Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

"Πατρική κληρονομιά" του Φιλιπ Ροθ , Εκδόσεις Πόλις


Η επόμενη συνάντηση της Λέσχης μας θα γίνει την Τετάρτη 11 Ιανουαρίου στις 4.00 μ. μ. στην Βιβλιοθήκη Διονύσου.
Σας ευχομαστε ολόψυχα καλες γιορτές και καλή χρονιά


 Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλιο αυτό:
Ένα βιβλίο όπου η φωτογραφία στο εξώφυλλό του απεικονίζει τον 36εξάχρονο πατέρα Χέρμαν Ροθ, των εννιάχρονο γιο του Σάντι Ροθ, και τον τετράχρονο Φίλιπ Ροθ, συγγραφέα και αφηγητή της αληθινής αυτής ιστορίας-αυτοβιογραφίας. Χρονικό ιστορικών γεγονότων της οικογένειας και μνήμες που περιστρέφονται στη σκέψη σαν κινηματογραφική ταινία και την παρακολουθείς νοσταλγικά  με γέλιο, αγανάκτηση, δάκρυ,  ανείπωτα συναισθήματα πόνου για την απώλεια αγαπημένου προσώπου και μάλιστα γονιού.
Στο βιβλίο έχουμε το χρονικό βαριάς αρρώστιας και θανάτου του πατέρα ετών 86  γιατί όπως λέει ο συγγραφέας «ο αριθμός ογδόντα έξι επανερχόταν διαρκώς σαν πένθιμη καμπάνα…. Παραδεχόμουν πως καταλάβαινα πια ότι δεν μπορείς να έχεις πατέρα για πάντα».
Διαβάζοντας δεν κρίνεις τα έντονα συγκινησιακά συναισθήματα του συγγραφέα λογοτεχνικά, γιατί η πένα του δεν σ’ αφήνει παρά να τα νιώθεις δικά σου.
Άραγε τι μπορεί να κάνει, να δώσει να ανταποδώσει καλύτερα ένας γιος στον πατέρα, που τον ξέρει χρόνια γερό, όμορφο, ζωηρό, κεφάτο, εργατικό, ερωτικό, πεισματάρη, δοτικό στην οικογένεια, στους φίλους, όταν ο καρκίνος στον εγκέφαλο τον συρρικνώνει, τον μεταμορφώνει αλύπητα σε έναν αξιολύπητο γέροντα, έναν γέροντα που θυμίζει ελάχιστα τον εύρωστο άντρα που ήταν και τώρα μόνο  στις φωτογραφίες και στη μνήμη του παιδιού του θα υπάρχει και όπως μας λέει ο αφηγητής: .. «τον είδα καθισμένο σαν άδειο σακί στην άκρη του καναπέ».  
Ανταπόδοση λοιπόν, για τα λίγα χρόνια που του απομένουν, με στοργή, αφοσίωση κοντά του, κοντά του στα νοσοκομεία, στους γιατρούς, στους φίλους, στους περιπάτους, στήριγμα στο παραπάτημά του, παρηγοριά όταν έκλαψε που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και αποπάτησε και βρόμισε με σκατά  τα ρούχα του και  ολόγυρα το μπάνιο. Δύναμη να τον ξεσκατίζεις, να τον πλένεις, και ο αφηγητής να επισημαίνει: «άπαξ και παρακάμψεις την αηδία και αγνοήσεις την αναγούλα και υπερπηδήσεις όλες εκείνες τις φοβίες που έχουν γιγαντωθεί σαν ταμπού, ανακαλύπτεις ένα ολόκληρο απόθεμα ζωής  που μπορείς να αγαπήσεις». Να βγάζει τη μασέλα του γιατί δεν μπορεί να στηριχτεί σωστά από το πεσμένο, από πάρεση, μισό του μούτρο, και ο αφηγητής να λέει: «παίρνοντας στο χέρι μου τη μασέλα του, έτσι όπως ήταν, με τα σάλια να στάζουν, και βάζοντάς τη στην τσέπη μου, είχα υπερπηδήσει, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, το χάσμα της σωματικής αποξένωσης που, πολύ φυσιολογικά, είχε δημιουργηθεί ανάμεσά μας από τότε που έπαψα να είμαι παιδί».
Και ο λόγος του πατέρα «Να μην ξεχνάς τίποτα» ως η καταληκτική πρόταση του βιβλίου συνάμα και οι ενοχές του συγγραφέα καθότι έγραφε το βιβλίο αυτό ενόσω ο πατέρας του άρρωστος και ετοιμοθάνατος, ας δούμε πως το εκφράζει ο ίδιος ο αφηγητής μετά που ονειρεύτηκε τον πεθαμένο πατέρα του: «..συνειδητοποίησα πως υπονοούσε αυτό εδώ το βιβλίο, το οποίο εγώ, σε απόλυτη εναρμόνιση με την απρέπεια του επαγγέλματός μου, έγραφα όσο εκείνος πέθαινε. Το όνειρό μου έλεγε πως, αν όχι στα βιβλία ή στη ζωή μου, πάντως σίγουρα στα όνειρά μου, θα έμενα για πάντα ο μικρός του γιος με τη συνείδηση του μικρού γιου, όπως ακριβώς κι εκείνος θα παρέμενε εκεί για πάντα όχι απλώς ως πατέρας μου αλλά ως πατέρας, κριτής σε ό,τι κι αν κάνω.
Να μην ξεχνάς τίποτα».

Σελ:106: .. η παρόρμηση να απεμπολήσω τα  κληρονομικά μου δικαιώματα και πώς  ήταν δυνατό αυτό το πράγμα να είχε καταπνίξει τόσο εύκολα τις προσδοκίες που με τόση καθυστέρηση ανακάλυπτα τώρα πως ‘δικαιούνταν’ να έχει ένα γιος; Αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο: να αρνούμαι , δηλαδή, ένα επιτρέψω στη συμβατικότητα να υπαγορεύσει  τη συμπεριφορά μου, για να ανακαλύψω εν συνεχεία, κι αφού έχω ακολουθήσει τον δικό μου δρόμο, πως τα θεμελιώδη αισθήματά μου είναι καμιά φορά πιο συμβατικά από τις αντιλήψεις μου περί απαράβατων ηθικών επιταγών».

Σελ. 131: όχι πως δεν είχα καταλάβει ότι η σχέση μου μαζί του ήταν περίπλοκη και βαθιά - εκείνο που δεν ήξερα όμως ήταν πόσο βαθύ μπορεί να είναι το βάθος.

Σελ. 233: … όσο καιρό ήμουν στο νοσοκομείο… προσευχόμουν κατ’ ευθείαν σ’ αυτόν «μην πεθάνεις πριν ξαναβρώ τις δυνάμεις μου. Μην πεθάνεις πριν να είμαι στη θέση να τα κάνω όλα σωστά. Μην πεθάνεις όσο είμαι ανήμπορος».


 Η Αρετή Καράμπελα έγραψε τα εξής, μετά την συνάντηση της ομάδας, για το βιβλιο αυτό:
Η ομάδα διακινήθηκε από την "Πατρική κληρονομιά" του Φίλιπ Ροθ. Εστίασε στη σχέση πατέρα γιού, γεννήτορος και τέκνου, αποτιμώντας την ως μια από τις ισχυρότερες του βίου.Στο αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο του συγγραφέα, αναιρείται κατά κράτος ο κοινωνικός ρατσισμός για την τρίτη ηλικία και αίρονται οι ανταγωνισμοί και οι επιφυλάξεις των γενεών μεταξύ τους. Ο αντιλυρισμός στη γλώσσα και το ύφος του Ροθ, παράγει  ποιότητες υψηλών συναισθημάτων, μέσα από την καθημερινότητα του γήρατος και της ασθένειας. Το φάσμα του θανάτου, ξεδιπλώνει με αριστοτεχνικό τρόπο την αξία μιας ολόκληρης ζωής που προηγήθηκε. Χωρίς ίχνος οίκτου, με αποστάγματα φιλοσοφικου στοχασμού, δηλώνεται το σύμπαν της σχέσης γονέα τέκνου, αρθρωμένο σε σκηνές εναργούς ζωής που έκανε τον κύκλο της και γενναία περατώνεται. Ο Ροθ με τη μέγιστη δυνατή ειλικρίνεια, επιβεβαιώνει τον κανόνα του αξιότερου γιου που έχει γεννηθεί από άξιο πατέρα.            



Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

"Γκιακ" του Δημοσθένη Παπαμαρκου εκδ.Αντίποδες

Το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουμε είναι το "Γκιακ" του Δημοσθένη Παπαμαρκου εκδ.Αντίποδες
στις 7.12.2016 ημέρα Τετάρτη στις 16.00 στην Βιβλιοθήκη


Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το εν λόγω βιβλίο:
Είχα πολλά χρόνια να πιάσω στα χέρια μου βιβλίο σε ρέουσα ντοπιολαλιά, είχα διαβάσει παλιά τα πολύ καλά βιβλία, των Σωτήρη Δημητρίου (Θεσπρωτία) «Να ακούω καλά τ’ όνομά σου»,  και «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού (Κυνουρία).
Τώρα ο Παπαμάρκος, με την ζωντανή αρβανίτικη διάλεκτο της Λοκρίδας μας μεταφέρει πίσω στην εποχή του πολέμου (1919-1922) της Mικρασιατικής εκστρατείας, την καταστροφική ήττα του Ελληνικού στρατού και το οριστικό αντίο της Μεγάλης Ιδέας. Έχουμε, την μεταβολή της Ελλάδας σε ένα νέο κράτος που περιορίζεται στα κατά συνθήκη σύνορα και που δέχεται τεράστιο πλήθος μικρασιατικών προσφύγων.
Το βιβλίο περιέχει εννέα διηγήματα που όλα συνδέονται με τις άγριες μάχες των αρβανιτών της Λοκρίδας εναντίον των τούρκων στον Μικρασιατικό πόλεμο. Οι αγριότητες του πολέμου, τα φρικαλέα εγκλήματα, οι έρωτες, οι φιλίες, η πίστη, η μπέσα, η αντεκδίκηση, τα ήθη και έθιμα μιας αρβανίτικης κοινωνίας, το χιούμορ, η ομοφυλοφιλία, και ακόμα η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, γοητεύουν τον αναγνώστη.
Τις ιστορίες αφηγούνται οι στρατιώτες - ήρωες του βιβλίου όπου τα ίχνη του άγριου αιμοσταγούς πολέμου, κατέστρεψαν τις ζωές τους, ενώ ματώνουν ψυχικά τον σημερινό αναγνώστη.
Γκιάκ,  μας εξηγεί στην 8η σελίδα, σημαίνει το αίμα, ο δεσμός συγγένειας που προκύπτει από κοινή καταγωγή, συγγένεια εξ αίματος, συγγενής εξ αίματος (αντιθ. εξ αγχιστείας), φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης, εκδίκηση, αντεκδίκηση, και φυλή.
Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε, εδέ τ’ ροβίτ γκα σκίνεζιτ 
«Θα σου κόψω τις κοτσίδες και θα τις πετάξω στα σκίνα». Ο τίτλος είναι παρμένος από τραγούδι ερωτικό όπως επεξηγεί με τη Σημείωση σελ. 121 ο συγγραφέας.
Ο Τάκης ιστορεί τα γεγονότα του φόνου της πολυαγαπημένης του αδελφής, της Σύρμω, που τον μεγάλωσε σα μάνα και την αγαπούσε πιότερο από τη μάνα του, στον μέλλοντα πεθερό του, τον Αντώνη, πριν ζητήσει το χέρι της θυγατέρας του, γιατί εννοεί ότι καλό θα είναι να τα ξέρει από πρώτο χέρι αυτά που συνέβησαν τότε που ήταν στον πόλεμο και όχι μόνο, και μετά  ας πάρει την απόφαση να του δώσει  ή όχι την κόρη του.
Γκιάκ:  Ίσον αντεκδίκηση σ’ αυτό το διήγημα.
Σελ. 20: Άσε με μου λέει, κι ορκίζομαι να σ’ το πληρώσω για ένα. Τα λεφτά χαλούνε στα χέρια, τα σπίτια γίνονται χώμα, του είπα, πο γκιάκου, γκιάκου βέτετ νιε βίτρα, αλλά το αίμα, το αίμα μένει για πάντα.
Σελ. 21: Μ’ όσα γίνανε μετά, ούτε που πια θυμόντανε ποιος είχε σκοτωθεί πού. Αγνοούμενος στους αγνοούμενους. Φύλλο στο δάσος.
Τα μπουκουμπάρδια
Διηγείται ο μεγάλος στο νεαρό παλικάρι τη λίμα που είχε σαν παιδί για μπουκουμπάρδια, και τον συμβουλεύει να μαζεύει τα μικρά, τα μαύρα, που είναι γλυκύτερα από τα μεγάλα σύκα∙  και συνεχίζει να του λέει πώς όταν ήταν στον στρατό και τους πήγαν σε ένα αρχαίο θέατρο και ο λοχαγός τους ξεναγούσε αυτός πήγε παραπέρα βρήκε μια συκιά κι έκανε τσιμπούσι τα συκαλάκια, όμως του βγήκε ξινό όταν τον δάγκωσε μια δεντρογαλιά….
Η αλλαγή της εποχής, λοιπόν,  από τα σύκα ή τα μούρα ή τα τζίτζιφα που μαζεύαμε μικροί μέχρι να μας πιάσει τσίρλα και τώρα τα περιφρονούμε…. Η φτώχεια του τότε, η φτώχεια του σήμερα.
 Σελ. 23. Όταν ήμασταν μικροί εμείς, όλο αυτά κυνηγάγαμε. Άμα είχε καμιά συκιά αδέσποτη, τη γυρνούσαμε γύρω γύρω όλο το καλοκαίρι πότε θα γινώσουνε τα σύκα να πάμε να κόψουμε πρώτοι. Γινόταν χαμός. Μην κοιτάς τώρα που τα ‘χετε όλα πλούσια τα ελέη. Τότες δεν ήταν όπως τώρα. που λες θέλω να φάω γλυκό και πας και παίρνεις μια πάστα. Εμείς αυτά είχαμε για γλυκό. Και δεν τα ‘βρισκες κιόλας. Άμα είχες συκιά τη φύλαες, γιατί μετά δεν είχε. Τώρα φορτωμένα είναι και τ’ αφήνουνε και σαπίζουνε…
Ο αρραβώνας
Τιμωρία, Νέμεση το Γκιάκ σ’ αυτό το διήγημα. Ήθη και έθιμα δεκαετιών πριν και μετά τον Μικρασιατικό πόλεμο και βεντέτες προς απόδοση δικαιοσύνης σύμφωνα με τους άγραφους παραδοσιακούς κανόνες της.
Ο Γιαννάκης ιστορεί στον ιερέα του χωριού του, την αγάπη που ‘χε στο φίλο του τον Βασίλη και το ξάφνιασμά του σαν του είπε ότι αρνείται να πάει για εκπαίδευση σε στρατιωτική μονάδα και μετά για Μικρασία. Κι’ όλα αυτά για ένα κοκόρι, γιατί ο θείος της αρραβωνιαστικιάς του τον είπε κλέφτη ότι δήθεν έκλεψε έναν κόκορα και έγινε ρεζίλι στο χωριό.  Έτσι εκείνος αποφάσισε να βγει στο κλαρί ληστής. Δηλαδή και λιποτάκτης και ληστής. Έτσι, που με λόγια δεν κατάφερε ο Γιαννάκης να τον μεταπείσει, ο Βασίλης πήρε τα βουνά. Όταν γύρισε από τον πόλεμο ο Γιαννάκης βρήκε τον πατέρα του βαριά άρρωστο, τον αδελφό του κυνηγημένο από τη χωροφυλακή και τον αγαπημένο φίλο του, τον Βασίλη, σκοτωμένο. Τα ‘βαλε σε τάξη τα γεγονότα ρωτώντας όλες τις πλευρές ο Γιαννάκης, μέχρι που αποφάσισε να πάρει το δίκιο στα χέρια του, και συνάμα να αποκαταστήσει την τιμή της Τούλας, αρραβωνιαστικιάς του σκοτωμένου Βασίλη, με γάμο, επειδή ο Βασίλης την είχε χαλάσει και θα έμενε γεροντοκόρη, κάτι που ο μακαρίτης δεν θα ανεχόταν επειδή πολύ την αγαπούσε..
Σελ. 34. Και να σου ‘κλιεψε,   για έναν κόκορα κάνεις έτσ’;  Τόσα και τόσα έχω κάνει κι εγώ κι εσύ. Θυμάσαι που παλιά ούτε γυναίκα δε μας δίνανε άμα δεν κλιέβαμε, και τώρα κάνεις ολόκληρο σαματά για το τίποτες;
Σελ. 46. Την κόρη σ’ δεν τη σεβάστηκες κι άφησες και τη χάλασε ο Βασίλης, για να μάθεις το λημέρι τ’. Κι έτσι που ‘ναι χαλασμένη κι αυτήνα την καταράστηκες να μείνει μοναχή γεροντοκόρη. Ο Βασίλης όμως την αγάπαγε πολύ……..  ξέρω όμως ότι θα στενοχωριόταν τώρα άμα το ‘ξερε που θα μαραζώσει ανύπαντρη.
Ταραραρούρα
Προαιώνια μέχρι τις μέρες μας, πολύ περισσότερο σε χωριά, τα φυλακτά, γητιές, μαγέματα,, ξορκισμοί, δαιμονολογίες, φυλακτάρια αποδίωξης κακών πνευμάτων, φίλτρα, ματόχαντρα, βασκανίες, αστρομαντείες, και χιλιάδες άλλα, για το καλό, κακό κι ανάποδο των ανθρώπων. Έτσι και στο διήγημα αυτό ο αφηγητής παραστατικά μας εκφράζει τον τρόμο του, όταν ξεκίνησε σούρουπο τον έπιασε νύχτα, έχασε το δρόμο και κάποιος παράξενος θόρυβος, νόμισε πως ήταν σκυλί μετά όμως άκουγε καθαρά μια φωνή να λέει ξανά και ξανά ταρατούρα, ταρατούρα, ταρατούρα, γέλια περίεργα, μια φάτσα σα σκυλί, με δόντια μεγάλα.
Σελ. 51. Σηκώνω τη γκλίτσα και χτυπάω κατά κει που άκουσα τη φωνή….. Μαύρος και στη φάτσα σαν το σκυλί, με κάτι κέρατα γελαδινά. Και γέλαε και φαινόντουσαν τα δόντια του..
Σελ. 53….στο Μικρασιατικό. Εγώ το’ χα δέσει κόμπο ότι θα πεθάνω, γιατί λένε ότι η τελευταία κουβέντα που σου λέει ο βροκόλακας είναι πάντα αλήθεια, κι έτσι δε μ’ ένοιαζε. Είπα να φυλαχτώ δεν μπορώ, άμα είναι ας πεθάνω στα πόδια μ’ . Κι έτσι ήμανε παντού ο πρώτος και μ’ είχανε για παλικάρι… έχασα την πίστη μ’  κείθε πέρα. Μπορεί κι αυτό. ‘Εκαμα κι είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι αθρώποι.
Παραλογή
Ένα ποίημα ένα τραγούδι, θα έλεγα όπως οι παραλογές του τραγουδιού «του νεκρού αδελφού, ή «ο ερωτόκριτος» του Βιτζέντζου Κορνάρου.
Σελ. 55. Ο χάρος λογοκούρνιαζε κι όλο τα ξεσκαλούσε/  γι’ αυτό δεν κράταγαν ποτέ στη γης τους πεθαμένους/  μονάχα τους φανέρωναν το κάθε τρεις και λίγο.
Σελ. 57. Κοιτάζει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανέναν δεν εθώρει/  κοιτάει και μες στο χάραγμα, μέσα στο βύσσιο ρέμα/ και βλέπει κόρη νιούτσικη, μια πέρδικα μικρούλα/ που ‘χε σκουτιά κατάμαυρα, μαντίλα σαν την πίσσα/ και απίθωνε και γέμιζε από την κρύγια βρύση.
Ήρθε ο καιρός να φύγουμε
Στο διήγημα αυτό ένας μεγάλος, άτυχος και  ανεκπλήρωτος, έρωτας που η φωτιά του πολέμου το ’19, στη Σμύρνη, τον έκαψε και βρέθηκαν δυο νέοι λαβωμένοι και χαμένοι∙   όμως η αγάπη τους έμεινε ζωντανή μέχρι θανάτου.  Το διήγημα μας θυμίζει την εισροή στην Ελλάδα των προσφύγων της Σμύρνης και πως για μια μερίδα του λαού μας ήταν ανεπιθύμητοι. Ας παραδεχτούμε ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα..
Όταν η χήρα Ανθή έβαλε στην τσέπη του πεθαμένου Κυριάκου ένα πακέτο τσιγάρα την ώρα της κηδείας του, ο Γούσιας, ανεψιός του νεκρού, άρχισε να διηγείται στο φίλο του ότι η Ανθή δεν είναι του σογιού τους, αλλά ήταν αρραβωνιασμένη με τον θείο, όταν εκείνος ήταν στρατιώτης στο Μικρασιατικό πόλεμο.
Σαν σήκωσαν το τάγμα από Σμύρνη για φευγιό, υποσχέθηκε στην Ανθή ότι θα νικήσουν τους Τούρκους και θα γυρίσει να την πάρει. Εκείνη του έδωσε ένα πακέτο τούρκικα τσιγάρα, τα Τουρμάκ, που τόσο του άρεσαν, ώστε καπνίζοντας να την θυμάται. Έδωσε το λόγο του και στον αδελφό της πως με το τέλος του πολέμου θα αρραβωνιάζονταν και μάλιστα στο τελευταίο ραβασάκι που της έστειλε έγραψε, «φεύγουμε με τα καράβια. Θα γυρίσω πάλι. Άμα πάρεις το γράμμα μου, να ξέρεις θα σε περιμένω».
 Ήταν νοικοκύρης παντρεμένος πλέον στο χωριό ο μακαρίτης θείος Κυριακούλης, συνέχισε ο ανεψιός, όταν ήλθαν στο χωριό πρόσφυγες από Σμύρνη και τρέξαν οι ντόπιοι να τους διώξουν απ’ τον τόπο τους όπως τους μήνυσε ο Πρόεδρος του χωριού, για να μην τους πάρουν τα χωράφια.. Όμως ο θείος έγινε πυρ και μανία φωνάζοντας: «τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάμε σαν τα πατσαβούρια» Τους τραβάγανε τους πρόσφυγες και τους βρίζανε, όταν σαν δαρμένο παιδί τον πλησίασε ένα κορίσι και ψιθύρισε το όνομά του. Ήταν η Ανθή. Τα  έλεγε ο θειος μου κι έκλαιγε σα μικρό παιδί. Πρώτη φορά τον είδα να κλαίει. Και έλεγε με τιμώρησε ο Θεός Γούσια γιατί ο άντρας δεν κάνει να δίνει λόγο δυο φορές για το ίδιο πράμα.
Σελ. 72. Μια μέρα το χειμώνα του εικοσιτέσσερο, έκοβα πασσάλια για το φράχτη, θυμάμαι, κι έρχεται η Ρίνα, γκαστρωμένη στον Γιάννη, και μου λέει ήρθανε πρόσφυγες στο χωριό κι είπε ο πρόεδρος να μαζευτείτε οι άντρες όσοι μπορείτε να πάτε να τους διώξετε, γιατί άμα ‘ρθούνε δώθε θα μας πάρουνε τα κτήματα. Τ’ ακούω κι εγώ,    και γίνομαι πυρ. Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε, ρε Γούσια, το καταλαβαίνεις; Τόσο αγριεμένο δεν τον είχα ξαναδεί τον Κυριάκο. Πήγαμε κείθε, μου λέει, κι είχανε παλάτια και γυρνάγανε οι ανθρώποι με κουστούμια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε μεις πίσω στο χωριό, τα κορίτσα μας τα βρήκαμε ακόμα με τα σιγκούνια.
Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί
Ιστορούν οι γεροντότεροι τα κατορθώματά τους στον πόλεμο και μάλιστα ο ένας παππούς, ο μπάρμπα Κώτσος, νέος τότε κι αυτά μικρά τον άκουγαν με περίσσιο ενδιαφέρον, γιατί πάντα είχε κάτι να τους φιλέψει , κάνα μαντολάτο, καμιά νάσκο. Ο παππούς του Γιωργάκη, του αφηγητή, στο πεζικό, ο μπάρμπα Κώτσος στο ιππικό. Όλα τα ιστορήματα του μπάρμπα Κώτσου, που καυχιόταν μάλιστα γι’ αυτά είχαν αγριάδα και μαύρο χιούμορ. Ήξερε λέει πολύ καλό σημάδι τόσο., που ενώ κοιμόντουσαν σ’ ένα χωριό κοντά στη Σμύρνη, πρωί αχάραγα τους ξυπνάει ο χότζας με την πρωινή προσευχή και όλο δυνάμωνε τη φωνή του και δεν έλεγε να σταματήσει. Οπότε πιάνει το όπλο του ρίχνει μια και τον σκότωσε.
Σελ. 78: Αλλά δώσ’ του ο πούστης κι όλο και δυνάμωνε «Ιμπί-αλά-μπιμπί-αλά-μπιμπί». Έτσι είσαι; λέω. Όπως ήμουν ξαπλωτός, γυρνάω, πιάνω το όπλο και μπαμ του ρίχνω μία. Και τον βλέπεις Γιωργάκη, πάρ’  τον κάτω σαν πουλάκι. Έτσι ε, δίχως να σηκωθώ, καλά, ήμουνα σκοπευτής από τους πρώτους.
Γυάλινο μάτι
Ερωτευμένος άντρας ιστορεί, σε γυναίκα που λόγω «ιερής» δουλειάς ξέρει και σέβεται μυστικά, τον συγχωριανό του που  αγάπησε στον πόλεμο της Μικρασίας.
Στο ζενίθ οι αγριότητες κάποιων ελλήνων, προς το παρόν, νικητών, ιδιαίτερα του φίλου του αφηγητή της ιστορίας του Θύμιου Ούνη, εναντίον κάποιων άμαχων τούρκων που του έμπαιναν στο ρουθούνι.  Ο Θύμιος γίνεται ο άγγελος προστάτης του, του σώζει τη ζωή, τον πηγαίνει σε μπαρ, τον πηγαίνει στα, χαμάμ, στα καφέ-αμάν,  όπου όταν άκουσε τον τούρκο μπουφετζή ότι θα φτύσει στους καφέδες των σκατοελλήνων, βάζει το πιστόλι στα αχαμνά του και διατάζει τον μπουφετζή να γλύψει το πιστόλι, εκείνος τρέμοντας το κάνει και εκλιπαρεί για τη ζωή του. Στο τέλος φεύγοντας τον πυροβολεί ξυστά στο κεφάλι.
Στο χαμάμ που τον πήγε, συνεχίζει ο αφηγητής, μίλησε στα τούρκικα με τους χαμαμτζήδες, και τότε ένας απ’ αυτούς έσκυψε κι άρχισε να του τρίβει το πέος στη συνέχεια του έκανε τσιμπούκι. Ο Θύμιος έπιασε τρυφερά το χέρι του φίλου του, του έκλεισε το μάτι, και εκείνος αν και πίστευε πως άντρας με άντρα δεν γίνεται, εντούτοις του άρεσε όλη η σκηνή και περισσότερο ο φίλος του ο Θύμιος που ‘ταν γεροδεμένος και όμορφος σαν άγαλμα. Ένας δυνατός έρωτας του αφηγητή με τον Θύμιο και ένα πάθος του Θύμιου γι αυτόν ήταν η αρχή μιας δυνατής σχέσης κάτω από την καυτή ανάσα του πολέμου, μέχρι που ο αφηγητής έχασε το μάτι του και γύρισε πίσω στην πατρίδα. Εκεί η αγωνία του αφηγητή μεγάλη μέχρι να γυρίσει ζωντανός από τον πόλεμο ο Θύμιος. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα ποθούσε, στην πατρίδα αυτός ο έρωτας είναι  ανάποδος, αφορισμένος, ασυγχώρητος, τόσο που ο Θύμιος παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια και πού και πού και σπάνια σπλαχνιζόταν τον παραμορφωμένο και  ερωτόπληκτο φίλο και του χάριζε στιγμές έρωτα, που τόσο  ποθούσε.
Σελ. 84: Γέλαε κι ήταν όμορφος, έτσ’ αψηλός και δεμένος, με το μουστάκι το ξανθό, παχύ, σαν ένα στάρι στ’ απάν αχείλι.
Σελ. 96:  Τι τα θες. Σ’ τα’ και πάλι ανακούφιση δεν έλαβα. Ας’ τα. Έκτοτες άλλη χαρά δε μετάλαβα. Άιντε καμιά φορά που βρισκόμαστε κείθε  έξω στο λόγγο και κάνουμε τη δουλειά, αλλά δεν ειν’ σαν πρώτα. Τον βλέπω που πια δε μ’ αγαπάει σαν τα πριν. Από λύπησ’  με γαμάει. Μπορεί π’ ασκήμυνα,                                             μπορεί να βαρέθηκε κιόλας. Ούτε που ξέρω……….
Που να φύγω- δεν μπορώ , γιατί και στο καφενείο που τον βλέπω και τα λέμε είναι για μένα παρηγοριά μεγάλη για να συνεχίσω  τη ζωή. Αλλά αναγκάζομαι να ξεφτιλίζομαι κάθε τρεις και λίγο και να ‘ρχομαι δω σε σένα, για να μη μου βγάλουν τ’ όνομα ότι δε μ’ αρέσουν οι γυναίκες.
Νόκερ
Μεταναστεύουν οι νέοι της Ελλάδας την δεκαετία του ’50 για τον επιούσιο, για να σώσουν την πολυμελή οικογένεια και το όνειρο να γίνουν πλούσιοι, έτσι και ο αφηγητής μας από οικογένεια με πέντε παιδιά και δυο κορίτσια, όπως λέει, μετά το στρατό το ’51 έφυγε για κάνα δυο χρονάκια να μαζέψει κάνα φράγκο,  και να γυρίσει στην πατρίδα,  όμως όλοι έτσι σκέφτονται στην αρχή και μετά τους καταπίνει η ξενιτιά.  Στην Αμερική που πήγε δεν ήξερε κανέναν, μοναχά του ‘παν πως στο Σικάγο ήταν ένας Αργύρης από το χωριό τους, είχε πολλά χρόνια εκεί κι είχε κάνει καλό βραχιόλι,  και σκέφτηκε να πάει εκεί, να τον βοηθήσει στην αρχή μέχρι να σταθεί στα πόδια του. Όμως ο Αργύρης άγριος στην όψη σαν λυσσασμένο σκυλί, όχι μόνο αδιαφόρησε αλλά του ‘πε να φύγει και να τον αφήσει ήσυχο. Λόγο στο λόγο ο αφηγητής έμαθε πως ο Αργύρης είχε αρραβωνιαστεί τη μάνα του. Το θεώρησε ψέμα και ντροπή αυτόν τον λόγο για τη δική του μάνα, όμως ο Αργύρης δεν σήκωνε κουβέντα αμφισβήτησης στα λόγια του και με άγριες διαθέσεις τον άρπαξε από το λαιμό και κόντευε να τον πνίξει, μεσολάβησε ο καφετζής και κάπως ηρέμησαν τα πνεύματα. ήταν έτοιμος να φύγει τρομοκρατημένος από τη βίαιη συμπεριφορά όταν εκείνος του είπε με τραχιά φωνή να καθίσει. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς , γιατί όχι μόνο η συμπεριφορά του τον φόβισε αλλά και η μυρουδιά που ανέδινε και  ήταν σαν των χασάπηδων τον απωθούσε.
Ύστερα αφηγείται ο Αργύρης ότι είχε τιμηθεί με παράσημο, γιατί όχι μόνο πολέμησε στη Μικρασία, αλλά και στη Ρωσία και στους πρώτους πολέμους με τους Τούρκους και τους Βούλγαρους. Τον είχαν για «κίλερ» γιατί ήταν αμέτρητοι οι εχθροί που ‘χε σκοτώσει. Όμως όταν γύρισε στην πατρίδα και τον ρώτησαν οι συγχωριανοί για τον πόλεμο και κείνος τους είπε την αλήθεια όλοι τον είχαν για σφαγέα ανθρώπων ακόμη και ο πατέρας του κι αυτός αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Τώρα η δουλειά του είναι «νόκερ» και είναι ο καλύτερος, γιατί κανείς δεν σφάζει τόσο εύκολα και ακαριαία γουρούνια και μοσχάρια.
Ο αφηγητής μας σκέφτηκε πως σίγουρα στην Αμερική πήγε για να κρύψει τη μυρουδιά του και όχι για χαϊρι δικό του.
Σελ. 114:  Εγώ ήμανε άμαθος, μου λέει ο Αργύρης, δέκα χρόνια πόλιεμο, είχα ξεχάσει καλά καλά πώς μιλάνε με τον κόσμο. Κι έτσ’ δε μου πέρασε απ’ το μυαλό και κάθισα και τους τα είπα όλα. Με το νι και με το σίγμα….. πόσους είχα σκοτώσει, πως είναι αλλιώς με την ξιφολόγχη κι αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς ο λαιμός του άντρα κι αλλιώς του παιδιού….. πώς κλωτσάει ο κρεμασμένος και πώς ο σφαγμένος, πώς ακόμα και τα μωρά τα μικρά που δεν καταλαβαίνουν κλιαίνε άμα μυρίσουν το αίμα και δουν το μαχαίρι, ακόμα ακόμα και για τον Τούρκο τους είπα, που σαν τον σκότωσα έσκυψα και του’ φαγα τη μύτη, γιατί μ’ είχε βαρέσει με μπαμπεσιά, και για το κορίτσ’ που ‘χα χαλάσει μπροστά στον πατέρα τ’ προτού τους πυροβολήσω και τους δυο…..
Σελ. 117:  Κρυφή η δουλειά που κάνω στο Γιούνιον, κρυφή κι αυτή που έκανα στον πόλεμο, απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ, κι έιν’  έτσ’ στ’  αυτιά πιο ωραίο. 


Η Αρετή Καράμπελα έγραψε σχετικά με τις εντυπώσεις των μελών της λεσχης αναγνωσης :


Το Γκιακ του Δημοσθ. Παπαμάρκου, η ομάδα ομολόγησε ότι θα το ξαναδιάβαζε ευχαρίστως. Ενώ η αφήγηση γέμει αίματος και σκληρότητας, οι ήρωες (όλοι αρβανίτες που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία), κερδίζουν την προσοχή μας, ως άνθρωποι με συγκρουσιακές όψεις. Έτσι ο μικρός αδελφός που υπεραγαπά την αδελφήτου, διατηρεί άσβεστο το μίσος του για τον άγνωστο συντοπίτη, βιαστή και δολοφόνο της, μέχρι να τον εντοπίσει και να τον εξοντώσει βάναυσα. Οι εσωτερικές συγκρούσεις και τα διλήμματα λοιπόν, καθιστούν τους χαρακτήρες βαθύτατα ανθρώπινους έως και συμπαθείς. Οι ιστορίες, σε τραχύ προφορικό λόγο, διαιωνίζουν την τέχνη της αφήγησης, όπως ακριβώς κάνουν τα έπη και οι παραλογές, οι μικρές και μεγάλες δηλαδή περιπέτειες επιβίωσης και ευζωίας. Πανάρχαιοι κώδικες τιμής, παρορμήσεις, συναισθήματα και πολεμικά ήθη, συνοικούν στην ανθρώπινη συνείδηση, με ορμή πρωτόγονη και εναγώνιο πάθος.
 




Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

"Νόρα Γουέμπστερ " του Colm Toibim, εκδόσεις Ίκαρος


Η συνάντησή μας έχει οριστεί για τις 2 Νοεμβρίου 2016, ημέρα Τρίτη και ωρα 16.00 στην Βιβλιοθήκη Διονύσου! Καλό Χειμώνα!



Η Αρετή Καράμπελα έγραψε για το βιβλίο αυτό:
Η ιστορία της Νόρα, συγκίνησε τα μέλη της ομάδας, είτε γιατί ανέσυρε οικεία βιώματα, είτε γιατί προιδέασε για μελλοντικά συμβάντα, δύσκολα, πλην πιθανά. Στον Τομπίν, η αποτύπωση της καθημερινότητας ηχεί κοινότοπη, χωρίς να είναι. Μέσα από τις εξωτερικές συμβάσεις της, παρακολουθούμε την κρυφή ζωή των σκέψεων της κεντρικής ηρωίδας που στοχάζεται με ενάργεια και ευστοχία. Βιώνοντας τα στάδια του πένθους για την απώλεια του συζύγου της, ανεβαίνει την κλίμακα της αυτοβελτίωσης και φτάνει στην ικανοποίηση του εαυτού. Μέσα από τη γραμμική αφήγηση γεγονότων, η Νόρα συναντάται με τη μουσική, άξιο υποκατάστατο συντροφικότητας και ανακτά τη χαμένη της ισορροπία. Ίπταται στον κόσμο της μελωδίας, αρθρώνοντας έναν πανανθρώπινο κώδικα επικοινωνίας, ικανό να την αναγεννήσει.Δυνάμει όλες και όλοι φέρουμε το dna της Νόρα και εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς αν θα τοεκμεταλλευτούμε.

 
 Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο αυτό:
Το θέμα του βιβλίου είναι το πένθος και πώς βιώνει την απώλεια, σε μια επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας το Εννισκόρθι, τέλη της 10ετίας του ‘60, η Νόρα Γουέμπστερ, ετών σαράντα πέντε, σαν πέθανε ο αγαπημένος της σύζυγος και τώρα  έχει την φροντίδα τεσσάρων παιδιών,  δυο κοριτσιών που σπουδάζουν και δυο μικρότερων αγοριών το ένα σε εφηβική ηλικία, το άλλο μικρότερο.
 Η Νόρα μοχθεί να συμπληρώσει το κενό που άφησε ο Μορίς, ο σύζυγός της, που ήταν εκπαιδευτικός και πολύ αγαπητός στην πόλη τους. Καταπιέζεται έναντι του ασφυκτικού ενδιαφέροντος γειτόνων, γνωστών και συγγενών με συνεχείς επισκέψεις για  συλλυπητήρια, παραινέσεις και καθοδηγήσεις   για τη χήρα.
Ο Τομ Ο’ Κόνορ, γείτονας της λέει,  «δεν τους βαρέθηκες; Δεν είναι ώρα να κόψουνε τις επισκέψεις;». Ο Τομ  τελευταία έχει υιοθετήσει έναν τόνο εξουσιαστικό στο λόγο του και η Νόρα νιώθει ότι την μειώνει∙ σκέφτεται ότι αν ζούσε ο Μορίς ποτέ δεν θα της μιλούσε με αυτό τον τρόπο.
Εκείνο που επιζητεί είναι να την αφήσουν ήσυχη και προσπαθεί να οριοθετήσει τη ζωή τη δική της και της οικογένειάς της. Η κατάσταση των οικονομικών της είναι δυσχερής, αποφασίζει να πουλήσει το εξοχικό τους, αν και το αγαπούσαν όλοι. Στους γιους, που την κοιτούν με πλάγιο, απορημένο βλέμμα, βεβαιώνει ότι θα αγοράσει τροχόσπιτο για τις διακοπές τους. Ξεκινάει δουλειά γραφείου, στην ίδια επιχείρηση που δούλευε πριν παντρευτεί και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη.
Κρύβει τα δάκρυα του πένθους κάπου βαθιά μέσα της και τιθασεύει τις παρορμητικές του ιδιότητες. Σκέφτηκε πολλές φορές να μετοικίσει  στην πρωτεύουσα, πιστεύοντας ότι θα ξεφύγει του συντηρητικού κλοιού της επαρχίας, όμως μένει και παίρνει την τύχη του εαυτού της και της οικογένειάς της στα χέρια της. Παλεύει ξεπερνώντας τις κακολογίες των συντοπιτών της, όταν βάφει σ’ άλλο χρώμα τα μαλλιά της με χτένισμα νεανικό. Αναζητεί τη γαλήνη, αναζητεί ανάσα ψυχής και τη βρίσκει στη μουσική, στους ήχους του Μπετόβεν∙ έχει το χάρισμα της καλλίφωνης και με τη βοήθεια μιας  πιανίστριας γίνεται  μέλος χορωδίας. Καταφέρνει να δαμάσει όσο γίνεται την φρικτή απώλεια του Μορίς.  Κοινωνικοποιείται, σφίγγει τα δόντια στα δύσκολα, όταν ο έφηβος γιος τραυλίζει και τον γράφει εσώκλειστο σε σχολείο με λογοθεραπευτή.  Γίνεται μέλος του συνδικαλιστικού κινήματος στην εταιρία που εργάζεται. Καταφέρνει με τις οικονομίες της να αγοράσει τροχόσπιτο για τις διακοπές τους, να ανακαινίσει το σπίτι, αντικαθιστώντας το παλιό τζάκι, να βάψει τοίχους, να αγοράσει πικάπ και δίσκους, δίνοντας έτσι  μια φρεσκάδα ανανέωσης σε βλέμματα και ψυχές.
Η ηρωίδα του βιβλίου μιλάει με σιωπές∙ την αφουγκραζόμαστε, ακούμε τον εσωτερικό της μονόλογο, τον επιτήδειο χειρισμό της ώστε να απαλύνει τους θρήνους της ψυχής της και της ψυχής των παιδιών της.
Ο Τομπίν διαλαλεί στο βιβλίο του  τη γυναίκα, που το κενό της δυναμικότητας του άντρα που έχασε, την ενδυνάμωσε∙  τη γυναίκα που ο πόνος της γίνεται δημιουργία, που πρωτεύει η υγεία των ανήλικων παιδιών της, που η λογική υπερισχύει της δυστυχίας, που το δάκρυ γίνεται μουσική, τραγούδι, χαμόγελο στην απεραντοσύνη της θάλασσας.

 Ο συγγραφέας μας περιγράφει τη ζωή της 10ετίας του ’60, στο Εννισκόρθι,  όπου γεννήθηκε. Η ζωή του είναι σχεδόν ίδια με την περιγραφή στο βιβλίο.  Ο ίδιος έχασε τον πατέρα σου σε ηλικία 12 χρόνων και εκδήλωσε βραδυγλωσία όταν εκείνος αρρώστησε…
Το εξαιρετικό επίμετρο και η μετάφραση είναι της Αθηνάς Δημητριάδου.
Σελ. 43. Έβλεπε τον εαυτό της στο σπίτι στο Κους, προσπαθούσε να φέρει ξανά την εικόνα των παιδιών μια μέρα του καλοκαιριού, να μαζεύουν από το σκοινί μαγιό και πετσέτες  και να κατεβαίνουν στην παραλία, ή την ίδια και τον Μόρις να γυρίζουν σπίτι από τα μονοπάτια, μέσα στο σούρουπο, … να μπαίνουν σ’ ένα σπίτι ζωντανό από τις φωνές των παιδιών.. τώρα όλα αυτά είχαν τελειώσει, δεν θα ξαναγύριζαν. Το σπίτι ήταν άδειο.
Σελ. 108. Κατά τα φαινόμενα ήταν ο μόνος γιατρός εκεί μέσα. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα από πόνο ή θάνατο, τον θυμόταν να της μιλάει σαν να υπονοούσε ότι του έτρωγε τον πολύτιμο χρόνο του. Ένιωθε μέσα της βαθύ και ζωντανό μίσος γι’ αυτόν, και η αίσθηση την γέμιζε με μια παράξενη ευχαρίστηση, έτσι όπως συνέχιζε την πορεία της και άρχιζε η βροχή.
Σελ. 179. Ξανάρθε πάλι στο μυαλό της ο θάνατός του….. όμως ο Μόρις βρισκόταν ήδη πολύ μακριά…. Ίσως να τους ένιωθε μόνο σαν αόριστες παρουσίες, όλους εκείνους που είχε αγαπήσει, όμως η αγάπη ελάχιστη σημασία είχε τότε, ακριβώς όπως τώρα η καταχνιά, που ήταν σαν να έλεγε ότι η γραμμή ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί ελάχιστη σημασία είχε.
Σελ. 388. Η σκέψη του τι θα μπορούσε να κάνει με τα κάτω δωμάτια δεν την άφηνε να κλείσει μάτι. Έπρεπε να θυμίζει στον εαυτό της ότι τώρα πια ήταν ελεύθερη, ότι δεν υπήρχε Μόρις που θα λογάριαζε τα έξοδα και θα κατέβασε μούτρα αν του αναστάτωνες την καθημερινότητά του. Ήταν ελεύθερη…. Η σκέψη αυτή ότι μπορούσε να κάνει ό,τι της άρεσε, την έκανε να νιώθει λίγο ένοχη.

 

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

" Μίλησε, Μνήμη" του Βλαντιμιρ Ναμπόκοφ, εκδόσεις Πατάκη

Η συνάντησή μας εχει οριστεί για μετά το καλοκαίρι και συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου 2016, ημέρα Τετάρτη και ωρα 16.00 στην Βιβλιοθήκη Διονύσου! Καλό Καλοκαίρι!

 Η Αρετή Καράμπελα μετά την συνάντησή μας έγραψε:
Η εικαστική γραφή του Ναμπόκοφ, συγκίνησε όσα μέλη της ομάδας, μετά τη θέρμη του θέρους, ολοκλήρωσαν το βιβλίο.
     Ο στυλίστας εμιγκρέ, κατόρθωσε μέσα από τη φαινομενολογική προσέγγιση να μιλά για τον υλικό κόσμο και παράλληλα να εστιάζει στο βάθος των συναισθημάτων. Το χρώμα, ο ήχος, το σχήμα είναι πρόσωπα και συγκινούν. Πατρίδα, η παιδική ηλικία. Ο χρόνος αντανάκλαση του ανέφικτου.
     Μέσα από μακροπερίοδο λόγο, πληθώρα επιθέτων, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, παρομοιώσεις, μεταφορές,εμμονή στην απαρίθμηση και τους εξαντλητικούς καταλόγους, τις επιβραδύνσεις και τα προθύστερα, κάθε αφήγησή του, μοιάζει με παρτίδα σκάκι, αριστοτεχνικά προμελετημένη και συγχρόνως πηγαία και απροσχημάτιστη.
     Ο Ναμπόκοφ εξελίσσει τον κλασικό φετιχισμό.Οδηγείται, με αφορμή τον ορατό κόσμο και τα πράγματα σ' έναν βαθύ και στοχαστικό λυρισμό. Διερωτάται για την ύπαρξη, ζωγραφίζοντας λάδια και ακουαρέλες. Συλλαμβάνει τα πάντα, μακριά από το νοσηρό και το σκιώδες. Αυτοβιογραφείται, κοιτάζοντας τον εαυτό του με μεγεθυντικό φακό, όπως κανένας άλλος ομότεχνος δεν έπραξε τόσο επιτυχημένα στην ιστορία της Λογοτεχνίας.


Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το συγκεκριμένο βιβλιο:
Εξαιρετική η εισαγωγή του έργου από τον Μισέλ Φάις  (συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, δάσκαλος δημιουργικής γραφής, επιμελητής βιβλίων).
Λυρική και κινηματογραφική, θα’ λεγα,  η γραφή του Ναμπόκοφ. Μέσα σε δεκαπέντε κεφάλαια, αναμνήσεις ζωής τριάντα επτά χρόνων και χώρων. Θαυμάζεις τη γλώσσα που κυλάει ρυθμικά, τοποθετεί με επιτηδειότητα την κάθε λέξη, την κάθε φράση. Σφύζει από αισθήματα, γεγονότα ιστορικά, πολιτικά,  εικόνες μαγευτικές της φύσης, παντρεύει το παρελθόν με το παρόν και αντίστροφα, αναπολεί τα παιδικάτα του με λατρεία και τον κυριεύει ο τρόμος του τίποτα, της αβύσσου, όταν βλέπει οικογενειακές ταινίες που γυρίστηκαν λίγες βδομάδες πριν γεννηθεί. Κόσμος λοιπόν ίδιος και απαράλλαχτος χωρίς αυτόν, αλλά κι ο ίδιος κόσμος μετά απ’ αυτόν.
Γνήσια δίδυμα τα εκατέρωθεν σκοτάδια, κι όμως ο άνθρωπος, κατά κανόνα, αντικρίζει την προγενέθλια άβυσσο πιο ήρεμα απ’ ό,τι την άλλη, προς την οποία οδεύει.
Ο Ναμπόκοφ περνάει ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στο μεγάλο τους κτήμα  λίγο έξω από την Πετρούπολη. Στην αριστοκρατική τάξη της Ρωσίας ανήκε η οικογένειά του και το 1919 διαφεύγουν στο Βερολίνο, λόγω της σοβιετικής επανάστασης. Σπουδάζει στο Κέμπριτζ λογοτεχνία και τον διακρίνει η αγάπη του για τη συλλογή πεταλούδων και μετέπειτα πάθος για την εντομολογία. Στο Βερολίνο σκοτώνουν τον πατέρα του Ρώσσοι εξτρεμιστές.
Στο Βερολίνο παντρεύεται  και το 1937 καταφεύγει με την οικογένειά του στο Παρίσι εξ αιτίας της Ναζιστικής τρομοκρατίας.
Μόλις ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος η οικογένεια Ναμπόκοφ καταφεύγει στις ΗΠΑ.
Έφυγε από τις ΗΠΑ για την Ελβετία, όπου έγραψε τα τελευταία του βιβλία και από εκεί πέρασε στην αθανασία.
Αναλαμπές στα παιδικάτα, όταν στρατηγός,  οικογενειακός τους φίλος, κλεισμένος στη στολή, που έτριζε ελαφρά, για να τον διασκεδάσει άπλωσε μια χούφτα σπίρτα στο ντιβάνι, πήρε δέκα τα έβαλε σε ίσια γραμμή το ένα μετά το άλλο και είπε «να η θάλασσα μπουνάτσα». Έσπρωξε μετά λίγο δυο δυο τα σπίρτα ώσπου στράβωσε η ευθεία και είπε «φουρτουνιασμένη θάλασσα». Ανακάτωσε τα σπίρτα να του δείξει κάτι άλλο, όμως τους διέκοψαν. Έτσι τα μαγικά σπίρτα είχαν χαθεί με το παιχνίδι και όπως λέει ο συγγραφέας:
 Το ν’ ακολουθεί τέτοιος θεματικούς σχηματισμούς μέσα στη ζωή του ανθρώπου, είναι ο αληθινός προορισμός του ανθρώπου. 
Ανεξίτηλες οι παιδικές εντυπώσεις  για μια μαρμάρινη προτομή της Άρτεμης, για ένα κρυστάλλινο πασχαλινό αυγό, ο σιδηροδρομικός σταθμός, τα ξύλινα βαγόνια, οι ζωγραφιές της μάνας και το φιλί της για καληνύχτα, τα παραμύθια, οι εικονογραφημένες ιστορίες, τα ποδηλατοτρεχάματα, τα αυτοσχέδια παιχνίδια, οι περίπατοι στο δάσος του κτήματος, το κυνήγι της πεταλούδας, ο πρώτος έρωτας. Τα πρωινά παιγνιδίσματα κάτω από την κουβέρτα, το αρχοντόσπιτό τους, οι μόνιμοι πενήντα υπηρέτες τους, οι νταντάδες, οι οδηγοί της άμαξάς τους, οι γκουβερνάντες, οι δάσκαλοι  και οι δασκάλες στο σπίτι.
Διανθίσματα:
 Μεριμνούσε για το παρελθόν της με την ίδια αναθυμητική ζέση που τρέφω σήμερα εγώ για τη δική της εικόνα και το δικό μου παρελθόν. Κι έτσι κληρονόμησα κάτι σαν εξαίσιο ομοίωμα –το κάλλος της άυλης περιουσίας, του αναπόκτητου κτήματος.

..η παλιά διαφορά μου (από το 1917) με τη σοβιετική δικτατορία δεν έχει την παραμικρή σχέση με οιοδήποτε ζήτημα περιουσίας. Καταφρονώ τον εμιγκρέ που «μισεί τους Ρώσσους» επειδή του «έφαγαν» τα λεφτά και τη γη του. Η νοσταλγία που έθρεψα όλα αυτά τα χρόνια είναι μια υπερτροφική αίσθηση χαμένης παιδικότητας, όχι η λύπηση τραπεζογραμματίων. Τέλος: κρατώ για τον εαυτό μου το δικαίωμα να νοσταλγώ μια οικολογική κόγχη.

Σ’ ένα αγγλικό παραμύθι, που μου είχε διαβάσει μια φορά η μητέρα μου, ήταν ένα αγοράκι που σηκώθηκε από το κρεβάτι του και μπήκε σε μια ζωγραφιά και, καβάλα στο ξύλινο άλογό του πήρε το μονοπάτι που τραβούσε μέσα στα σιωπηρά δέντρα…..  με φαντάστηκα να σηκώνομαι, να σκαρφαλώνω ως τη ζωγραφιά  πάνω από το κρεβάτι μου, και να βουτάω στο στοιχειωμένο δάσος της οξιάς – δάσος που πράγματι γνώρισα όταν ήρθε η ώρα.
Ευτυχισμένος ο συγγραφέας που κατορθώνει να σώζει, μέσα στο λογοτέχνημα, ένα πραγματικό ερωτικό γράμμα που έλαβε στη νιότη του –ενσωματώνοντάς το στη φαντασία σαν καθαρή σφαίρα σφηνωμένη σε χαλαρή σάρκα- ασφαλές ανάμεσα σε κίβδηλες ζωές.

Εννοείται, βεβαίως, ότι ο ανταγωνισμός στα σκακιστικά προβλήματα δεν είναι μεταξύ των Λευκών και των Μαύρων παρά μεταξύ του συνθέτη και του υποθετικού λύτη (όπως ακριβώς το καλό μυθιστόρημα: η πραγματική σύγκρουση δεν είναι μεταξύ χαρακτήρων παρά μεταξύ συγγραφέα και εγκοσμίων)..

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

"Το φαράγγι" της Ιωάννας Καρυστιάνη, εκδόσεις Καστανιώτη



Το επόμενο βιβλίο είναι ’’Το φαράγγι’’ της Ιωάννας Καρυστιάνη , από τις εκδόσεις
Καστανιώτη. Η συνάντησή μας την Τετάρτη 8 Ιουνίου , στις 4.30 μ.μ.  , στην Βιβλι-
οθήκη.

 Η Αρετή Καράμπελα έγραψε:
"Από σήμερα γερνάμε όλοι μαζί", μας είπε η Καρυστιάνη και ο αντίλαλος της κρητικής οικογένειας ήχησε στο φαράγγι, όπως ο άνεμος της ζωής και μας συνεπήρε.Η πεζοπορία μέσα στη φύση είναι το πρόσχημα για την καλειδοσκοπική αναψηλάφηση των ενδοοικογενειακών σχέσεων. Με γλώσσα στιβαρή και ασπαίρουσα, η Καρυστιάνη διεκτραγωδεί τα μικρά και τα μεγάλα στις ζωές επτά αδελφών που συναντιούνται για να ξαναδώσουν τους όρκους τους και να σφραγίσουν τις επιθυμίες των γεννητόρων τους. Μάστορας της οδύνης και του πάθους, η Καρυστιάνη, παρ'όλες τις εξομολογήσεις των ηρώων της, αφήνει περιοχές τους μυστικές και αδιερεύνητες, αναδεικνύοντας έτσι το μεγαλείο του ανείπωτου στη ζωή μας.

 Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε σχετικά με το συγκεκριμένο βιβλίο:
Το μυθιστόρημα ζυμωμένο με δάκρυ, με γέλιο, βρίθει από νοσταλγία για τα παιδικάτα, για τα νιάτα, για τον γενέθλιο τόπο,  βρίθει από στοργή γι αυτούς που ζουν, γι αυτούς που χάθηκαν, από πάθη ερωτικά, από αισθήματα φιλίας, από ενοχές, από λάθη,  από το φάσμα του θανάτου, από παραδοχές και εγκρίσεις του διαφορετικού,  από ένα επαχθές έγκλημα όπου οι ερινύες καταδιώκουν τον «αθώο» εγκληματία, από απάνθρωπες πολιτικοοικονομικές-κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν σε αυτοχειρίες.
Μια μυθιστορία που ταξιδεύει τους ήρωες του βιβλίου στο βάθος ενός φαραγγιού, στο βάθος του εαυτού τους,  αναζητώντας την κάθαρση.
Η γλώσσα, το ύφος της γραφής, η ζωντάνια του λόγου χαρακτηρίζει τη συγγραφέα. Ο αναγνώστης μεταφέρεται στον κόσμο των ηρώων και αφουγκράζεται ειπωμένα και ανείπωτα, όταν εκφράζονται, όταν σκέπτονται, όταν αιμορραγούν τα τραύματα της ψυχής τους.
Εφτά ηλικιωμένα αδέλφια, τέσσερις άντρες και τρεις γυναίκες, διασχίζουν το Ασφεντιανό φαράγγι, στην Κρήτη,  για να εκπληρώσουν ένα τάμα, που δόθηκε προ δεκαεφτά χρόνων στο μνημόσυνο του πατέρα τους.
Ο πρωτότοκος, ο Βαρδής,  ένας από τους τρεις που έμειναν στον γενέθλιο τόπο, την Κρήτη τους, δεύτερος ο Γεράσιμος που έφυγε στην Αθήνα, τρίτη η Ευδοκία, τέταρτη η Ινώ κι αυτές δεν το κούνησαν (και δεν το ‘χουν σκοπό)  από την Κρήτη, πέμπτος ο Ελισαίος ξενιτεμένος στην Ιταλία,  έκτη η Θεώνη που ζει στην Καστοριά και τελευταίος ο Αργύρης κι αυτός φευγάτος στην Αλεξανδρούπολη.
Το σήμα του χρόνου της συνάντησης και της επιλογής του φαραγγιού, το πιο ήρεμο και κατάλληλο για πόδια ηλικιών πάνω από εξήντα, οι τρεις μικρότεροι δεν τα ‘φτασαν ακόμα αν και ο τελευταίος, ο Αργύρης, φαντάζει γεροντότερος όλων,  έγινε από τον Βαρδή, πεζοπόρος, κι ας είναι στα εβδομήντα δυο του, και λάτρης των φαραγγιών της Κρήτης.
Πατούν τα τριζάτα σωθικά του φαραγγιού και  αφήνουν πάνω τους τα βάσανα που χρόνια κατατρώγουν τα δικά τους σπλάχνα.
Ο Βαρδής, υπεύθυνος του ταξιδιού, με τι χαρά ξεκίνησε μαζί τους και τώρα βαδίζοντας κρύβει βαθιά μέσα του το κακό νέο, δεν χρειάζεται να στενοχωρήσει κανέναν όλα θα πάνε καλά, τραγουδώντας θε να διασχίσουν το φαράγγι. Ο τρίτος γιος του, ο Αρτέμης, θα παντρευόταν μέσα σε ένα μήνα, όμως προ ολίγου του τηλεφώνησε πως χώρισε και η νύφη έγκυος και το παιδί αλλουνού..
Ο Γεράσιμος, φαμελίτης με κόρη χωρισμένη μάνα δυο παιδιών, έβαλε λουκέτο στο μαγαζί με τα κατεψυγμένα και τώρα νυχτερινή βάρδια στο ταξί ενός κουμπάρου, και με τις ώρες στις πιάτσες των ταξί, δίχως κούρσα. Αριστερός ο Γεράσιμος έλεγε στους συναδέλφους «θα πεθάνουμε και δεν θα ‘χουμε πάρει μια ιδέα από ξεσηκωμό..»
Η Ευδοκία, χήρα Μάρκου,  δυστυχής έψαχνε μανιωδώς  το μυστικό που έκρυβε ο μακαρίτης άντρας της, που σκοτώθηκε με το μηχανάκι του, και δυστυχεστέρα όταν το έμαθε..
Η Ινώ, η χρυσοχέρα, που κεντούσε ασταμάτητα, όμως την έτρωγε το σαράκι του χωρισμού, της μοναξιάς,  Επί τριάντα έξι χρόνια κερί αναμμένο μπροστά στον άντρα της.  Μέχρι που η γειτόνισσα Νένα, με μεγάλα στήθη, με  πρεσβυωπία και στραβισμό, της είπε ωμά και σταράτα, Ινώ μου, ο άντρας σου σε κερατώνει αβέρτα μαζί μου….
Ο Ελισαίος, ο χοντρούλης, που έφυγε  στην Ιταλία, γιατί στον τόπο του κατακριτέα η ομοφυλοφιλία. Σπούδασε φαρμακευτική και συζεί ευτυχής με Ιταλό κτηνίατρο.
Η Θεώνη, ζωγράφος, δεν παντρεύτηκε, ερωτεύτηκε άντρα μονόχειρα και αγάπησε τον μικρό του γιο, τα αισθήματα αμοιβαία, μέχρι που…
Ο Αργύρης,  ο βενιαμίν της οικογένειας, η Κρήτη το αίμα του, η  Αλεξανδρούπολη η εξορία του,  λιώνει μέρα τη μέρα, πόσο να αντέξει η ψυχή του τέτοιο βαρύ μυστικό….
Σελ: 13. Αν οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται κάτι ξυπνητοί, δεν ονειρεύονται κάτι και κοιμισμένοι.
Σελ. 33. … η θυγατέρα μπαλέτο, εγγλέζικα, προικώο διαμέρισμα και πλαστική στη μύτη, γιατί παλιά βρίσκανε δουλειά και οι ασχημούλες, τώρα πας να ψωνίσεις σφουγγαρίστρα και τουμποφλό και σου τα τυλίγει μια τηλεπαρουσιάστρια.
Σελ. 55. Έχω τριακόσιες ώρες Ναζί σε dvd για να θυμούμαι την ελεεινή ιστορία τους, πού και
πώς κάψανε και πώς σφάξανε.
Σελ. 75. …τι βράχος είμαι αν δεν με δέρνει το κύμα.
           Έχω ένα πηχτό σκοτάδι μέσα μου, αλλά μπορεί να μη κάνει να τα περιχύσουμε όλα με φως.
Σελ. 115. Γιατί όλα τα μάτια του κόσμου είναι μικρά αυτόματα εργαλεία που εξομολογούνται, διαβάζουν και διαβάζονται.
Σελ. 172. Κάτι έχουν τα φαράγγια, η πέτρα πετάει πέρα τη σκαρταδούρα, ορίζει τα σημαντικά και απολύτως απαραίτητα, τα ζυγίζει στις σωστές τους διαστάσεις..
Σελ. 190. … ο θάνατος είναι απαίσιος, δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
Σελ. 234… για μερικούς μερικούς η ιστορία αρχίζει από το έτος γεννήσεώς τους, οι λαοί δεν πολεμάνε το άδικο μόνον όταν είναι σίγουροι ότι θα νικήσουν, το πολεμάνε γιατί δεν γίνεται να μην αντισταθούν και, σύντροφε, ο φόβος είναι σκουλήκι στο μυαλό.
Σελ. 253. .. ο κάθε άνθρωπος μινιατούρα της οικουμένης.
Σελ.254. Με την πίκρα των καιρών για το νέο τύπου καθεστώς, τα λάθη των πολιτών να αντιμετωπίζονται ως εγκλήματα και τα εγκλήματα των πολιτικών ως λάθη;
Σελ. 259. .. σ’ αυτό τον τόπο, που οι μισοί είναι φτιαγμένοι για να μυθολογούν, να πλανεύουν και να πλανεύονται.

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

"Mπονσάι" του Αλεχάντρο Σάμπρα, εκδόσεις Πατάκη 2008



Η επόμενη  συνάντησή μας  θα γίνει στις 11 Μαίου με το βιβλίο του Αλεχάντρο Σάμπρα ’Μπονσάι’’ από τις εκδόσεις Πατάκη.Τεάρτη στις 11.30 π.μ. στην Βιβλιοθήκη. 

  

Η Αρετή Καράμπελα έγραψε για το συγκεκριμένο βιβλίο
Το "Μπονσάι" του χιλιανού Αλ. Σάμπρα, άφησε στην ομάδα τη γεύση του ημιτελούς. Η ελλειπτική αφήγηση με τα μικρά κεφάλαια και τις βιβλιοφιλικές αναφορές, μας θύμισε πώς γράφεται ένα βιβλίο. Να έτσι εμπνέομαι, αυτό είναι το υλικό μου, μας λέει ο Σάμπρα, υιοθετώντας μια γραφή με μαθηματικές αναλογίες και κανόνες της Λογικής. Μια ερωτική ιστορία με παύσεις και ματαιώσεις, αλήθειες και ψέματα, σοβαρά και αστεία, που καθρεφτίζει το απρόοπτο και το ηθελημένο της ύπαρξης.

Η Ευγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλίο αυτό:

Ένα μυθιστόρημα μικρής φόρμας, ένα διήγημα μινιατούρα σε πέντε κεφάλαια, ένα βιβλιαράκι 100 σελίδων περίπου, που έχει μέσα του μια μυθιστορία συμπυκνωμένη σαν ένα ποίημα Χάικου, ή αν θέλετε ένα πελώριο δέντρο που το σμικρύνεις ίσα να χωράει στην παλάμη σου, μια τεχνική που θέλει γνώσεις, υπομονή, επιμονή, αγάπη, φαντασία και έρωτα, θα έλεγα, αφού μεγαλώνοντάς το  παραμερίζεις τα βάσανα της ζωής, τον ψυχικό πόνο του χωρισμού σου, μένεις με τον εαυτό σου και με σκοπό να μεταμορφώσεις, ως δια μαγείας, το προορισμένο σε μεγάλες διαστάσεις, μικρό μεν αλλά με την ίδια αξία και σπουδαιότητα έργο.
Ο Συγγραφέας με την πρώτη παράγραφο, μέσα σε οχτώ σειρές μας λεει την ιστορία: αρχίζοντας από το τέλος,  το κορίτσι πεθαίνει, το αγόρι μένει μόνο, αν και ήταν μόνο από τότε που χώρισαν και μαθαίνει το θάνατό της ένα ή ενάμιση χρόνο αργότερα.
«Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει μόνος πολλά χρόνια πριν πεθάνει εκείνη, η Εμίλια. Ας πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια και πως εκείνος λέγεται λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Χούλιο και Εμίλια. Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο δεν πεθαίνει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία».
Ο Σάμπρα γράφει την περίληψη μιας μυθιστορίας με αποδοχή στον αναγνώστη, να διαβάζει, να κρίνει ή να συγγράφει το έργο.
Ένας έρωτας δυο νέων, συμφοιτητών, που διεγείρονται σεξουαλικά διαβάζοντας λογοτεχνία που διεγείρονται μιλώντας «γυμνά» για περασμένα, λυπημένα και αποκαρδιωμένα, που ταυτίζονται με την αλήθεια της ψυχής τους, μέχρι που διαμορφώνονται  σε «μάζα». Όμως ένα ψέμα χαλάει τη «συνταγή της αλήθειας τους», είπαν ότι έχουν διαβάσει το «αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ διάβασαν μέχρι τη σελίδα 373, που λεει: «η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστον στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται έτσι η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε». Και όπως λεει ο συγγραφέας  «Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να μποδίζεις κάτι, αλλά υπάρχουν αυταπάτες, κι αυτή η ιστορία που γίνεται σιγά σιγά μια ιστορία από αυταπάτες...» Έτσι ενδόμυχα ξέρουν ότι χωρίζουν, η φαντασίωσή τους ήταν  να τελειώσουν τον Προυστ. Χώρισαν και το βιβλίο έμεινε ανοιχτό στη σελίδα 373.
            Σελ: 18. Ο Χούλιο απέφευγε τις σοβαρές σχέσεις, κρυβόταν, όχι από τις γυναίκες, αλλά από τη σοβαρότητα, μια και ήξερε πως η σοβαρότητα είναι εξίσου αν όχι και πιο επικίνδυνη από τις γυναίκες.
            Σελ: 25. όταν ο Χούλιο ερωτεύτηκε την Εμίλια, κάθε χαρά και κάθε πόνος που είχαν προηγηθεί της χαράς και του πόνου που του πρόσφερε η Εμίλια μετατράπηκαν σε απλές απομιμήσεις της αληθινής χαράς και του αληθινού πόνου.
            Σελ: 28. ... στην ιστορία της Εμίλιας και του Χούλιο υπάρχουν περισσότερες αποσιωπήσεις παρά ψέματα, και λιγότερες αποσιωπήσεις παρά αλήθειες, αλήθειες απ’ αυτές που αποκαλούνται απόλυτες και συνήθως προξενούν αμηχανία.
            Σελ. 70. Υπάρχει ένας παλμός όταν γράφεις στο χαρτί, ο θόρυβος του μολυβιού. Μια παράξενη ισορροπία μεταξύ αγκώνα, παλάμης και μολυβιού.
            Σελ. 71. Και το να είσαι γέρος είναι μειονέκτημα. Γιατί οι γέροι είμαστε αδύναμοι κι έχουμε ανάγκη όχι μόνο τα εγκώμια των νέων, κατά βάθος έχουμε ανάγκη το αίμα τους.
            Σελ. 93. Το να φροντίζεις ένα μπονσάι είναι σαν να γράφεις, σκέφτεται ο Χούλιο. Το να γράφεις είναι σαν να φροντίζεις ένα μπονσάι, σκέφτεται ο Χούλιο.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

"360" του Αχχιλέα Κυριακίδη, εκδόσεις Πατάκη



 Η επόμενη συνάντησή μας θα γίνει στις 6 Απριλίου για το βιβλίο ’’360 ’’ του Αχιλλέα Κυριακίδη
Εκδόσεων Πατάκη, στη Βιβλιοθήκη στις 11.30 π.μ.



 H Aρετή Καράμπελα έγραψε για το βιβλιο αυτό:
Το αφήγημα 360, παρ' ότι μικρό, άφησε στην ομάδα τη γεύση ενός δυνατού καφέ σε μικρή ποσότητα. Με ματιά οξεία και ευαίσθητη, ο Κυριακίδης αφηγείται παράλληλες ιστορίες, που όμως κάποτε τέμνονται. Όλοι παρατήρησαν την κυκλική αφήγηση, τη μουσικότητα στη φράση, τα επαναλαμβανόμενα θέματα, τη ροπή στο φιλοσοφικό στοχασμό και την ποίηση. Η σημασία στη λεπτομέρεια ενορχηστρώνει το χάος του τυχαίου και η σπονδυλωτή αφήγηση, σχεδιάζει τις ψηφίδες από το μωσαικό των χαρακτήρων, καθημερινών και οικείων μαζί. Οι ήρωες,αντικείμενα της Ιστορίας, ξιφουλκούν με το θάνατο, αφήνοντας παντού διάχυτη τη μελαγχολία της Μοίρας. Η αστραπή της στιγμής, που μπορεί να είναι μοιραία, μνημειώνει το παρόν και καθιστά σημαντικό και το τελευταίο δευτερόλεπτο της ύπαρξης. Το παιχνίδι όμως με το χρόνο, υπακούει συγχρόνως στη ματαιότητα του σπουδαίου και του σοβαρού. Στην ιστορία, οι συμπτώσεις, κάθε άλλο παρά τυχαίες, μπορεί όμως και τέτοιες, εξυφαίνουν έναν καμβά ζωης πιθανό και συγχρόνως απίθανο, πείθοντας ότι όλα ή τίποτα δεν είναι τελικά τόσο σοβαρό, στο σύντομο πλην συναρπαστικό βίο μας.  


H Eυγενία Μακαριάδη έγραψε για το βιβλιο αυτό:

Ο πολυβραβευμένος, πολυσχιδής, Αχιλλέας Κυριακίδης, μεταφραστής, κινηματογραφιστής, λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, πολύγλωσσος, μουσικός  (θα ‘λεγα), ή καλύτερα ειδήμων της μουσικής, έτσι τουλάχιστον «φωνάζουν» τα βιβλία του και πολύγνωρος θα πρόσθετα, διαβάζοντας τα πονήματά του, έχει μεταφράσει πάνω από 85 έργα γαλλόφωνης, ισπανόφωνης, αγγλόφωνης και ιταλόφωνης λογοτεχνίας - μεγάλων συγγραφέων (όπως τα άπαντα πεζά του Μπόρχες).   

Η νουβέλα του με τίτλο 360, είναι ένα συμπυκνωμένο, μεστό μυθιστόρημα 62 σελίδων όπου χωράει ένας κόσμος ολόκληρος, όπου τρέχει η μια σκηνή μετά την άλλη σαν έργο κινηματογραφικό.  Ο συγγραφέας-αφηγητής αφήνει τους ήρωές του στη μοίρα τους, να μας μιλούν, να στριφογυρίζουν ιλιγγιωδώς κατατρέχοντας ο ένας τον άλλον αέναα  μελοδραματοποιώντας την καθημερινότητά τους, μοιραίοι στις «360ο του  κύκλου ζωής», όπου κάπου ενώνονται, κάπου χωρίζουν, κάπου χάνονται αναπόφευκτα, κάπου υψώνουν τη φωνή σε δυνατό τέμπο -Allegro, σε σιγανό -Largo, κάπου σβήνουν – σιωπούν για πάντα με ένα -Lento.  
Δεξιοτέχνες παράταιροι μιας ορχήστρας, όπου όλα ξεκινούν όπως στον «κανόνα» του Πάχελμπελ και εκεί καταλήγουν έντρομα... όπως ο χρόνος που επαναλαμβάνεται αιώνια. 
Ένα μελαγχολικό έργο μνήμης, ζωής αστείας, ζωής τραγικής, θανάτου, επενδυμένο με μουσική υπόκρουση. 

Η μυθιστορία αρχίζει όταν ένας κακός-απρόσεκτος οδηγός σκοτώνει ένα άτομο στη διάβαση πεζών Στην ολοκλήρωση του έργου ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται αναγνωρίζοντας την ταυτότητα του νεκρού.  

Ένας από τους ήρωες του βιβλίου, μουσικοσυνθέτης και συγγραφέας, αναρωτιέται αν τα όνειρα έχουν μουσική. Ο ίδιος σε ένα «καφέ» της γειτονιάς του, εντυπωσιάζεται όταν τον πλησιάζει μια γυναίκα, ίδια η μητέρα του, και δεν αργεί να υποδυθεί τον ντέτεκτιβ που εκείνη θα συναντούσε.   

Η Άννα που αναθέτει σε ντέτεκτιβ  να παρακολουθεί τον άντρα της, Γιάννη,  που την απατά με μια ψυχίατρο. Ο πατέρας της Άννας  που αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον έκτο όροφο. 
Ο γιος της Ιάσονας, φοιτητής ιστορίας.  

Η ψυχίατρος – ομιλήτρια, με θέμα τη μελαγχολία. Η μελαγχολία της Άννας, οι χαριεντισμοί του άντρα της και της ψυχιάτρου, μετά τη διάλεξη.  

Η Μάρτα που έχει το καφενεδάκι  στη γειτονιά, όπου συνηθίζει να σερβίρει τον μουσικοσυνθέτη-συγγραφέα.  
Το στρίγκλισμα των φρένων του ταξί, τρομάζει τη Μάρτα, που νομίζει ότι  είναι ο άντρας της, ο ταξιτζής, που πάτησε και σκότωσε άνθρωπο.  

Η ηλικιωμένη ανοϊκή μητέρα της Μάρτας στον κόσμο του παρελθόντος της. 

Ο ταξιτζής, άντρας της Μάρτας, μπλεγμένος σε συμμορίες ρατσιστών, αυτών με τα ξυρισμένα κεφάλια,  ξυλοκοπούν, μαύρους, πακιστανούς και πούστηδες.  Όμως σαν βαριέται τη νύχτα να γυρίσει σπίτι πηγαίνει σε ένα ερειπωμένο μισοσκότεινο μέρος και βρίσκει κάποιον,  αυτή τη φορά  τον νεαρό  Ιάσονα, φοιτητή ιστορίας,  να συνευρεθεί.  

Ο μουσικοσυνθέτης Άαβικ που βρέθηκε νεκρός έξω από το ξενοδοχείο του, όταν τον έσπρωξε από το μπαλκόνι στο οκταώροφο κενό, κάποιος που πίστευε ότι ήταν εραστής της γυναίκας του. 

Ο τραγικός ήρωας του έργου Σεμπάστιαν, που ξέφυγε από το «ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τενεσί Ουίλιαμς. 

Απανθίσματα: (τι να πρωτοδιαλέξω, όλες οι σελίδες απανθίσματα). 

«Η μητέρα μας μάς είχε αφήσει χρόνια πριν. Εκείνος έφυγε όπως του ‘πρεπε μ’ ένα lento που έσβησε σε μια σιωπή μονότονη, οριστική και άηχη, κάπως σαν την αγαπημένη μου 15η Συμφωνία του Σοστακόβιτς. « Ο άνθρωπος μελώδησε το θάνατό του» του έλεγα όταν του την έβαζα να την ακούσει, κι εκείνη απόσωνε κι άφηνε μέσα μας τ’ αβγά της. Θυμάμαι, πήγαινα στο κώμα του και του μιλούσα. Τότε συνέθεσα το τελευταίο μου έργο, ένα κουαρτέτο για Πιάνο, Βιολί, Βιολοντσέλο και Βιόλα σε τέσσερα μέρη, καθένα απ’ τα οποία είχε τίτλο μιαν από τις φράσεις που του είχα απευθύνει: Allegro- «Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου μας είναι η μουσική», Andante- «Έχουν τα όνειρα μουσική;», Largto- «Σωλήνες που σταλάζουν χρόνο μα δεν φτάνει. Το τέταρτο μέρος ήταν ένα αναστάσιμο rondo: «Όλα ξεκίνησαν με τον Κανόνα του Πάχεμπελ, κι εκεί θα επιστρέψουν έντρομα».