας, μαζί με δυο συναυτουργούς.  Διεισδύει ο αναγνώστης στην ψυχοσύνθεση μελλοθανάτου, όπου αναρωτιέται αν η εκτέλεση γίνει δια πνιγμού...  ενώ νιώθεις τον πόνο του χειμώνα βαθιά στα πνευμόνια σου. 
Ας δούμε τώρα τις μας λεει στην υπόθεση του βιβλίου, των δεκατριών κεφαλαίων, η συγγραφέας, που όπως διευκρινίζει είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα της εποχής, όπου ζωντανεύουν πρόσωπα και πράγματα που είχαν δράση στην υπόθεση, και τα έδεσε με επινοήσεις μυθοπλασίας τόσο ωραία, που είναι σαν να βλέπεις  κινηματογραφική ταινία.  
Η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ είναι καταδικασμένη μαζί με δυο συναυτουργούς έναν άντρα και μια γυναίκα, γιατί σκότωσαν το αφεντικό της. Την φυλάκισαν μόνη σ’ ένα μπουντρούμι,  την βασάνιζαν αλυσοδεμένη, νηστική και διψασμένη  ακούμε τη φωνή της  χωμένη στα σπλάχνα της : μ’ άφησαν δίχως φως και δεν έχω τρόπο να ξεχωρίζω τη μέρα από τη νύχτα. Έχω ξεχάσει τη μυρωδιά του καθαρού αέρα. Το καθίκι κοντεύει να ξεχειλίσει από τις ακαθαρσίες μου... σύντομα θ’ αρχίσει να χύνεται κατάχαμα.
Μέχρι να την αποκεφαλίσουν, αποφασίζουν να την πάνε βόρεια σε ένα υποστατικό μιας οικογένειας, ως παραδουλεύτρα. Τα μέλη της οικογένειας τρομοκρατούνται, μια στυγερή φόνισσα στο σπίτι τους. Η Μαργκρέτ Γιονστότιρ, ιδιοκτήτρια του υποστατικού,  που την έκοβε η ανησυχία και σκεφτόταν ότι δεν άξιζε συμπόνια σ’ αυτή τη γυναίκα, ανατρίχιασε μόλις οι χωροφύλακες την έστησαν μπροστά της. Η Μαργκρέτ δεν είχε ματαδεί και μυρίσει τόση βρόμα. Η γυναίκα μες την ψείρα,  τα μαλλιά τζίβα από τη λέρα που έφτανε μέχρι τα σκισμένα της παπούτσια. Και όταν διέταξε την κρατούμενη να σηκώσει κεφάλι, βόγκηξε σαν είδε  το λασπωμένο, μελανιασμένο πρόσωπό της, και τα ξεραμένα αίματα γύρω από το στόμα της. Την τράβηξε μέσα στο σπίτι και με θυμό να την πνίγει είπε στους χωροφύλακες να της βγάλουν τις χειροπέδες..
Στο σπιτικό τής Μαργκρέτ, η Άγκνες  χόρτασε νερό, φαϊ και καθαριότητα, δούλεψε και βοήθησε στο υποστατικό όπως όλοι και μέρα τη μέρα ο φόβος, η σιωπή, παραμερίστηκαν  η συμπόνια έγινε στοργή, συμπάθεια, φιλία, ενδιαφέρον και τέλος αγάπη, όταν η Άγκνες άρχισε δειλά δειλά να διηγείται στον ιεροδιάκονο Τότι,  και μετά στην Μαργκρέτ, τη ζωή της από παιδούλα πέντε χρονών πεταμένη από τη μητέρα της, μέχρι το πώς έγινε ο φόνος του αφεντικού και ερωμένου της. 
Ο Νάταν, ο αγαπημένος της, τ’ αφεντικό της, που έπιανε τις αλεπούδες και τις έγδερνε για την πολύτιμη γούνα τους κι όταν τον ρώτησε η Άγκνες  πώς τις έπιανε στα βουνά, εκείνος απάντησε ότι το κόλπο ήταν νά πιάσει ένα αλεπουδάκι, του σπαγε τα πόδια, εκείνο ούρλιαζε κι έρχονταν η μάνα του.... «Και το αλεπουδάκι;»  Ξαναρώτησε η Άγκνες.  Κι ο Νάταν είπε: Πολλοί κυνηγοί τ’ αφήνουν εκεί να πεθάνει.  Εγώ του λιώνω το κεφάλι με μια πέτρα».  «Αυτό είναι το σωστό», είπε η Άγκνες.
Κι εγώ ως αναγνώστρια βλέπω σ’ αυτή τη φράση της, καθολικά τη σκέψη της ηρωίδας για τον μαρτυρικό και θανατηφόρο πόνο,  μέχρι τη λύτρωση με θάνατο.
Και τώρα απανθίσματα που σημείωσα:
1) Για τον έρωτα:
Σταμάτησα με φιλιά τα γέλια του κι ένιωσα τη γλώσσα του να πιέζει μαλακά τη δική μου... με φίλησε στο λαιμό και οι σκέψεις μου χάθηκαν στον στρόβιλο του πόθου που ξύπνησε μέσα μου. Με ανασήκωσε στο τραπέζι, παλέψαμε με τα ρούχα μας και πριν καταλάβω τι κάναμε, μπήκε μέσα μου. Δεν ήμουν έτοιμη. Μου κόπηκε η ανάσα. Ένιωθα τα χαρτιά του κάτω από το κορμί μου, φαντάστηκα τις λέξεις να ξεκολλάνε από τις σελίδες και να χώνονται στο δέρμα μου. Τα πόδια μου ήταν τυλιγμένα σφιχτά γύρω του. και ο κρύος θαλασσινός αέρας με είχε αρπάξει από τον λαιμό.
2) Για τον θάνατο:
Μ’ έχουν δέσει στη σέλα, σαν κουφάρι που το πάνε να το θάψουν. Γι αυτούς είμαι μια γυναίκα κιόλας πεθαμένη... τα χέρια μου είναι δεμένα μπροστά μου. Και καθώς προχωράμε, φριχτή πομπή, τα σίδερα χώνονται στη σάρκα μου που ματώνει.... με αλυσοδένουν και με τραβολογάνε... κι εγώ σαν το ζώο πηγαίνω όπου με πάνε, δεν αντιστέκομαι. Γιατί αλλιώς με περιμένει το μαχαίρι. Με περιμένει το σκοινί. Είμαι το άψυχο πουλί στην ακτή. Είμαι στεγνή, φοβάμαι πως δεν θ’ χω ούτε αίμα να τρέξει, όταν θα με σύρουν και θα μου κόψουν με πελέκι το κεφάλι. Όχι, ακόμα ζεστή είμαι το αίμα σφυρίζει στις φλέβες ακόμα, δυνατά σαν τον άνεμο. Αυτοί, που κανείς δεν τους σέρνει με το ζόρι στο θάνατο, δεν καταλαβαίνουν πόσο σκληρά και κοφτερή γίνεται η καρδιά...
Η γυναίκα κοίταξε ψηλά τον άδειο ουρανό. Ο ξαφνικός γδούπος της πρώτης τσεκουριάς αντήχησε σ’ όλη την κοιλάδα.
 

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

"Μητέρες και Γιοι" του Θοδωρή Καλλιφατίδη, εκδόσεις Γαβριηλιδη




Επόμενη συνάντηση της Ομάδας μας είναι στις 2/6/215 και ώρα 17.00 ημέρα Τρίτη.





Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για αυτό το βιβλίο:
Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που με κάνει να διαβάζω ξανά και ξανά ένα λιτό βιβλίο, (όπως τα περισσότερα του Καλλιφατίδη), που φαντάζει τόσο μεγάλο, τόσο σπουδαίο στα μάτια μου. Τα θέματά του: αυτοβιογραφικά,  η μετανάστευση, η ξενιτιά, η νοσταλγία για την πατρίδα, η καθημερινότητα, και σε πολλά να επαναλαμβάνει τις οικογενειακές-φιλικές του σχέσεις με ευαισθησία και χιούμορ... 
Θα πω με σιγουριά ότι είναι η τέχνη της γραφής, η τέχνη να παρατηρεί, με την ευαισθησία που διακρίνει τον συγγραφέα, να συγκινείται, να συγκινεί. Θα πω ότι είναι η μανία του βιβλιοσκώληκα να υποτάσσεται στα βιβλία, να αφουγκράζεται – αποτυπώνει, τις εκφράσεις του άλλου και να μπαίνει στα άδυτα της ψυχής του, έτσι που με μια λέξη, έναν μορφασμό να γράφει μυθιστόρημα.. Γράφοντας  μου ‘ρχεται στο νου μια λέξη, μια λέξη που αόρατα περιτυλίγει τις ιστορίες του. είναι η λέξη τρυφερότητα. Η τρυφερότητα που σου απλώνει το χέρι και χαϊδεύει το κεφάλι σου. Μπορεί να είναι το χέρι της μάνας που έχεις χάσει, του πατέρα, του αγαπημένου. Η τρυφερότητα λοιπόν που διατρέχει τα κείμενά του και χωρίς  τραγικότητα των γεγονότων να δακρύζεις από μια λέξη, μια κίνηση. Ακόμα ακόμα να υπογραμμίζεις στοχαστικές φράσεις με φιλοσοφικό βάθος.
Ο ξενιτεμένος στη Σουηδία γιος, που τηλεφωνεί στην Αθήνα κάθε Σάββατο να μιλήσει με τη μάνα του την ίδια ώρα που πίνουν και οι δυο τον πρωινό καφέ τους. Ο ηλικιωμένος γιος που επισκέπτεται την υπερήλικη μάνα μια φορά το χρόνο για εφτά μέρες. Η κάθε μέρα μια ιστορία παράλληλη με ένα γράμμα-κληροδότημα αυτοβιογραφίας, του μακαρίτη πατέρα του- διωγμένου το ’22 από τον Πόντο. Μια διαδρομή της οικογένειάς του μέσα από την κάπνα της πολεμικής απόγνωσης των διωγμών, τους σκληρούς κόπους για επιβίωση και προκοπή, μετά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο τρομακτικότερος στη συνέχεια εμφύλιος..  Στα κενά της γραφής του μακαρίτη πατέρα, η ζωντανή μνήμη της ενενήντα δυο χρονών μητέρας του.
Σελ. 7: όταν ήμουν παιδί πίστευα ότι θα πέθαινα πριν από τη μητέρα μου, σύμφωνα με την αρχή ότι το δέντρο επιβιώνει του καρπού του. Με τον καιρό κατάλαβα την ορθή ή τουλάχιστον τη φυσική σειρά των πραγμάτων, οπότε απέκτησα ένα νέο πρόβλημα: πώς θα μπορούσα να της δώσω μια τέτοια λύπη σαν το θάνατό μου;
Σελ. 9: έχουμε γεράσει κι οι δυο κι είναι ώρα να κάνω αυτό που πάντα ήθελα: να γράψω κάτι για κείνη. Δεν ήθελα να το κάνω όσο ζούσε. Τώρα όμως μου φαίνεται πως δεν έχω άλλη επιλογή. Ο θάνατος μας πλησιάζει και τους δυο.
Σελ. 19 & 20: Τα περασμένα είναι το μόνο που έχουμε. Πώς μπορεί κανείς να ζήσει μια αυθεντική ζωή χωρίς να έχει τη σκιά της ανθρωπότητας πίσω του;
Σελ. 70. Καμιά φορά έχω την εντύπωση ότι δε διαλέγουμε τις μνήμες μας αλλά μας διαλέγουν.
Σελ. 195: Με ένα αίσθημα ότι είχα αγγίξει μια λύπη που παραήταν μεγάλη και απομακρυσμένη για να χωρέσει στην ψυχή μου συνέχισα το διάβασμα..
Σελ. 214: -εσύ μαμά, θα γίνεις εκατό, της φώναξα. – Γιατί μόνο εκατό, παρακαλώ; Πες μου πως θα ‘ρχεσαι να με βλέπεις και δε θα πεθάνω ποτέ.
Σελ. 259: οι γονείς μου πέρασαν πολλές δύσκολες στιγμές. Ίσως να έκαναν πράγματα για τα οποία δεν ήταν περήφανοι. Ίσως να είχαν μυστικά. Δε μ’ ενδιαφέρουν τα μυστικά, δεν είμαι της Ασφάλειας. Ένα μοναδικό φως στο σκοτάδι μου αρκεί. Ο πατέρας ήταν ένα τέτοιο φως κι η μαμά είναι ακόμα.
                        
 
Η Αρετή Καράμπελα έγραψε μετά την συνάντησή μας:
Η ομάδα, διαβάζοντας το βιβλίο του Θ. Καλλιφατίδη "Μητέρες και γιοι", αναφώνησε "ναι" γιατί "όλοι θέλουμε όχι μόνο να θυμόμαστε αλλά και να είμαστε οι μνήμες μας".
Το βίωμα και η φιλοσοφική διερώτηση, ο χρόνος προς τα πίσω, οι ρίζες, η καταγωγή, η γλώσσα, το έθος, η παιδική ηλικία συνυφαίνουν το βάρος και το βάθος του εαυτού.
Ανέστιοι και ανερμάτιστοι τυχοδιώκτες, οι μετανάστες, κουβαλάνε το κέλυφος της ψυχής αλώβητο, κολοσσοί μετά τη δοκιμασία της ενσωμάτωσης, με το ένα πόδι στη γενέτειρα και το άλλο στη νέα πατρίδα.
Ισχυρότεροι από πολλούς άλλους, ενώνοντας τις ατομικότητές τους, διαμορφώνουντην εθνική και την υπερεθνική τους ιστορία με υλικά μεγάλης αντοχής και διάρκειας, παραμένοντας ανοιχτοί σε ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τις ποιότητες της ζωής και της ύπαρξης.
 

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Ο Ιλιγγος΄ του Πωλ Οστερ , από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος



Το καινούριο βιβλίο είναι  Ο Ιλιγγος΄ του Πωλ Οστερ , από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.  Στις 5 Μαιου , ημέρα Τρίτη , στις 5 μ.μ.


 
 η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο αυτό :
«Λέγεται πως αν κάποιος δεν μπορεί να ονειρευτεί τη νύχτα θα τρελαθεί. Με τον ίδιο τρόπο, αν σε ένα παιδί δεν επιτραπεί να επισκεφτεί το χώρο της φαντασίας αυτό το παιδί δεν θα συμφιλιωθεί ποτέ με την πραγματικότητα».  Αυτά είναι λόγια του μεγάλου –παραμυθά- της εποχής μας Πολ Όστερ.
Το κείμενο της μυθιστορίας είναι γοητευτικό και πολυδιάστατο.  ο Όστερ το ‘γραψε από καρδιάς  και μας κατευθύνει εκεί που οι άνθρωποι αναζητούν το μάταιο και τι άλλο είναι η ζωή από την αναζήτηση νοήματος, από την αναζήτηση ταυτότητας. Δομεί και αποδομεί τους ήρωές του, συμβολίζοντας το φως που διαπερνά το σκοτάδι, την ελπίδα έναντι της δυστυχίας, την συντροφιά έναντι της μοναξιάς.  Σκηνές της δεκαετίας του ’20, ο απόηχος των συνεπειών του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι τόποι που χτίζονται, που γκρεμίζονται, που αλλάζουν ως χαρακτήρες.  Ένα σπίτι σε αγρόκτημα, σαν μια μεγάλη σκηνή θεάτρου, όπου ζουν οι πρωταγωνιστές:  ένας δάσκαλος ονόματι Γιεχούντι, ο 9χρονος αλητάκος,  ο πιο βρώμικος και πιο απορριγμένος  απ’ όλους, όπως ο ίδιος λεει, μια ωραία γυναίκα και πλούσια η Γουίδερσπουν, μεγάλος έρωτας του Γιεχούντι, μια ευτραφής Ινδιάνα η Μάμα Σιου, που μαγειρεύει, συγυρίζει, αγαπά, χαμογελά και με το φαφούτικο στόμα της  δίνει το πρώτο μητρικό φιλί στον αλητάκο Γουόλτ. Μαζί τους επίσης ο Αίσωπος, δεκαπέντε χρόνων,  από την Αιθιοπία, τόσο άσκημος και μαύρος, που το χαμίνι, ο Γουόλτ του δείχνει τα ρατσιστικά του δόντια, μέχρι που ο Αίσωπος με τη μόρφωσή του (εκπαιδευμένος από τον δάσκαλο Γιεχούντι, που έχει όνειρα να τον στείλει στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και να γίνει κάποτε, αρχηγός της φυλής του) και  την ανώτερη σκέψη του γίνεται ο καλύτερος φίλος του αθυρόστομου Γουόλτ.  Συνταξιδεύουν στη ζωή και βοηθούν όλοι μαζί το δάσκαλο να καταφέρει τον ατίθασο μικρό, που κατά τον δάσκαλο έχει το «χάρισμα», να φτάσει το στόχο και να μπορέσει να πετάξει ψηλά στον ουρανό. Η αμορφωσιά του μικρού, δεν πτοεί το δάσκαλο που του λεει «δεν θα χρειαστεί να χασομερήσουμε για να ξεμάθεις αυτά που ξέρεις, όσο πιο τούβλο είσαι, τόσο πιο εύκολη θα ‘ναι η εκπαίδευσή σου. Εσύ κι εγώ, γιε μου, ξεκινάμε ένα πολύ μακρύ ταξίδι..»
Μια Οδύσσεια με  Λαιστρυγόνους και Κύκλωπες, όπως ο Αλεξανδρινός ποιητής μας λεει. Ταξίδι πηγαιμού, ταξίδι με ανυπέρβλητες δυσκολίες  άραγε θα πετύχει το στόχο ο Δάσκαλος;. θα τα καταφέρει ο μαθητής να πετάξει; Θα αντέξει της εκπαίδευσης τα βασανιστήρια, τις τυραννίες, τους εικονικούς θανάτους, όπως  να τον θάβουν και ξεθάβουν; (σελ. 55: ο θάνατος ζει πια μέσα σου, κατατρώει την αθωότητα και τις ελπίδες σου και στο τέλος το μόνο που σου μένει είναι το χώμα, η σταθερότητα, η ανώτερη δύναμη και ο θρίαμβός του).   Η πάλη του πνεύματος και της ύλης. Αρχικά η νίκη του πνεύματος μέχρι που η ύλη κατρακυλώντας παίρνει τη ρεβάνς.
Σελ. 9:  .. αφού από τη στιγμή που δε σε νοιάζει η ίδια η ζωή σου, δε σε νοιάζει και τι θα σου συμβεί κι είσαι έτοιμος να κάνεις τα πιο παλαβά πράγματα, όπως για παράδειγμα να φύγεις μες στη νύχτα με κάποιον που δεν έχεις ξαναδεί.
Σελ. 50/51: -Όσα νομίζεις πως υπόφερες μέχρι σήμερα, δεν τίποτα μπρος σ’ αυτά που σε περιμένουν.  –Μα τα πουλιά δεν υποφέρουν. Απλώνουν απλώς τα φτερά τους κι αφήνονται στον άνεμο. Αν λοιπόν έχω, όπως λες, το χάρισμα, δε βλέπω που είναι η δυσκολία. –Μα εσύ δεν είσαι πουλί, μπουμπουνοκέφαλε. Να που είναι η δυσκολία! Είσαι άνθρωπος και για να ξεκολλήσεις απ’ το χώμα θα χρειαστεί να σκίσουμε στα δυο τον ουρανό να γυρίσουμε το σύμπαν τα μέσα έξω..
Σελ. 95: Συνέχιζε να προσπαθείς κι ας αποτυχαίνεις. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να φτάσεις στο τέλος κάπου. Βρίσκεσαι στο τέλος της εκπαίδευσής σου και θα ήταν κουτό να περιμένεις να γίνουν όλα στα άψε σβήσε.
Σελ. 278:   Ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός Γουόλτ. Όταν ένας άνθρωπος φτάσει στα έσχατα όριά του, ο θάνατος είναι το μόνο πράγμα που όντως θέλει.
 
 Η Αρετή Καράμπελα έγραψε για το βιβλίο αυτό:
Ο "Ίλιγγος" του Πωλ Ώστερ, συγγραφέα που ξέρει να αφηγείται ιστορίες απολαυστικές, μας θύμισε ταινίες της Αμερικής του '20 με ήρωες θαυματοποιούς που περιοδεύουν τη χώρα και πουλάνε όνειρα.
Αναγνωρίσαμε στην ιστορία την αλληγορία για τη δύναμη του ανθρώπου μέσα από την αθωότητα.
Τις συνεχείς πτώσεις και ανυψώσεις ως κύριο συστατικό ζωής.
Τη σημασία του Δασκάλου και της μύησης σε σοβαρά εγχειρήματα.
Τη δυνατότητα να είμαστε Δαίμονες και Άγγελοι μαζί.
Το αδυσώπητο πρόσωπο της Αμερικής με την όψη της επιτυχίας και τη ζοφερή πτώση.
Ένα ταραχώδες και απολαυστικό οδοιπορικό ζωής, που όντως προκαλεί ίλιγγο με τον καταιγισμό των εμπειριών του. 

το Συγκεκριμένο βιβλίο άρεσε σε όλα τα μέλη της Ομάδας μας!
 

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Η αριστερόχειρη γυναίκα του Πέτερ Χάνκε



Το βιβλίο που θα διαβάσουμε τώρα είναι, ‘’Η αριστερόχειρη γυναίκα’’,του Πέτερ Χάνκε,
Από τις εκδόσεις Μελάνι. Η συνάντηση στις 31 Μαρτίου.




Η Ευγενία Μακαριάδη , έκανε την παρα κάτω εισήγηση.
Άραγε είναι το θέμα του βιβλίου «φεμινιστικό;» όρος ξεπερασμένος,  θα μου πείτε, όμως  διαβάζοντας το βιβλίο, αναρωτιέται κανείς γιατί μια γυναίκα όπως η ηρωίδα του βιβλίου,
η Μαριάννε, διώχνει τον Μπρούνο, τον άντρα της από το σπίτι, λέγοντας ότι θέλει να μείνει μόνη;. Γιατί διώχνει έναν υποδειγματικό σύζυγο και πατέρα του οκτάχρονου  γιου της, που, κατ’ επίφαση,  δεν έχει εδώ και δέκα χρόνια έγγαμης ζωής κανένα πρόβλημα;. Τι είναι αυτό που ζητάει η «γυναίκα» μέσα στην οικογένεια και μέσα στην κοινωνία;
 Είναι  φανερό ότι στις κοινωνίες ο άντρας έχει πετύχει  να επιβληθεί στη γυναίκα.
Η ηρωίδα του βιβλίου θέλει να ξεφύγει από την αδεξιότητά της, θέλει να ξεφύγει από τον δεύτερο ρόλο, τον μη παραγωγικό στο σπίτι, στην κοινωνία, και  αποζητάει την αυτεξουσιότητά της, όπως σε κάθε άτομο πρέπει.
Πετυχημένα ο συγγραφέας μας περιγράφει τον μέσα κόσμο της Μαριάννε, μιας αστής, παραδοσιακής συζύγου, που την πνίγει η επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα.
Η «γυναίκα» μόνη τώρα, ξεκινάει από το μηδέν, έχοντας τη φροντίδα ενός παιδιού, και παλεύει για μια νέα ζωή χωρίς εξαρτήσεις.
Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «Η αριστερόχειρη γυναίκα μπορεί να διαβαστεί και από την πλευρά του εγκαταλειμμένου άντρα. Ο Χάντκε αποφεύγει να χωρίσει τα φύλα σε καλούς και κακούς, σε θύτες και θύματα».
Σελ. 44, ... ο Μπρούνο τής φώναξε στρίβοντας λίγο το κεφάλι  «Προσπάθησε να μη μένεις διαρκώς μόνη. Αλλιώς, μια των ημερών, θα πεθάνεις».
Όταν μπήκε στο σπίτι, η γυναίκα στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Κοιτούσε τον εαυτό της κατάματα, όχι για να δει πώς είναι, αλλά επειδή νόμιζε πως έτσι μπορούσε να σκέφτεται νηφάλια για κείνη την ίδια. Άρχισε να μονολογεί μεγαλόφωνα: «Μπορείτε να σκέφτεστε ό,τι θέλετε. Όσο περισσότερο πιστεύετε ότι μπορείτε να μιλάτε για μένα, τόσο πιο ελεύθερη θα είμαι απέναντι σας. Καμιά φορά, μου φαίνεται πως τα καινούργια πράγματα που μαθαίνουμε για τους άλλους δεν έχουν καμιά αξία. Στο μέλλον, αν κάποιος θελήσει να μου εξηγήσει πώς είμαι –είτε για να με κολακέψει, είτε για να με κάνει δυνατότερη, δεν το επιτρέπω. Δεν θα επιτρέψω τέτοια αναίδεια»..
Σελ. 75.  Ο Μπρούνο: όμως, πόσων χρονών είσαι , Μαριάννε; Σε λίγο καιρό, ο λαιμός σου θα ‘χει ζαρώσει και στις φακίδες σου θα ‘χουν φυτρώσει τρίχες. Θα ‘χεις αδύνατα ποδαράκια σαν του βατράχου κι από πάνω ένα χοντρό σώμα, σαν βαρέλι. Θα γερνάς όλο και περισσότερο και θα λες πως δεν σε πειράζει, ώσπου μια μέρα θα κρεμαστείς. Θα σαπίσεις στον τάφο σου τόσο ανίδεη, όπως έζησες! Πώς θα περάσεις τον καιρό μέχρι τότε; Θα περιφέρεσαι σαν την άδικη κατάρα τρώγοντας τα νύχια σου;
... εσείς οι γυναίκες με την αξιοθρήνητη λογική σας! Με την πρωτόγονη κατανόησή σας για όλους και όλα. Και δεν βαριέστε ποτέ! Ξέρεις γιατί; Γιατί είστε ανίκανες για οτιδήποτε. Ούτε να βαρεθείτε δεν μπορείτε.....
Πάτε κι έρχεστε άνευ λόγου και αιτίας στα τακτοποιημένα σας διαμερίσματα, λες κι είστε φωτογραφίες του εαυτού σας...... δεν λετε τίποτα σημαντικό: είστε προϊόντα που μας συντροφεύουν μας πνίγετε με τον στενοκέφαλο ανθρωπισμό σας, είστε μηχανές που κολλάνε σε ό,τι είναι ζωντανό και που δεν έχουν καμιά υπόσταση χωρίς αυτό. Μυρίζοντας το χώμα, σέρνεστε και πνίγετε τα άλλα φυτά μέχρι που ο θάνατος θ’ ανοίξει το στόμα του διάπλατα».
Έφτυσε, γυρίζοντας στο πλάι, «εσύ και η καινούργια σου ζωή! Ας γελάσω....»


Η Αρετή Καράμπελα έγραψε για το συγκεκριμένο βιβλίο:
Η ομάδα, διαβάζοντας την "Αριστερόχειρη γυναίκα', του Π. Χάντκε, είχε πολλές διερωτήσεις:
-  Διαβάζει ένα βιβλίο η βλέπει κινηματογράφο, με πλάνα ευκρινή που διαδέχονται το ένα το άλλο;
- Η σιγουριά της οικογενειακής ασφάλειας, διασαλεύεται τόσο εύκολα;
- Είναι τόσο ισχυρή η ατομική μοναξιά, ώστε να μας ωθήσει στη ρήξη με τη ζωή και τους άλλους;
- Ο φόβος για την ευτυχία, έχει φύλο;
- Η αυτονομία διέρχεται από οδυνηρές στενωπούς;
- Η ροπή στη θλίψη και τη μόνωση, είναι άραγε κληρονομική;
- Πόσο μας καθορίζει ως άτομα,η ηθική της κοινωνίας μας;
Ο αυστριακός Π. Χάντκε, πάντως, ιχνηλατεί ένα οδοιπορικό υπαρξιακής αναζήτησης, καταγγελτικό για το σύστημα, με χαρακτήρες αβέβαιους που φοβούνται την ευτυχία, ανάγοντάς την σε ουτοπικό ιδανικό.

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Σε ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά", από τις εκδόσεις Κεδρος



Το επόμενο βιβλίο είναι του Μένη  Κουμανταρέα, που πρόσφατα είχαμε την τραγική απώλειά του. 
"Σε ένα στρατόπεδο  άκρη στην ερημιά", από τις εκδόσεις  Κεδρος.
Ημέρα συνάντησης  Τρίτη  3  Μαρτίου στις 5 μ.μ.



Το βιβλίο του Μ. Κουμανταρέα, δεν είμαστε βέβαιοι αν άρεσε πραγματικά ή το φανταστήκαμε.
Σε κάποιους αρέσει να παίζουν με μολυβένια στρατιωτάκια, σε κάποιους όχι.
Κάποιοι αφήνουν στο αριστερό τους μάτι να αχνοφαίνεται το φωτεινό σημάδι που μαγεύει, κάποιοι όχι.
Όλοι όμως, έχουμε συναντήσει τον γυμνό, που ντύνεται Στρατηγός για να υπάρξει. 
Το ζωγράφο που απεικονίζει στα έργα του,τους κρυφούς καημούς των ανθρώπων.
Τη Γυναίκα που προσπαθεί να μεταμορφώσει τον εαυτό της και τους γύρω της.
Την ομίχλη από χώμα που σηκώνει ο αέρας του χρόνου και εξαφανίζει υποστάσεις και ονόματα.
Πόλεις που καίγονται και ανθρώπους που θαυματουργά σώζονται ακόμη και μέσα από τα όνειρά τους.
Διχασμένα συναισθήματα που ταξιδεύουν.
Κλειδιά ζωγραφισμένα που ανοίγουν μαγικά τις πόρτες των φυλακών.
Μαύρα πουλιά που κουβαλούν στα φτερά τους, τον αρχάγγελο Μιχαήλ ή τον Διάβολο.
 AΡΕΤΗ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑ


Κόσμος συνωστίζεται στην πινακοθήκη μιας άγνωστης πόλης, να δει  έναν παλαιό πίνακα ενός άγνωστου ζωγράφου, όπου απεικονίζεται ένας άγνωστος Στρατηγός.  
Άραγε είναι φιλότεχνοι οι επισκέπτες; Ή πηγαίνουν εκεί για να δουν να παίζεται θεατρικά (δρώμενο που έχουν στήσει οι ιθύνοντες της πινακοθήκης) η ιστορία του Στρατηγού, της γυναίκας του και του νεαρού ζωγράφου-φαντάρου προστατευόμενού της. Μάλιστα λέγεται ότι η όμορφη ηλικιωμένη κυρία που καθημερινά πηγαίνει στην πινακοθήκη και παρατηρεί επιδοκιμαστικά τον πίνακα, δεν είναι άλλη από την ίδια τη σύζυγο του Στρατηγού  βεβαίως εκείνο που με την εξέλιξη της ιστορίας πιθανόν να μάθουμε είναι, εάν η επιδοκιμασία είναι για την προσωπογραφία του συζύγου ή για την σπουδαιότητα του καλλιτέχνη, και όχι μόνο.
Τώρα, σειρά του αναγνώστη είναι να μαντέψει τις φιλότεχνες ή μη τάσεις των επισκεπτών.
Μια αλληγορική νουβέλα σαν παραμύθι  μια χιουμοριστική, ερωτική ιστορία (θα ‘λεγα), όταν ανάμεσα σε στρατιώτες ενός λόχου, σ’ ένα στρατόπεδο «στο πουθενά», δεσπόζει μια μόνο γυναίκα, νέα, ωραία, ερεθισμένη καθημερινά από τη μυρουδιά τόσων αντρών που βρίσκονται στη διάθεσή της, όμως δεν μπορεί να πάρει, μια και είναι σύζυγος του Στρατηγού-διοικητή, πού όχι μόνο είναι πολύ μεγαλύτερός της, αλλά και ερωτικά τζούφιος.
Ενέχει χιούμορ, επίσης, ο χαρακτήρας του στρατηγού, που (σαν καρτούν) ανοηταίνει φορώντας-προβάροντας κάθε βράδυ την επίσημη στολή του, με τα γυαλιστερά αστέρια στις επωμίδες και παράσημα και ποζάρει σκερτσόζικα μπροστά στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαράς του.
Είναι φοβερός όπου τον παίρνει, όμως ένας πυροβολισμός που σκίζει την ησυχία της νύχτας τον κάνει να βγαίνει έξω τρεμάμενος και ξεκούμπωτος στον καβάλο.
Είναι τρομακτικός όπου τον παίρνει, όμως τον τραβάει από τη μύτη η γαλίφα γυναίκα του, που εδώ που τα λέμε, με τις γαλιφιές της στους ανωτέρους της ιεραρχίας, έφτασε να φοράει εκείνος τα γαλόνια του Στρατηγού.
Είναι άγριος όπου τον παίρνει, όμως  τρόμος  στα φυλλοκάρδια του για τους αναρχικούς που απλώνουν σ’ όλη την πόλη τις ολόμαυρες αφίσες τους με κόκκινες κηλίδες αίματος και ενώ τις σχίζουν οι αστυφύλακες, αμέσως την επομένη τις βρίσκουν απλωμένες παντού.
Παρατηρεί στην κρεμάστρα την επίσημη στολή του και ταράζεται ότι θα κρεμάσουν μια μέρα και ‘κείνον, ίσως για τις λαμογιές του από τις προμήθειες στρατιωτικού υλικού, ίσως για τα βασανιστήρια και τις φυλακές των μη συμμορφωμένων-υποταγμένων νέων.
Κι έρχεται η σειρά της ωραίας Στρατηγίνας  που πείθει τον υπερφίαλο σύζυγό της ότι πρέπει να μείνει αιώνια τέτοια μορφή, όπως η δική του, και μόνο ένα πορτρέτο του μπορεί να το επιτύχει. Έτσι ξεχωρίζει, ανάμεσα σε πολλούς (που διατείνονται ότι είναι ζωγράφοι)  και  δέχονται να ζωγραφίσουν τον στρατηγό, με την προϋπόθεση ότι θα τους δοθεί εικοσαήμερη άδεια, έναν  αγγελόμορφο φαντάρο,  που όχι μόνο η ομορφιά του συμφωνεί με την πίστη της, είδε όνειρο ένα  στρατιώτη με φυτρωμένα φτερά στην πλάτη κάτι ανάμεσα σε άγγελο και εξολοθρευτή, αλλά και με τις αισθησιακές της παρορμήσεις.  
Έτσι, η κυρία Στρατηγού κατελήφθη ερωτικής έλξεως για τον  εικοσάχρονο στρατιώτη-ζωγράφο και αναρχικό επαναστάτη, έναντι του χουντικού αξιωματικού συζύγου της.
 Ο καλλιτέχνης ζωγράφος, ως άγγελος με φωτοστέφανο, τον φωνάζουν Ρώσο, όπως άρεσε στην Στρατηγίνα να τον ονομάσει,  αρχίζει και φιλοτεχνεί το πορτρέτο του Στρατηγού όμως το πορτρέτο κάθε νύχτα συμπληρώνεται ως δια μαγείας και αποτυπώνει επικείμενες αλλαγές στο πρόσωπο του Στρατηγού, μέχρις ότου στα αποκαλυπτήρια να φαίνεται ένα τερατώδες πρόσωπο, όσο και οι τερατώδεις- ανήθικες πράξεις του.
Εδώ μας θυμίζει ο συγγραφέας «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Όσκαρ Ουάιλντ, όπου το πορτρέτο τελικά δείχνει την ανηθικότητα, τον εγωκεντρισμό, που κρύβεται πίσω από μια ψεύτικη εμφάνιση κάποιου, όμως καταγράφεται στην ψυχή του,  και τον καταμαρτυρεί η  μαγεία της τέχνης.
Σελ. 17. «κρυφά είπες;»  έκανε εκνευρισμένος. «Υπάρχουν πράγματα που γίνονται κρυφά στο στρατόπεδο και που εγώ δεν γνωρίζω;» Τα πιο ενδιαφέρονται πράγματα είναι όσα γίνονται κρυφά, σκέφτηκε η Στρατηγίνα. «Ένας λόγος παραπάνω» του είπε. «Να γίνουν φανερά». «Μα είναι αυτή αντρική δουλειά, ζωγραφικές και αηδίες; Και μάλιστα για φαντάρους!» «Το τι είναι αντρίκειο φαίνεται από άλλα πράγματα χρυσέ μου», τον κεραυνοβόλησε και με το βαμμένο νύχι της τίναξε ένα σκουπιδάκι από το πέτο του.
Σελ. 77. « Έχεις μυωπία; Υποφέρεις από κάτι;» τον ρώτησε. «Θα ήθελες μήπως να μην υπηρετούσες;» «Υπηρετούν τα πουλιά, κυρία;» της είπε.
Σελ. 78. «Θα ήθελες κάποτε να μου δείξεις πώς ζωγραφίζεις;» τον ρώτησε εκείνη. Γύρισε και την κοίταξε: «Κανείς δεν μπορεί να δείξει στον άλλο πώς ν’ αγαπά».
Σελ. 142. Ήταν κάτι που δεν μπορούσες να το εξηγήσεις λογικά. Μα ένας πίνακας, σκέφτηκε πάλι, όπως κάθε έργο τέχνης, δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική μόνο.
 ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΑΚΑΡΙΑΔΗ
 

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

"Η πείνα '' του Κνουτ Χάμσουν

Το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουμε είναι ''Η πείνα '' του Κνουτ Χάμσουν.
 Η συνάντηση της Ομάδας μας ορίζεται για την πρώτη Τρίτη του Φλεβάρη στις 3 του μήνα 5 μμ.


 H Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για αυτό το βιβλίο:

Ο Κνουτ Χάμσουν είναι πρωτίστως γνωστός για το αριστούργημα του «Η ευλογία της γης», για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1920. Έχει χαρακτηριστεί ως ηγετική φυσιογνωμία της νεορομαντικής εξέγερσης και θεμελιωτής της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Σε ελκύει η ανάγνωση του βιβλίου, διαβάζεται με άνεση και οφείλεται στην πολύ καλή  μετάφραση του Δημήτρη Χορόσκελη.
Μια μυθιστορία διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο απτό, διανθισμένο με χιούμορ, ένα βιβλίο αλληγορικό, ένα βιβλίο διαχρονικό, όπου η θλίψη δεσπόζει,  χωρίς οδό διαφυγής από μια μεγαλούπολη κλειδωμένη στην απληστία και τον εγωισμό. Μια επώδυνη ζωή ως του ήρωα διανοούμενου συγγραφέα, έρμαιο ζωής, να πορεύεται με τη δική του ιδεολογία-λογική, με  διαταραγμένη σκέψη πολλές φορές και άλλες τόσες με ματιές στο θάνατο σαν λύτρωση.
Μια αξιοθαύμαστη, ερμηνευτική -με τη φιλολογική έννοια- και ανατομική γραφή της λέξης «πείνα». Συγκλονιστικές αφηγηματικές περιγραφές. Ένας αξιοσημείωτος (αξιοπαρατήρητος) τρόπος γραφής.
Μια αλληγορία της κατάπτωσης του ανθρώπου, του εξευτελισμού του (αν θέλετε) από τη στέρηση, από την πείνα.  Ένας άνισος πόλεμος των πόνων της υλικής υπόστασης του ανθρώπου εναντίον  του πνεύματός, της λογικής  και της αξιοπρέπειάς του.
Ο καταγγελτικός μονόλογος του ήρωα (έναντι της παγκόσμιας απανθρωπιάς και της θεϊκής πρόνοιας) που ντρέπεται να ψελλίσει τη λέξη «πεινάω», αλλά σαν βρεθεί στο χείλος της αβύσσου και την πει, τότε θεωρείται κατώτερος, πολλάκις επιπόλαιος και τρελός. Είναι άστεγος  και πεινασμένος ο ήρωάς μας, τον βλέπουμε να περιφέρεται σε μια πόλη  τη Χριστιανία (σημερινό Όσλο), να ψάχνει μια ήσυχη γωνιά να γράψει στο γόνατο ένα άρθρο, (με μόνη περιουσία, ένα μολυβάκι, λίγες σελίδες χαρτιού, μια κουβέρτα υπό μάλης) ένα διήγημα, ένα θεατρικό, που τις πιο πολλές φορές απορρίπτονται, ώστε να κερδίσει λίγα χρήματα για να φαει. Ακόμα και ο έρωτας για μια γυναίκα που ο ίδιος την ονόμασε Υλαζάλι, (διαβάζεται και από την αρχή και από το τέλος) στην αρχή αχνοφέγγει λυτρώσιμος, όμως γρήγορα τελειώνει γιατί δεν έχει τη δύναμη να πει ψέματα, ούτε για να υποστηρίξει τον εαυτό του. Λέξη, λέξη, γραμμή, γραμμή, ο αναγνώστης αγωνίζεται μαζί με τον ήρωα να επιβιώσει  κρυώνει μαζί του, πεινάει, πονάει μαζί του  κάπου κάπου παίρνει ανάσες λιόφωτου, όμως πολλές φορές αφήνεται εξαντλημένος σε σιγή θανάτου,  μπας και αμβλύνει τους πόνους της ζωής.
Ας δούμε τι λεει ο ήρωας για τον θάνατο:     Στο αποκορύφωμα των βασανιστηρίων μου, έμενα εντελώς αδρανής, ακίνητος και πεινασμένος. Το στήθος μου έκαιγε, ένοιωθα ένα ιδιαίτερα ενοχλητικό κάψιμο. Το μασούλημα των ροκανιδιών δεν ωφελούσε πλέον τα σαγόνια μου είχαν κουραστεί από αυτήν την ανώφελη δραστηριότητα, και τ’ άφησα να ξεκουραστούν. Παραδινόμουν ευχαρίστως. Επιπλέον, μια μισοσαπισμένη, φλούδα πορτοκαλιού, που είχα βρει καταγής και την είχα φαει, μου προκαλούσε ναυτία. Ήμουν άρρωστος. Οι φλέβες των καρπών μου είχαν φουσκώσει  και ήταν μελανιασμένες.  Όμως για να πούμε την αλήθεια, γιατί είχα χάσει τόσο χρόνο; Γιατί έτρεχα δεξιά κι αριστερά, όλη τη μέρα, για μια κορώνα που θα με κρατούσε στη ζωή μερικές ώρες παραπάνω; Κατά βάθος, δεν ήταν εξ ίσου αδιάφορο αν το μοιραίο ερχόταν μια μέρα νωρίτερα ή μια μέρα αργότερα;.................................θα πέθαινα  ήταν φθινόπωρο, και όλα τα πράγματα έπεφταν σε λήθαργο. Χάιδευα ήδη συναισθηματικά αυτή τη σκέψη, και κάθε φορά που εμφανιζόταν η ελπίδα μια πιθανής σωτηρίας, την απέρριπτα λέγοντας «τι τρελός που είσαι! Έχεις αρχίσει ήδη να πεθαίνεις!»
 
Η Αρετή Καράμπελα έγραψε για τον αντίκτυπο που είχε το βιβλίο αυτό στα μέλη της Ομάδας Ανάγνωσης Διονύσου τα εξής:
 
Η ομάδα, ομόφωνα "πείνασε", συγκατανεύοντας στο ηθελημένο παιχνίδι του συγγραφέα με τις ακραίες εμπειρίες της στέρησης.
Οι μεταπτώσεις ενός δημιουργού με πυρέσσον ταλέντο και βασανισμένο σώμα(ψυχικά άρρωστος και υγιής συγχρόνως), οδηγούν στο απόγειο της έμπνευσης.
Με τα μάτια ανοιχτά στον κόσμο,όταν πεινάει ο ήρωας συγγραφέας, παρατηρεί τα πάντα, όμοιος με το Νίτσε και την υπέρβαση των ορίων του.